Ο Γιώργης είναι συγχωριανός μου. Φοιτήσαμε μαζί στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας και από τότε μας συνδέει μια φιλική σχέση.
Τον συνάντησα τη Μεγαλοβδόμαδα να μετακινεί, με τον εγγονό του, τα πρόβατα από το ένα φραχτό στο άλλο, διασχίζοντας κάθετα τον ασφαλτόδρομο που περνά μπροστά από τον ελαιώνα μου.
Ανταλλάξαμε χαιρετισμούς και αρχίσαμε τα αστεία μας, μέχρι που κάποια στιγμή δείχνει το χαντάκι δίπλα στον ασφαλτόδρομο και μου λέει:
«Γράψε πράμα γι’ αυτά τα χάλια. Γράψε εσύ που ’σαι γραμματισμένος. Γιατί εγώ δεν κατέω να γράφω. Μα κι αν έγραφα ή αν τα πω, ποιος θα μ’ ακούσει εμένα, ένα βοσκό! Εσένα μπορεί να σ’ ακούσουνε».
Για να κατανοήσουν οι αναγνώστες τι εννοούσε ο Γιώργης και τι με καλούσε να γράψω, πρώτα δυο λόγια για το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται η συζήτησή μας, αλλά και το κείμενο που ακολουθεί.
Λόγω της ανακατασκευής της κεντρικής οδικής αρτηρίας Ρέθυμνο-Σπήλι έχει κλείσει η αρτηρία αυτή, νότια του χωριού Αρμένοι, και χρησιμοποιείται ως παράκαμψη ο επαρχιακός δρόμος που συνδέει Αρμένους- Φωτεινού, συνεχίζει νότια του Φωτεινού και καταλήγει στην κλειστή κεντρική οδική αρτηρία λίγο πριν την Μπαλέ. Πρόκειται για έναν στενό, αλλά ασφαλτοστρωμένο δρόμο που διασχίζει περιοχές με εξαιρετικό κάλος. Είναι μια πολύ ευχάριστη διαδρομή που την έχουν ανακαλύψει οι τουρίστες και κατά καιρούς την ακολουθούν με τα αυτοκίνητά τους, τις μηχανές ή τα ποδήλατά τους. Αυτοί περνούσαν μέχρι πρόσφατα από τον εν λόγω δρόμο, οι χωριανοί και ενδεχομένως και κάποιοι από τα γειτονικά χωριά.
Η κατάσταση άλλαξε ριζικά από τότε που αυτός ο μικρός επαρχιακός δρόμος μετατράπηκε σε αρτηρία που συνδέει βόρεια και νότια παράλια του νομού, αλλά και το Ρέθυμνο με το νομό Ηρακλείου (Τυμπάκι).
Και δεν είναι τόσο ο συνωστισμός και η ηχορύπανση όσο η μόλυνση του περιβάλλοντος. Μπορεί, όταν περνούν οι Νταλίκες και οι μπετονιέρες από τη δύσκολη στροφή μέσα στο χωριό να σείονται τα γειτονικά σπίτια συθέμελα, αλλά αυτό κάποια στιγμή θα σταματήσει. Μπορεί, επίσης, ο Γιώργης κι ο γιος να αναγκάστηκαν να αγοράσουν πλέγματα και να κατασκεύασαν διπλά και κατά μήκος του ασφαλτόδρομου ξεχωριστό δρόμο για τα πρόβατα τους (πεζοδρόμιο θα μπορούσε να ονομαστεί σκωπτικά), αλλά και αυτό θα διορθωθεί όταν ο δρόμος ανακτήσει την αρχική του λειτουργία.
Αυτό που θα μείνει για πολύ είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος. Τα σκουπίδια θα μένουν για χρόνια δεξιά και αριστερά του δρόμου, μέχρι να παρασυρθούν από τις βροχές, να καταλήξουν στον Κουρταλιώτη ποταμό και μέσω αυτού στο Κρητικό Πέλαγος.
Και αυτό ακριβώς εννοεί ο Γιώργης. Είχαν συνηθίσει τόσο αυτός όσο και οι λοιποί χωριανοί να βλέπουν δεξιά και αριστερά του δρόμου δέντρα, θάμνους χαμολούλουδα. Και τώρα βλέπουν σκουπίδια, κι αυτό τους ενοχλεί.
Ακουμπισμένος με το ένα χέρι στην κατσούνα του και δείχνοντας με το άλλο στο χαντάκι μου λέει:
«Μα ξάνοιξε μρε χάλια! Ό,τι θέλεις βρίχνεις: τσιγαρόκουτες, κυπελάκια του καφέ, πλαστικά μπουκάλια, σακούλες, μωροπάνες. Ό,τι κι αν πεις θα το βρεις!».
Και πράματι έτσι είναι. Γιατί εξάλλου η μάνα που άλλαξε το μωρό στο αυτοκίνητο να κρατήσει την πάνα μέσα, για να μυρίζει; Πιο εύκολη λύση είναι να κατεβάσει το τζάμι και να την πετάξει έξω. «Εδώ χωράφια είναι, δεν μας βλέπει κανείς και δεν ενοχλούν κανένα», υποθέτω πως σκέφτονται όλοι όσοι πετούν τα σκουπίδια τους στους δρόμους.
«Μέχρι και σερβιέτες θα βρεις!», συνέχισε ο Γιώργης.
