Ήταν Οκτώβριος του 1977 και η χώρα μας ετοιμάζονταν για τις δεύτερες εκλογές της μεταπολίτευσης, στις 20 Νοεμβρίου. Ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο και μαθαίνω ότι θα μιλήσει ο Μίκης στον κινηματογράφο Ευφροσύνη την Κυριακή. Οι μνήμες από τη χούντα ήταν ακόμη φρέσκιες και τα πολιτικά πάθη έντονα! Παρέα με 2-3 άλλους συμμαθητές και συμμαθήτριες, με το αίμα της νιότης που έβραζε μέσα μας και την άγνοια οποιουδήποτε κινδύνου που διακρίνει αυτή την ηλικία, ξεκινάμε για το χώρο ομιλίας του Μίκη, αψηφώντας κάθε προτροπή συγγενών και φίλων να μην παρευρεθούμε, για να μη στιγματιστούμε. Αγωνιούσαμε να δούμε και να ακούσουμε από κοντά το θρύλο της μουσικής και της αντίστασης στη χούντα. Το μοναδικό Μίκη! Είναι η 1η μας επαφή. Αδύνατον να περιγράψω τα συναισθήματα που με κυρίευσαν, δεκαοκτάχρονο παιδί τότε, μαγεμένος από την ομιλία του και σφίγγοντας του το χέρι αργότερα, στο τέλος της ομιλίας του. Βλέπω ότι έχουμε το ίδιο ύψος μου λέει. Αθλητής λοιπόν ε; εύχομαι οι αγώνες σου στον αθλητισμό και στη ζωή να είναι πάντα υψηλές, μου είπε χαριτολογώντας. Αργότερα φοιτητής στην Αθήνα είχα την ευκαιρία να τον ξαναδώ άλλες δυο φορές και να μιλήσουμε, θυμίζοντας του την ομιλία του και την επαφή μας εδώ. Κάθε επαφή μαζί του μοναδική! Κάθε βλέμμα του κάθε κίνηση του, κάθε λέξη του, μοναδικά! Μαγικά! Μοναδικές εμπειρίες ζωής!
Κάθε φορά που πεθαίνει ένα σημαντικό άτομο του πολιτισμού από το θέατρο, τη μουσική, την ποίηση, ανακοινώνεται στα ΜΜΕ ότι έφυγε ο τελευταίος μεγάλος… το ίδιο έγινε και τώρα με τον Μίκη, με τη διαφορά ότι εδώ δεν έφυγε κάποιος μεγάλος έτσι απλά. Ο Μίκης αφήνει ένα τεράστιο κενό πίσω του που είναι αμφίβολο αν και πότε θα μπορέσει να καλυφτεί. Στα 96 του χρόνια πια ο Μίκης Θεοδωράκης, ο δικός μας Μίκης, άφησε τις συναυλίες του στον υλικό μας κόσμο και πήρε το δρόμο για τα αστέρια, εκεί που ανήκε πάντα, για να δίνει συναυλίες πια στον Παράδεισο…
Έχει χυθεί πολύ μελάνι για το Μίκη και θα χυθεί ακόμη περισσότερο στα επόμενα χρόνια. Κατά τη γνώμη μου δεν θα σταματήσει να χύνεται ποτέ! Ήταν τόσο απίστευτα μεγάλο το έργο του, που ότι και να γραφτεί, όσα και να γραφτούν για τον ίδιο και το έργο του, πάλι λίγα θα είναι.
Για να καταλάβει κάποιος για τι ακριβώς έκταση φήμης και αποδοχής άτομο μιλάμε, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ήταν από τους ελάχιστους στον κόσμο που μπορούσε να μιλήσει κατευθείαν με τον Φιντέλ Κάστρο, ενώ στη διάρκεια της φυλάκισής του από τη χούντα, τεράστιες προσωπικότητες παγκόσμιας εμβέλειας απαίτησαν επιτακτικά να ελευθερωθεί, όπως ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ιβ Μοντάν, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς και ο Λόρενς Ολίβιε, κάτι που έγινε τελικά, επιτρέποντας του να φτάσει στο Παρίσι και να αρχίσει τον αγώνα του εναντίον της χούντας.
