Από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, χάθηκαν στη χώρα μας περισσότερες από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας.
Συγκεκριμένα μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2009 και του αντίστοιχου πρώτου τριμήνου του 2014, χάθηκαν 1.061.900 θέσεις εργασίας, το ίδιο δε διάστημα οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 865,6 χιλιάδες, φτάνοντας τα 1.342.300 άτομα.
Η κρίση έπληξε όλες ανεξαιρέτως τις ομάδες εργαζομένων, ακόμη και τους άνδρες εργαζομένους επικεφαλής νοικοκυριών, αλλά με ιδιαίτερη σφοδρότητα τους νέους, τις γυναίκες και τους εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας.
Ειδικότερα το ποσοστό ανεργίας των νέων 15 έως 24 ετών, ανήλθε μεσοσταθμικά το 2013 στο 58,3%, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι η ανεργία των νέων ήταν στην Ελλάδα πάντοτε συστηματικά υψηλότερη του ενήλικου πληθυσμού, υποδηλώνοντας βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα που προϋπήρχαν της κρίσης.
Απασχόληση – Ανεργία
Η ανεργία στην Ελλάδα έως και το 2008 ήταν σχετικά χαμηλή και έφτανε σε ποσοστό 7,6% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Κατά το 2009 η ανεργία στη χώρα αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης που έπληξε και τη χώρα μας και ανήλθε σε 9,5%, ενώ για το 2010 αυξήθηκε περαιτέρω στο 12,5%, ως συνέπεια της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε εξαιτίας της κρίσης χρέους. Κατά το έτος 2011 το ποσοστό ανεργίας, ως επακόλουθο της γενικότερης κρίσης της ελληνικής οικονομίας και των μέτρων που έχουν ληφθεί για τη δημοσιονομική εξυγίανση, έφτασε το 17,7%, ενώ κατά το 2012 ξεπέρασε το 24% και κατά το 2013 έφτασε το 27,3%. Ιδιαίτερα η ανεργία των νέων, που ξεπερνά το 50%, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που επέφερε η οικονομική κρίση στη χώρα.
Στο 26,6% διαμορφώθηκε η ανεργία στο τρίμηνο Απριλίου – Ιουνίου 2014, έναντι 27,8% στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2014 σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε την Πέμπτη η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2014 ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.539.085 άτομα και των ανέργων σε 1.280.101.
Προφανώς η ανεργία οφείλεται στη μεγάλη μείωση της παραγωγής, εφ’ όσον η ύφεση έχει φθάσει συσσωρευτικά στο περίπου 25% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια. Στην περίοδο πριν από την κρίση, ένα μεγάλο μέρος της ανεργίας στη χώρα μας μπορούσε να αποδοθεί στη διαφορά κατεύθυνσης της εκπαίδευσης σε σχέση με την κατεύθυνση της παραγωγής (περισσότερο επιστημονική-θεωρητική παρά τεχνολογική-επαγγελματική εκπαίδευση, όταν η ελληνική οικονομία είχε ανάγκη από το ακριβώς αντίθετο). Σήμερα αυτή η αιτία γίνεται δευτερεύουσα σε σχέση με τη μεγάλη συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας.
Αν η διαπίστωση αυτή είναι σωστή, τότε χρειάζεται προφανώς αύξηση της παραγωγής μέσω αύξησης των επενδύσεων στον ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο τομέα. Χρειάζεται επίσης αναπροσανατολισμός, είτε της κατεύθυνσης της οικονομίας, ώστε να χρειάζεται περισσότερο την επιστημονική-θεωρητική γνώση του εργατικού δυναμικού, είτε αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης, ώστε να προσφέρει περισσότερο τεχνολογική-επαγγελματική γνώση στο εργατικό δυναμικό, είτε προφανώς και τα δύο, ώστε να υπάρξει σύγκλιση. Η κατάρτιση και η διά βίου εκπαίδευση έχουν πολύ μεγάλη σημασία για το σκοπό αυτό.
Ο τρόπος αντιμετώπισης της ανεργίας που ακολούθησε η κυβέρνηση όλο αυτό το διάστημα της κρίσης, είναι κυρίως η μείωση της αμοιβής της εργασίας με στόχο την αλλαγή του συνδυασμού των παραγωγικών συντελεστών με υποκατάσταση του σχετικά ακριβού κεφαλαίου από φθηνή εργασία. Ο τρόπος αυτός μείωσης της ανεργίας που σήμερα επιβάλλεται από τους δανειστές μας (τρόικα) είναι από κάθε άποψη καταστροφικός, γιατί καταδικάζει την ελληνική οικονομία σε τεχνολογική υπανάπτυξη και τους εργαζομένους σε διαρκή φτώχεια λόγω της μείωσης της αμοιβής της εργασίας. Ο τρόπος αυτός είναι επιπλέον και ατελέσφορος, γιατί τα όρια της μείωσης της αμοιβής της εργασίας σε σχέση με το υψηλό κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα είναι προφανή σε σχέση με άλλες γειτονικές χώρες, όπου το κόστος διαβίωσης είναι πολύ χαμηλότερο.
Για τον λόγο αυτό ο τρόπος μείωσης της ανεργίας, μέσω της μείωσης της αμοιβής της, πρέπει να αποκρουσθεί όχι ρητορικά, αλλά με εφαρμογή μιας πολιτικής που θα δημιουργεί συνθήκες αύξησης της παραγωγής μέσω νέων επενδύσεων σε τεχνολογικά προηγμένους κλάδους, οι οποίοι απαιτούν εξειδικευμένη επιστημονική γνώση. Με τον τρόπο αυτό, και όχι με τη μείωση της αμοιβής της εργασίας, μπορεί να μειωθεί το κόστος ανά μονάδα παραγωγής και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές.
Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για να μην καταδικασθεί η χώρα μας σε μόνιμη τεχνολογική υπανάπτυξη και σε συνεχή μείωση των αμοιβών της εργασίας, δηλαδή σε μόνιμη φτώχεια του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων πολιτών.
Η πολιτική του υπουργείου Εργασίας πρέπει να στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες και συγκεκριμένα τη συνεπή εφαρμογή ενός αναπτυξιακού σχεδίου της χώρας και την άμεση στήριξη των ανέργων και ιδιαίτερα των μακροχρόνια ανέργων. Η στήριξη αυτή πρέπει να εκφράζεται, με στοχευμένες δράσεις απασχόλησης και ενίσχυσης προσόντων, προκειμένου να αποφευχθεί η απαξίωση των δεξιοτήτων τους και να επιτευχθεί η ταχύτερη δυνατή επανένταξή τους στην αγορά εργασίας.
* Ο Σταύρος Βουρβαχάκης είναι οικονομολόγος – δημοτικός σύμβουλος Δήμου Ρεθύμνης