Μέρες τώρα διαβάζω στον τοπικό Τύπο το θέμα που έχει ανακύψει με τον πυρπολητή του Αρκαδίου. Ήμουν μάλιστα αυτήκοος μάρτυρας της ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου στο Σπίτι του Πολιτισμού, όταν ανακηρύχθηκε επίτιμος Δημότης από τον Δήμο Ρεθύμνου. Δεν ήθελα όμως να πάρω θέση επί του συγκεκριμένου θέματος πριν περάσει η εορταστική ημέρα της 8ης Νοεμβρίου και κορυφωθούν οι εκδηλώσεις της 150ετηρίδας από το αρκαδικό ολοκαύτωμα.
Η ενασχόλησή μου με το θέμα του Αρκαδίου, μέσω της συγγραφής του βιβλίου «Αρκάδι 150 χρόνια εορτασμών», μου επιτρέπει, πλέον, να έχω μια σφαιρική άποψη του θέματος, την οποία και θα προσπαθήσω να καταθέσω.
Κατ’ αρχήν, όταν λέμε εθελοθυσία, εννοούμε μια προαποφασισμένη εκούσια πράξη ηρωισμού. Ως εκ τούτου, όλοι αυτοί που βρέθηκαν στην πυριτιδαποθήκη του Αρκαδίου εκείνο το σούρουπο της 9ης Νοεμβρίου 1866, αυτόματα συγκαταλέγονται στο πάνθεον των Ηρώων του ολοκαυτώματος. Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγονται και όσοι βρέθηκαν στη Μονή Αρκαδίου εκείνο το διήμερο του Νοέμβρη του 1866, αφού εκούσια κλείστηκαν στο Μοναστήρι περιμένοντας τον πολυπληθή στρατό του Μουσταφά πασά. Αλλά δεν είναι ήρωας και ο Αδάμ Παπαδάκης, ο ωκύπους μαντατοφόρος, ο οποίος βγήκε από το Αρκάδι με επιστολή προς τον Πάνο Κορωναίο, την παρέδωσε και το ίδιο βράδυ ξαναγύρισε στη Μονή, γνωρίζοντας ότι βοήθεια δεν πρόκειται να έρθει;
Όλα όσα διαδραματίστηκαν στη Μονή και το αρκαδικό δράμα το πληροφορούμαστε κυρίως από δύο μνημειώδεις πηγές: Από τα βιβλία «Το Αρκάδι διά των αιώνων» του Μητροπολίτη Κρήτης Τιμόθεου Βενέρη, που κυκλοφόρησε το 1938 και από το «Το ιερόν και ηρωικόν της Κρήτης Αρκάδι» του Επισκόπου Πέτρας Διονυσίου Μαραγκουδάκη, που είχε διατελέσει και μέλος της Αδελφότητας της Μονής Αρκαδίου, το οποίο γράφτηκε κατά τα έτη 1911-1913 αλλά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1996 και επανεκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες. Αν έλειπαν αυτά τα δύο βιβλία, ελάχιστα θα γνωρίζαμε για το Αρκάδι.
Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα της ανατίναξης της Μονής. Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι έκρηξη στο Μοναστήρι δε έγινε μόνο μία. Έγιναν σίγουρα δύο, μπορεί και τρεις. Όταν οι Τούρκοι έγιναν κυρίαρχοι της κατάστασης και μπήκαν στην αυλή της Μονής, ο Ηγούμενος Γαβριήλ, που πολεμούσε στην ταράτσα του κελιού του με απαράμιλλη ανδρεία, σκοτώθηκε ή κατά μια άλλη εκδοχή αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Τότε, 16 μαχητές από τις Μαργαρίτες, οι οποίοι αποτελούσαν τη σωματοφυλακή του Ηγουμένου, έβαλαν φωτιά σε βαρέλια με μπαρούτι που υπήρχαν κάτω από το κελί του Γαβριήλ και έτσι έχουμε την πρώτη έκρηξη, μικρής έκτασης, αφού το μπαρούτι είχε πάρει υγρασία. Δεν ξέρουμε, βέβαια, ποιος απ’ όλους έβαλε φωτιά στο μπαρούτι, αφού κανείς τους δεν σώθηκε.