Ο Μίκης θα ‘λεγε κανείς πως γεννήθηκε με την ευλογία του έλληνα θεού της μουσικής του Απόλλωνα, που ήταν ο θεός του φωτός, της μαντικής, της μουσικής, της ποίησης και των μουσών του. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι απ’ αυτά τα προσόντα που δεν κληρονόμησε ο Μίκης; Έφερε το φως στην ελληνική μουσική. Είχε τις μαντικές ικανότητες να ξεσηκώνει, να μαγνητίζει και να ενώνει τα πλήθη, ανεξάρτητων πολιτικών πεποιθήσεων. Μπολιάστηκε απλόχερα από τη φύση με το «σπέρμα» της συμπαντικής αρμονίας, που τον οδήγησε στην γέννηση μοναδικών μουσικών ακουσμάτων. Είχε απίστευτες μουσικές εμπνεύσεις, που σημάδεψαν όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια μουσική και τέλος είχε την ικανότητα της μοναδικής δικής του έμπνευσης και ερμηνείας των στίχων στην ποίηση. Παντρεύοντας τη μουσική του με τους Έλληνες νομπελίστες ποιητές Σεφέρη και Ελύτη, αλλά και άλλους, Γκάτσο, Αναγνωστάκη, έβαλε την ποίηση και τα πολύπλευρα νοήματα της στο σπίτι και το μυαλό ακόμη και του τελευταίου έλληνα, μιλώντας κατευθείαν στην καρδιά του. Αυτής που στο άκουσμα της μουσικής του στο σπίτι ακόμη και του πιο αγράμματου έλληνα, παλλόταν σε νέους πρωτόγνωρους ρυθμούς, αποτέλεσμα της πολυσύνθετης απλότητας παντρέματος στίχων και μουσικής, που ερμήνευαν μοναδικά και αξεπέραστα κυρίως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Μαρία Φαραντούρη.
Το να αναφερθεί κάποιος στο σύνολο του έργου του, ούτε εύκολο είναι, ούτε απλό. Ο ίδιος είχε πει για το έργο του: «Ολόκληρη η ζωή και το έργο μου μπορούν να ερμηνευτούν και κατανοηθούν μόνο κάτω από το πρίσμα των τριών λέξεων που με γαλούχησαν: Ελλάδα, Πατρίδα, Ελευθερία».
Ο Μίκης έζησε σε μια εποχή στην οποία η βία έπαιζε τον κύριο ρόλο στη διαμόρφωση Λαών, Κοινωνιών και Ανθρώπων. Οι αγώνες του ήταν πάνω απ’ όλα, για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, τη δημοκρατία και την ελευθερία και ήταν σημείο αναφοράς για όλους τους λαούς της γης. Μέσα από τη μουσική και τα τραγούδια του έμαθε, όχι μόνο τον ελληνικό λαό να σκέφτεται ποιητικά, πολιτικά, συλλογικά και να αντιδρά ανάλογα, αλλά και όλους τους καταπιεσμένους στη γη, για έναν καλύτερο κόσμο. Ένα κόσμο που να μπορεί όχι μόνο να ονειρεύεται αλλά και να απαιτεί, να διεκδικεί και να σηκώνει κεφάλι σε κάθε αδικία απέναντι στην ανθρώπινη υπόσταση. Κατάφερε μια ιδεολογία, μια παράταξη που είχε ηττηθεί στρατηγικά στον εμφύλιο, ταπεινωμένη, κυνηγημένη και βασανισμένη στα ξερονήσια, να την κάνει νικήτρια στην καρδιά και τη συνείδηση του λαού, μέσα από τη μοναδικά ασύλληπτης έμπνευσης μουσική του. Είχε τη μοναδική μουσική οξυδέρκεια να παίρνει τις ιδέες, την ιδεολογία μιας παράταξης και να τα κάνει νότες και μέσα από αυτές να μπολιάζει τον ηττημένο, τον αδύναμο, τον αγράμματο, με την απίστευτη μοναδική ψυχική δύναμη που τσακίζει τα πάντα στο πέρασμα της και να τον κάνει αντιστασιακό, αγωνιστή και τελικά νικητή! «Είμαστε δυο, είμαστε τρείς, είμαστε χίλιοι δεκατρείς! Καβάλα πάμε στον καιρό, με τον καιρό, μες τη βροχή… εκδικητής ο λυτρωτής…»
Έβγαλε το παρεξηγημένο μπουζούκι από τα καταγώγια και το έκανε πρώτο όργανο στην ορχήστρα, δημιουργώντας μια απίστευτη μουσική επανάσταση, καταφέρνοντας να μιλήσει και να ακουμπήσει με μοναδικό τρόπο στην καρδιά, όχι μόνο του έλληνα, μα και σε κάθε άνθρωπο του πλανήτη.
