«Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, την πίστιν τετήρηκα, τον δρόμον τετέλεκα» (β’ τιμ. δ’ 7)
Ο Γέροντας Νικόλαος Κουμεντάκης γεννήθηκε στο χωριό Σπήλι της επαρχίας Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνου, στις 15 Μαρτίου 1921. Ήταν υιός ενός εξίσου αγαθού και αγαπητού ιερέως του παπά Χαράλαμπου Κουμεντάκη (1862-1940) και της Ευαγγελίας Σκουλούδη, καθώς και αδελφός του περίφημου πρωτοχορευτή της Κρήτης Σταμάτη (Παπαδακη).
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοτικό σχολείο Σπηλίου, ενώ από μικρός αγαπούσε τις αθλοπαιδιές και διακρίθηκε στο στίβο και την κολύμβηση.
Έχοντας ως παράδειγμα τους ευσεβείς γονείς του, απέκτησε θείο ζήλο και αγάπη για τον Χριστό, ενώ εμπνεύστηκε από τον πνευματικό Γέροντα της ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος (Κουμπέ) Ρεθύμνου γέροντα Νέστωρα Βασσάλο με τον οποίο συνδέθηκε.
Φοίτησε στην παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και ενώ διορίστηκε δάσκαλος στο διπλανό χωριό από το Σπήλι την Μουρνέ, δεν εκτέλεσε τα καθήκοντά του. Ο ίδιος υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία και έπαιξε σπουδαίο αντιστασιακό ρόλο κατά των Γερμανών, όπου αφού σώθηκε από ένα περιστατικό, υποσχέθηκε στην Παναγία ότι θα ιερωθεί.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του συνδέθηκε με τον π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Αιγίνης Ιερόθεο Τσαντίλη, τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Δημήτριο, τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο Γιαννουλάτο, τον Μητροπολίτη Πισιδείας Σωτήριο, τους ιεραποστόλους Χαρίτωνα Πνευματικάκη και π. Παπασαραντόπουλου ενώ υπήρξε πνευματικός του ο Μητροπολίτης Χίου Χρυσόστομος Γιαλούρης.
Εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη από τον ονομαστό Καθηγούμενο π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ενώ διάκονος και ιερέας από τον Μητροπ. Δημητριαδος Ηλία Τσακογιάννη. Υπηρέτησε στον Ι. Ναο Αγ. Γεωργίου Καρύκη, Αγ. Νικολάου Κουκακίου, στην Παναγία Ελευθερώτρια Κοκκιναρά.
Το 1971 διορίστηκε στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου στο Μάτι Αττικής. Με πολύ προσευχή, πίστη, αγάπη, δάκρυα, υπομονή, οικονομίες κατάφερε να θεμελιώσει έναν περικαλλή ναό, κόσμημα για την περιοχή της Αττικής. Ο ναός χάριν του πατρός Νικολάου έγινε πόλος έλξης πνευματικός για πολυάριθμους ανθρώπους που έσπευδαν να εξομολογηθούν κάτω από το πετραχήλι του.
Στο υπόγειο του Ναού δημιούργησε παρεκκλήσιο στο όνομα του Αγίου Πνεύματος και τούτο γιατί εκτός της θεολογικής του αγάπης, είχε αδυναμία στο χωριό του το Σπήλι όπου εορταζόταν ένα ξωκκλήσι, εις ανάμνηση της μεγάλης πανήγυρης της περιοχής του. Εξ αυτού του λόγου κάθε χρόνο οι απόδημοι Σπηλιανοί της Αθήνας οι του συλλόγου Κεφαλόβρυση εόρταζαν το Άγιο Πνεύμα κοντά του αισθανόμενοι ότι ήσαν στο Σπήλι με τον παπά Νικόλα, προσφέροντας αρτοκλασία αλλά και κρητικά εδέσματα.
Ο δε ιστορικός σύλλογος των αποδήμων Ρεθυμνίων της Αττικής «Το Αρκάδι» κάθε χρόνο επισκεπτόταν τον παπα-Νικόλα ώστε να ακούσει από τα χείλη του, τους χαιρετισμούς της Παναγίας.
Ο παπα-Νικόλας ήταν για εμάς τους αποδήμους Ρεθεμνιώτες και δη τους Σπηλιανούς μία όαση. Πολλοί έσπευδαν να τον συναντήσουν, να πάρουν την ευχή του, να εξομολογηθούν. Εκείνος πάντα γαλήνιος, χαμογελαστός, πράος, αγαπητός, φιλόξενος, κατοικούσε λιτά και απέριττά πλάι από τον ναό. Άφθαστος κληρικός στα λειτουργικά τυπικά και άμεμπτος ιερουργός στο ιερό θυσιαστήριο.