Στη συνέχεια, και αφού οι Τούρκοι συνέχιζαν να μπαίνουν και από το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί από αυτή την πρώτη έκρηξη, έχουμε την προαποφασισμένη συγκέντρωση των αμάχων στην οιναποθήκη της Μονής που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Εκεί υπήρχαν 12 βαρέλια πυρίτιδας, καθώς και αρκετό μπαρούτι χυμένο στο πάτωμα.
Από εδώ και πέρα υπάρχει το ιστορικό κενό. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιοι και πόσοι είχαν καταφύγει στην μπαρουταποθήκη. Κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει πόσοι και ποιοι μαχητές με όπλα είχαν καταφύγει εκεί. Κανείς δεν μπορεί να πει ποιος ή ποιοι έβαλαν φωτιά στην πυρίτιδα. Οι στιγμές, μπορεί ο καθένας να φανταστεί, ήταν δραματικές. Σίγουρα, οι έγκλειστοι στην πυριτιδαποθήκη είχαν προαποφασίσει το τέλος τους. Ποιος όμως ήταν ο λυτρωτής τους; Εκπυρσοκρότησε αμέσως η πιστόλα; Είχαμε κάποια στιγμιαία ολιγωρία; Ανεφλέγη αμέσως όλο το μπαρούτι ή χρειάστηκε και δεύτερος πυροβολισμός; Όλα αυτά είναι αναπάντητα ερωτήματα, που δυστυχώς θα συνεχίζουν να παραμένουν αναπάντητα, αφού κανείς, ουσιαστικά, δεν διεσώθη από εκείνο το ιερό θυσιαστήριο για να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει οτιδήποτε.
Οι ιστορικοί αναμφίβολα έχουν τη δική τους οπτική γωνία στα γεγονότα. Δεν αρκούνται μόνο στην καταγραφή τους. Γράφουν, και ορθώς το κάνουν, και τη δική τους άποψη, η οποία προέρχεται από ιστορικά τεκμήρια. Και πάντα βέβαια, η ιστορία και οι ιστορικοί δημιουργούν ήρωες. Είναι κι αυτό ένα κομμάτι της ιστοριογραφίας.
Στην προκειμένη περίπτωση η πιστόλα που έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του Αρκαδίου «άλλαξε πολλά χέρια». Είναι σκόπιμο εδώ να αναφέρουμε τη σύγχυση που δημιουργήθηκε τις πρώτες ημέρες μετά το ολοκαύτωμα για το τι πραγματικά έγινε. Οι ειδήσεις δεν ταξίδευαν με τη σημερινή ταχύτητα και ακρίβεια. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της εφημερίδας «Αλήθεια» των Αθηνών που στο φύλλο της 14 Νοεμβρίου 1866, αναφερόμενη στο Αρκάδι, γράφει ότι «…ο Πάνος Κορωναίος εκέρδισε λαμπράν κατά του Μουσταφά πασά νίκην!»
Στο πρώτο πανελλαδικά μνημόσυνο που έγινε για τους ολοκαυτωθέντες ήρωες του Αρκαδίου, στις 4 Δεκεμβρίου 1866, στο Ναύπλιο, ο ιεροκήρυκας Ιωσήφ Μαύρος που εκφώνησε τον πανηγυρικό, αναφέρει το γεγονός της ανατίναξης, χωρίς όμως να κατονομάζει κάποιον ως πυρπολητή.
Στο πρώτο μνημόσυνο που έγινε στο τουρκοκρατούμενο Ρέθυμνο το 1884, ο ιατρός Κωνσταντίνος Πετυχάκης που εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας, κατονομάζει τον Ηγούμενο Γαβριήλ ως πυρπολητή του Αρκαδίου. Μια τέτοια αναφορά σίγουρα είχε πολλούς συμβολισμούς και «βόλευε» συναισθηματικά και πολιτικά. Μην ξεχνάμε ότι η Κρήτη πάλευε για την πολυπόθητη Ένωση και ένας Ηγούμενος που ανατινάζει το μοναστήρι του για να μην πέσει στα χέρια των αλλόθρησκων θα δημιουργούσε αίσθηση στη χριστιανική Ευρώπη και θα διευκόλυνε τους σκοπούς των Κρητών.