Κατηγορήθηκε για τα πολιτικά του σκαμπανεβάσματα και τις πολιτικές δηλώσεις που είχε κάνει κατά καιρούς, μα όπως είπε και κάποιος, «όταν είσαι βουνό, έχεις και ράχες».
Κυνηγημένος και βασανισμένος άγρια από τη χούντα των συνταγματαρχών, φυλακισμένος, βασανισμένος, με απαγόρευση των τραγουδιών του και οτιδήποτε είχε σχέση μ’ αυτόν, τους απάντησε απλά όπως μόνο αυτός ήξερε και μπορούσε. «Τα τραγούδια μου θα ζουν, όταν τα τανκς θα ‘χουν σκουριάσει!».
Η μουσική και τα τραγούδια του δεν είχαν σύνορα, γκρέμισαν κάθε μουσικό και υπαρκτό σύνορο του πλανήτη. Τα τραγούδια του τραγουδήθηκαν από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής. Οι θρυλικοί Beatles τραγούδησαν στα αγγλικά το υπέροχο «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», η Edith Piaf την «Όμορφη Πόλη», η Shirley Bassey «Το Γελαστό Παιδί», η Dalida «To τρένο φεύγει στις 8».
Είχε πει για τους Έλληνες πως: «Αν ήθελα να στείλω ένα μήνυμα στον ελληνικό λαό θα ξαναέλεγα τα λόγια του Διονυσίου Σολωμού (ελαφρώς παραλλαγμένα): «Κλείστε βαθιά στην καρδιά σας την Ελλάδα. Και μονάχα τότε θα ανοίξουν για σας και τα παιδιά σας διάπλατες οι πόρτες για την Πρόοδο και την Ευτυχία του Λαού μας».
Με το θάνατο του Μίκη αναπόφευκτα διάφορες σκέψεις τριγυρίζουν στο μυαλό μου. Δεν είναι ότι έφυγε ακόμη ένας τεράστιος Έλληνας θρύλος του πολιτισμού. Είναι ότι αυτή η μαγιά όλο και λιγοστεύει για τη χώρα μας και εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ ή δεν έχω την ικανότητα να δω τους επόμενους ή τον επόμενο, που θα καλύψει τέτοιου είδους τεράστιο κενό. Βλέποντας μάλιστα το σανό, που σε απίστευτα πλούσιες ποσότητες διοχετεύουν τα ΜΜΕ στις νέες γενιές, οι σκέψεις μου γίνονται απελπιστικά και απογοητευτικά περισσότερες. Εκτός κι αν κάνω μεγάλο λάθος και όπως λέει και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, για άλλο λόγο βέβαια, αλλά κι αυτός τους Έλληνες αφορά, «στο τέλος πάντα μένει και μαγιά!». Ευχή μου και ευχή όλων των Ελλήνων πιστεύω είναι να επαληθευτεί ο Μακρυγιάννης και να υπάρξει επιτέλους αυτή η μαγική πολυπόθητη μαγιά και η Ελλάδα να συνεχίσει να παράγει πολιτισμό σε τέτοια υψηλά επίπεδα.
Τι ήταν άραγε ο Μίκης για όλους εμάς που τον ζήσαμε στη νιότη μας και μεγαλώσαμε με τα τραγούδια του; Το είδα στο διαδίκτυο και κλέβοντας το, το μεταφέρω εδώ. Ήταν για μας, όλα τα σκαλιά που ανεβήκαμε πέντε – πέντε δέκα. Για το στρώμα που στρώσαμε για δυό και ερωτευτήκαμε. Για τις γροθιές που υψώσαμε για να γυρίσει ο ήλιος. Για τις Μυρτιές που μοσχοβόλησαν τα νεανικά μας όνειρα. Για την Ρωμιοσύνη που κλάψαμε. Για όλες τις φορές που είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς. Για όλους αυτούς που δεν κατάλαβαν πως η αγάπη μας ήταν τόσο ωραία με το καθημερνό της φόρεμα. Για την ζωή μας που αρμένισε σαν χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο. Για την μέρα που θα σημάνουν οι καμπάνες. Για αυτό το χώμα που είναι δικό τους και δικό μας. Για την ζωή μας που πήραμε λάθος και αλλάξαμε ζωή. Για την Άνοιξη την ακριβή. Για το πέλαγο που είναι παιδί. Για την αύρα σου που πότισε τα νιάτα μας…
Καλό ταξίδι Μίκη με την ουράνια μουσική σου, στον θεϊκό μουσικό παράδεισο πλέον, εκεί που πραγματικά ανήκεις!