Διακρίθηκε για το χάρισμα της πνευματικής πατρότητας όχι μόνο για λαϊκούς και οικογένειες αλλά και για μοναστήρια όπως του Αγ. Εφραίμ Ν. Μάκρης, Αγ. Τριάδος Νεου Βουτζά (Λύρειο ίδρυμα), Μονή Αγ. Τριάδος Κορωπίου κά.
Είχε άρρηκτο σύνδεσμο με το Άγιο Όρος και δη με τον Άγιο Πορφύριο και τον Άγιο Παΐσιο, ενώ ο γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπεδινός του έστελνε παιδιά να εξομολογηθούν από αυτόν.
Στα μάτια των Σπηλιανών της Αθήνας για κάποιο λόγο αντιπροσώπευε το χωριό μας το Σπήλι και υπήρχε μία αμφίδρομη σύζευξη την οποία αποδεχόταν ευχαρίστως και ο ίδιος. Παρά του ότι έλειπε χρόνια από το Σπήλι, δεν το ξεχνούσε και πάντα το αναπολούσε. Αγαπούσε ιδιαίτερα να διαβάζει βιβλία με περιεχόμενο τη μάζη της Κρήτης, Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου κά.
Είχε υψηλό παράστημα και λευκή γενειάδα, λιτός με ιλαρό ύφος, λαμπυρίζοντα μάτια, που ενέπνεαν σεβασμό. Ήταν αυτός που σημάδεψε την πνευματική ζωή της Ανατολικής Αττικής και κυρίως το πολύπαθο Μάτι, του οποίου έζησε την φονική πυρκαγιά, μη επηρεαζόμενος θαυματουργικώ τω τρόπω ο ναός του.
Υπήρξε άνθρωπος αληθινής αγάπης, με ταπείνωση, με απόλυτη εμπιστοσύνη στην αγάπη και την Πρόνοια του Θεού, με αγγελική καθαρότητα, αυστηρός στον εαυτό του και επιεικής στους συνανθρώπους του.
Έλαμψε με τη βιωτή του, καθοδήγησε, νουθέτησε, βοήθησε κι έσωσε χιλιάδες ψυχές, φώτισε τον κόσμο στα βαθιά σκοτάδια της εποχής μας, στον αγώνα με τις «σκοτεινές δυνάμεις» όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Ο ανδρείος Κρητικός, ο Γέροντας Νικόλαος, δεν είχε προσωπική ζωή. Ζούσε για τους πιστούς, ζούσε για την Εκκλησία.
Ανήμερα της Παναγίας εφέτος τον κάλεσε κοντά της. Αυτή που παιδιόθεν τόσο αγάπησε και υπηρέτησε πιστά. Ενταφιάστηκε στην γυναικεία Ιερά Μονή Αγ. Εφραίμ στην Ν. Μάκρη.
Προσωπικά τον συναναστράφηκα πολλές φορές από τα νεανικά μου χρόνια, και σαν μέλος του Δ.Σ. του συλλόγου Σπηλιανών και σαν μέλος του Δ.Σ. των Ρεθυμνίων. Με φώναζε Νικολή για χατίρι του πατέρα μου επειδή του έμοιαζα όπως έλεγε. Είχαμε πολλές φορές τηλεφωνική επικοινωνία και πάντα του έκανε εντύπωση η αφοσίωσή μου στην Εκκλησία, καθώς και η θεολογική μου κατάρτιση. Πριν τρία χρόνια του ζήτησα να τον τιμήσουμε στον σύλλογο Ρεθυμνίων και ο ίδιος προφασιζόμενος το γήρας, το παράκαμψε με την σεμνότητα που τον διέκρινε.
Εθεωρείτο από τους τελευταίους εναπομείναντες Σπηλιανούς ιερείς μιας γενιάς βασανισμένης αλλά υπερήφανης. Προσεχώς θα ακολουθήσει άρθρο μου αναφερόμενος σε εκλεκτούς απόδημους Ρεθεμνιώτες ιερείς της Αττικής
Ο παπα-Νικόλας ο Κουμεντάς θα μείνει ως πρόσωπο αλησμόνητο κληρικού, που αν και έφυγε από την ζωή, θα συνεχίζει να υπάρχει στην θύμηση, στην σκέψη και την καρδιά μας. Είθε ο Θεός να αναπαύσει αυτόν εν χώρα ζώντων και η μνήμη αυτού να είναι αιωνία.