Το επόμενο έτος, το 1885, εκφωνεί τον Πανηγυρικό στο Ρέθυμνο ο σπουδαίος Φιλόλογος Εμμ. Γενεράλις. Εκεί, για πρώτη φορά έχουμε την αναφορά του Κωστή Γιαμπουδάη ως πυρπολητή. Αναφέρει χαρακτηριστικά στον λόγο του ο Εμμ. Γενεράλις: «Και ιδού προσέρχεται ο Αδελιανός Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης κρατών πιστόλαν και ατρόμητος ερωτά τα γυναικόπαιδα αν η δουλεία και η ατίμωσις είναι προτιμότεραι του θανάτου… και εις την απόκρισιν φωτιά! εκπυρσοκροτεί το πυροβόλον του…».
Την ίδια περίοδο ο ‘πατέρας’ της Κρητικής Λαογραφίας Παύλος Βλαστός, που έζησε εκείνη την περίοδο, συγγράφει στιχούργημα που διασώζεται στο αρχείο του:
Ο Γαβρήλ Ηγούμενος Πρωτεύων αντετάχθη
Και προϊδών τον όλεθρον Ω!, ηυτοχειριάσθη
κι ο εκ χωρίου Άδελε ο ήρως Κωνσταντίνος
ο Γιαμπουδάκης τολμηρός ο χριστιανός εκείνος
ρίπτει φωτιά σαν αστραπή στην παρουταποθήκην…
Το 1930 έχει παγιωθεί η αίσθηση ότι ο Γιαμπουδάκης είναι ο πυρπολητής του Αρκαδίου και κατά την επίσκεψη του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Αρκάδι για να τιμήσει τους ήρωες, φτάνοντας στο Άδελε, στο σπίτι του Γιαμπουδάκη, «έγινε ολιγόστιγμος σταθμός των επισήμων διά να χαιρετήσουν την μνήμη του ήρωος». Από τότε και για τα επόμενα χρόνια έως σήμερα, το σπίτι του Γιαμπουδάκη αρχικά και μετά το 1966 η προτομή του στην πλατεία του Άδελε αποτελεί σημείο κατάθεσης στεφάνων τιμής.
Τέλος, τα μνημειώδη βιβλία που προανέφερα, του Τιμόθεου Βενέρη και του Διονύσιου Μαραγκουδάκη αναφέρουν τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη ως πυρπολητή του Αρκαδίου.
Έγραψα όλα τα παραπάνω για να καταλήξω στην ιστορική συνείδηση όπως την χαρακτηρίζει ο μεγάλος ιστορικός Φ.Κ. Βώρος. Πράγματι, κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να πει ποιος ήταν ο πυρπολητής του Αρκαδίου. Ούτε μπορεί να υπάρξουν σοβαρά ιστορικά επιστημονικά τεκμήρια για την απόδειξη της ταυτότητας του πυρπολητή του Αρκαδίου.
Αυτό όμως που αναμφίβολα υπάρχει και έχει πλέον παγιωθεί είναι η «ιστορική συνείδηση». Μετά από 150 χρόνια από το γεγονός, στην πλειονότητα των Ρεθεμνιωτών και όχι μόνο, υπάρχει η βεβαιότητα ότι πυρπολητής του Αρκαδίου ήταν ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης. Και αυτό, καλώς ή κακώς, δεν μπορεί πλέον να αλλάξει γιατί δεν μπορούν πλέον να βρεθούν αδιάσειστα ιστορικά τεκμήρια για το αντίθετο. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν διεσώθη κανείς από την πυριτιδαποθήκη για να μαρτυρήσει τι συνέβη εκείνα τα κρίσιμα και δραματικά δευτερόλεπτα.
Ας κρατήσουμε λοιπόν το γεγονός της αρκαδικής εθελοθυσίας ως φάρο μέσα στην ψυχή μας, χωρίς να μπαίνουμε σε ατέρμονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που δεν πρόκειται να οδηγήσουν πουθενά. Το Αρκάδι είναι ΕΝΑ και δεν μοιράζεται, δεν διχοτομείται! Ανήκει σε όλους!
*O Νίκος Δερεδάκης, είναι δάσκαλος-ιστορικός ερευνητής