Η είδηση ότι η εισβολή της Ρωσίας στη Ουκρανία επεκτείνεται και προς τα δυτικά και ότι βομβαρδίστηκε στρατιωτική βάση κοντά στο Λβιβ ανακάλεσε στη μνήμη μου την Ειρήνη, την Ελληνίδα δασκάλα από το Λβιβ, καθώς και τις άλλες δασκάλες από τη Ρωσία, τη Γεωργία, την Αρμενία, το Ουζμπεκιστάν και τη Μολδαβία, οι οποίες παρακολούθησαν ένα πρόγραμμα μετεκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κατά το εαρινό εξάμηνο 2003.
Για να τιμήσω τις δοκιμαζόμενες Ελληνίδες δασκάλες της Ουκρανίας, αλλά και εκείνες των λοιπών χωρών, οι οποίες εκτιμώ ότι θα αγωνιούν αυτή την εποχή και θα ζουν με το φόβο ενός νέου ξεριζωμού, επέλεξα από τα γραπτά μου κάποια στοιχεία, από τα όποια αναδύεται το ιστορικό τραύμα που κουβαλούν οι δασκάλες και εν γένει οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί αυτών των χωρών.
Θυμούμαι, αυτές τις μέρες του πολέμου, την Irina και τα όσα μας είπε για την οικογενειακή της ιστορία. Πώς έφυγαν οι πρόγονοί της το 1813 από τον Πόντο κυνηγημένοι από τους Νεότουρκους για να εγκατασταθούν στη Γεωργία· και γιατί από εκεί το 1990 κάποια μέλη της οικογένειας μετακινήθηκαν στη Σταυρούπολη της Ρωσίας και άλλα στην Ελλάδα, ενώ τα ανήμπορα παρέμειναν στο χωριό τους στη Γεωργία.
Θυμούμαι τη Δήμητρα από την Τασκένδη, η οποία ανήκε σε άλλη κατηγορία Ελλήνων. Ο δικός της καημός της, ήταν ότι δεν μπορούσε να αποδείξει την ελληνική της καταγωγή, παρόλο που και οι δύο παππούδες της ήταν Έλληνες, οι οποίοι με τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου κατέληξαν στην Τασκένδη ως πολιτικοί πρόσφυγες.
Θυμούμαι τη Νέλλη, από την Αρμενία, που την πήραν όταν ήτανε μωρό και την πήγαν σε ένα άλλο χωριό, μακριά από το δικό τους, για να τη βαφτίσουν στα κρυφά χριστιανή, αλλά και τις ορθόδοξες θρησκευόμενες Ιωάννα και Λαντζέντα από τη Ρωσία.
Και φυσικά θυμούμαι τη συναισθηματική και ευαίσθητη Ειρήνη από το Λβιβ της Ουκρανίας. Και η δική της οικογένεια είχε περάσει από πολλές «Συμπληγάδες». Ξεκίνησε κυνηγημένη από την Κερασούντα και κατέληξε στο Λβιβ, μέσω του Σότσι και της εξορίας στις άγονες στέπες του Καζακστάν. Σκέφτομαι πως η Ειρήνη και η γενιά της θα βιώσουν έναν νέο ξεριζωμό και στις παλιές τραυματικές εμπειρίες θα προστεθούν καινούργιες.
Οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί περί τη Μαύρη Θάλασσα, την Αζοφική και την Υπερκαυκασία είναι σε μεγάλο βαθμό Πόντιοι που κατέφυγαν σε αυτές τις περιοχές κυνηγημένοι και ξεριζωμένοι από τους Νεότουρκους, στις αρχές του 20 αιώνα. Υπάρχουν όμως και πληθυσμοί η ιστορία των οποίων χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί στη Μαριούπολη και στη γύρω περιοχή, οι οποίοι αυτές τις μέρες δοκιμάζονται σκληρά, μετακινήθηκαν από την Κριμαία όπου ζούσαν επί χιλιετίες – η Βικτωρία, δασκάλα από την Κριμαία, ήταν ιδιαίτερα υπερήφανη για την ιστορία των Ελλήνων της Κριμαίας.
Συγκεκριμένα, μετακινήθηκαν το 1768, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, και δημιούργησαν τα ελληνικά χωριά περί τη Μαριούπολη (στη βιβλιογραφία γίνεται λόγος για 34 χωριά). Η μετακίνησή τους δεν ανάγεται μόνο στην καταπιεστική πολιτική των Οθωμανών και στις συγκρούσεις τους με τους ταταρόφωνους πληθυσμούς της Κριμαίας, αλλά και στα προνόμια που τους παραχώρησε η Αικατερίνη η Μεγάλη, η οποία ήθελε να τους χρησιμοποιεί ως ακρίτες στην Αζοφική.
Οι πληθυσμοί αυτοί ομιλούν στην πλειοψηφία τους τη λεγόμενη μαριουπολίτικη διάλεκτο. Όμως, αρκετοί από αυτούς είχαν χάσει τη μητρική τους γλώσσα ήδη πριν τη μετακίνηση από την Κριμαία στην Αζοφική και είναι ταταρόφωνοι, όπως είναι τουρκόφωνοι οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί των χωριών της Τσάλκας στη Γεωργία.
Αποκομμένοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το μητροπολιτικό κέντρο, την Ελλάδα, και καταπιεσμένοι ιδιαίτερα κατά τη Σταλινική περίοδο, διατήρησαν σ’ ένα βαθμό τη γλώσσα τους και, προπάντων, την πίστη στην ελληνική καταγωγή τους και ανέπτυξαν τη δική τους πολιτισμική ταυτότητα και ελληνικότητα. Μια ελληνικότητα περισσότερο συμβολική πάρα πραγματολογική, αλλά που αντέχει στον χρόνο, γιατί δομήθηκε σε αντιπαράθεση με άλλες εθνοπολιτισμικές ταυτότητες και προπάντων κάτω από καταπιεστικές συνθήκες.
Οι ιστορία των Ελλήνων του Πόντου και των Δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είναι μια ιστορία καταπιέσεων και βίαιων μετακινήσεων. Θα περίμενε κανείς ότι μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου θα επερχόταν ηρεμία. Όμως, φαίνεται να συμβαίνει το αντίθετο. Την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα εγκατέλειψαν οι Έλληνες της Γεωργίας τα σπίτια και τις περιουσίες τους αναζητώντας προστασία στην Ελλάδα. Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα σειρά παίρνουν οι Έλληνες της Μαριούπολης και των ελληνικών χωριών γύρω από αυτή.
Ο Ελληνισμός της ιστορικής διασποράς περί τη Μαύρη Θάλασσα συρρικνώνεται.