Ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Λυκούργος έζησε μεταξύ του 390 και του 324 π.Χ. στην Αθήνα. Σε έναν από τους Λόγους του («Κατά Λεωκράτους»), ζήτησε από το δικαστήριο την καταδίκη του Λεωκράτη, καθώς εκείνος, λίγο πριν τη μάχη στη Χαιρώνεια, εγκατέλειψε την Αθήνα και κατέφυγε στη Ρόδο. Πέραν αυτού ο Λυκούργος προσάπτει στον Λεωκράτη και άλλες κατηγορίες όπως της παραπλάνησης με ψευδή στοιχεία των άλλων Ελλήνων, τους οποίους συναναστράφηκε τα 8 έτη που έλειπε από την Αθήνα. Ο Λυκούργος εμμένει έντονα στο κατηγορητήριό του στο γεγονός ότι η πράξη της φυγής του Λεωκράτους αντίκειται τόσο στην Νομοθεσία της Πόλης, όσο και στα ήθη και έθιμα της αθηναϊκής οικογένειας και τις προσταγές των ολύμπιων θεοτήτων, όπως αυτά είχαν παραληφθεί από τους προγόνους τους.
Διαβάζοντας το κείμενο κανείς σήμερα δεν μπορεί να αποφύγει τον πειρασμό να μπει σε σύγκριση με τα όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια. Από τα πρώτα θέματα της επικαιρότητας την τελευταία πενταετία, είναι τα χρήματα που πλούσιοι Έλληνες «έβγαλαν» στο εξωτερικό, καθώς και η φυγή στο εξωτερικό δεκάδων χιλιάδων συμπολιτών μας, οι περισσότεροι εκ των οποίων υψηλού μορφωτικού επιπέδου, προκειμένου να επιβιώσουν και να διασφαλίσουν τις προϋποθέσεις δημιουργίας οικογένειας.
Χωρίς να θέλουμε να εξισώσουμε τις δύο κατηγορίες περιπτώσεων, αλλά ούτε και να καταδικάσουμε τη μία εξ αυτών και να αφήσουμε «αλώβητη» την άλλη, αναλογιζόμαστε πόσο κακό προκαλεί αυτή η φυγή, κεφαλαίων και έμψυχου υλικού, από την ελληνική οικονομία και κοινωνία και πόσο εν τέλει υποθηκεύει συνολικά την ανασύνταξη της χώρας.
Ο Λεωκράτης με ισοψηφία επέτυχε οριακά να πείσει τους Αθηναίους πολίτες – δικαστές για την αθωότητά του, οκτώ χρόνια μετά τη φυγή του και ενώ προφανώς τα πάθη των σχετικών γεγονότων είχαν καταλαγιάσει. Ας είναι… Όμως η αξία του Λόγου του Λυκούργου μένει αιώνια παρούσα και λαμπερή. Δε μπορεί κανείς για το προσωπικό του όφελος και μόνον, και ειδικότερα αν αυτό αναφέρεται σε υλικά αγαθά και πλούτη, να μην υπολογίζει τους θεσμούς της συντεταγμένης Πολιτείας, να καταπατά προαιώνιους και πατρογονικούς όρκους, να αμελεί τους θεούς ή να τους θυμάται μόνο όταν τον βολεύει. Δε μπορεί λίγο πριν την κρίσιμη μάχη να νοιάζεται μονάχα για το προσωπικό του συμφέρον.
Οι Αθηναίοι λίγο πριν τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ναι, αποχώρησαν από την Αθήνα την οποία άφησαν έρμαιο στα χέρια των Περσών εισβολέων. Αλλά το έκαναν γιατί είχαν σχέδιο, το οποίο αμέσως μετά υλοποίησαν στην εντέλεια στη θάλασσα, κατατροπώνοντας των περσικό στρατό και αναγκάζοντας τον Ξέρξη και όσους δεν φονεύθηκαν να επιστρέψουν ντροπιασμένοι στην Περσία. Μα η πρόσκαιρη υποχώρηση στην επίθεση των Περσών έγινε και για έναν ακόμα πιο βαθύ και ουσιαστικό λόγο. Γιατί οι Αθηναίοι πίστευαν βαθειά πως μια πόλη ταυτίζεται με τον πληθυσμό της και όχι με τα μνημεία και τη γη όσο πολύτιμα κι αν είναι αυτά. Ο λαός είναι το Κράτος, οι Πολίτες είναι το παν για μια πατρίδα. Τα εδάφη απελευθερώνονται από τους κατακτητές και τα μνημεία ξαναστήνονται πιο λαμπρά και μεγάλα αρκεί να υπάρχει ένας ελεύθερος λαός που ζει χωρίς προστάτες και δεσμοφύλακες.
Ποτέ στον ελληνικό κόσμο οι προσωπικές φιλοδοξίες δεν θεωρήθηκαν ανώτερες του κοινού καλού. Ο Κοινοτισμός, αιώνια ριζωμένος στις ελληνικές ψυχές, μας καλεί να τον ξεσκονίσουμε και να τον προβάλλουμε ως το δυνατό χαρτί του ελληνικού κόσμου ενάντια στις λέαινες που αναίσχυντα πάνε ξανά να σηκώσουν το μιαρό τους κεφάλι στον ευρωπαϊκό χώρο. Ας είμαστε σε εγρήγορση, κι ας μην αφήνουμε απροστάτευτη την πατρίδα, ειδικά τώρα που μας χρειάζεται στις επάλξεις, ειδικά τώρα που οι «εφιάλτες» καραδοκούν εντός και εκτός των τειχών.
*Ο Ηλίας Κοπανάκης είναι χημικός μηχανικός Ε.Μ.Π., MSc., Phd