Βέβαια, αυτός χρησιμοποίησε άλλη λέξη για τις σερβιέτες, αλλά εγώ από σεβασμό στους αναγνώστες δεν την γράφω.
«Μα ήντα γυναίκα μρε είναι κείνηνα που πετά τα ………… τσοι δρόμους;», διερωτήθηκε με νόημα.
Η ευθύτητα του Γιώργη, η ειλικρινής και συγχρόνως σοκαριστική αμεσότητά του με συγκίνησαν και με ανάγκασαν όχι μόνο να γράψω, αλλά και να αναστοχαστώ πάνω στη σχέση των αγροτών, των κτηνοτροφών και γενικά των ανθρώπων της υπαίθρου με το φυσικό τους περιβάλλον και για να προβληματιστώ γύρω από τη δική τους αισθητική.
Ο επαγγελματίας κτηνοτρόφος και γεωργός Γιώργης και όλοι οι Γιώργηδες πριν απ’ αυτόν και οι σύγχρονοι Γιώργηδες που ζουν στη φύση και ζουν από τη φύση συνήθως έχουν μια συμβιωτική σχέση μαζί της.
Κόβουν το δρυ που είναι στη μέση του καλλιεργήσιμου χωραφιού ή μέσα στις ελιές και τις επισκιάζει για τα καυσόξυλα του χειμώνα. Δεν πειράζουν, όμως, τα άλλα δέντρα γιατί θα τα χρειασθούν οι ίδιοι ή τα παιδιά τους σε επόμενη φάση. Αφήνουν ένα χωράφι ακαλλιέργητο για ένα-δυο χρόνια για να «ξεκουραστεί» και να τους αποδώσει τον επόμενο χρόνο. Ξέρουν σε ποιο χωράφι θα σπείρουν τα όσπρια, πότε θα κάνουν το πρώτο όργωμα και πότε τις καλλουργιές για να φυτέψουν το άνυδρο μποστάνι. Ποια χορτολιβαδική έκταση θα κάψουν για να βγουν χόρτα την επόμενη χρονιά και ποια θα προστατέψουν για να υπάρχει ισορροπία στη βόσκηση. Αποφεύγουν την υπερβόσκηση γιατί διαφορετικά την επομένη χρόνια θα έχει πρόβλημα επιβίωσης το κοπάδι τους κ.λπ.. Κοντολογίς, υπάρχει μια συσσωρευμένη εμπειρία και μια κατασταλαγμένη σοφία και εν γένει μια ορθολογική «οικονομία» στη συμβιωτική σχέση του αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού με το φυσικό του περιβάλλον.
Στο πλαίσιο αυτής της σχέσης οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν πειράζουν ό,τι δεν τους πειράζει. Αυτός φαίνεται να είναι ο κανόνας που διασφαλίζει μια ισορροπία στη σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Η παραβίαση αυτού του κανόνα αποτελεί ύβρη και προκαλεί την αισθητική τους.
Σε αυτή τη φιλοσοφία εντάσσεται και το ακόλουθο επεισόδιο στην ίδια ακριβώς περιοχή.
– «Είδες το πλατανάρι απέναντι από την είσοδο του χωραφιού σου;», με ρώτησε ο Λευτέρης- «βοσκός» κι αυτός.
– Ναι το είδα και στεναχωρήθηκα, του απάντησα.
– «Ένα όμορφο δεντράκι! Ήντα τονέ πείραζενε μρε και το κατάστρεψε; Αφού ήτανε όξω από το δρόμο!».
Ο χειριστής του μηχανήματος είχε πάρει εντολή να αποψιλώσει τις άκρες του δρόμου. Έβαλε, λοιπόν, σε ενέργεια τον καταστροφέα και ό,τι έφτανε το κατέστρεφε. Έτσι, έπεσε θύμα και το τροφαντό πλατανάκι που θαύμαζε ο Λευτέρης κάθε φορά που περνούσε από εκεί τα πρόβατα. Αυτή η καταστροφική πράξη προκάλεσε την αισθητική του «βοσκού».
Το πλατανάκι άρχισε, ωστόσο, να ξαναμεγαλώνει. Όμως, προστέθηκε στο χαντάκι δίπλα του άλλη ασχήμια- μια ξενόφερτη ασχήμια. Και αυτή ενοχλεί τους κατοίκους του χωριού.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να εξωραΐσω και να ωραιοποιήσω τη σχέση των χωριανών μου με το φυσικό τους περιβάλλον. Εξάλλου, οι ίδιοι είναι που μέχρι πριν λίγα χρόνια έριχναν τα απόβλητα στο ρυάκι που διασχίζει το χωριό, για να καταλήξουν στην παραλία του Πετρέ. Ευτυχώς, η τότε, και σημερινή, δημοτική διοίκηση κατασκεύασε το αποχετευτικό σύστημα και έλυσε το πρόβλημα.
Ελπίζω και εύχομαι η δημοτική και περιφερειακή διοίκηση να φροντίσουν και για τον δρόμο Αρμένοι-Φωτεινού-Μπαλέ. Όχι μόνο για την αποκατάσταση των ζημιών που έχει υποστεί, αλλά και για μια στοιχειώδη περισυλλογή των σκουπιδιών κατά μήκος αυτού. Γιατί αυτό εννοούσε ο Γιώργης όταν μου έλεγε: «Μπορεί εσένα να σ’ ακούσουνε».