Των ΑΣΠΑΣΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, ΜΙΧΑΛΗ ΤΖΕΚΑΚΗ*
Β’ Μέρος
Στο χθεσινό Α’ Μέρος του αφιερώματος περιγράψαμε με αδρές γραμμές τον τρόπο που ξεκίνησε το Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο και την παρουσία του Σ. Αλεξίου σ’ αυτό από τις πρώτες μέρες. Σημειώσαμε το γεγονός ότι ο Σ. Αλεξίου δεν αρκέστηκε στα μαθήματα αλλά ήλθε με τη σύζυγό του και διέμεναν αρκετές μέρες το χρόνο στο Ρέθυμνο. Αναφερθήκαμε ακολούθως στο εναρκτήριο μάθημά του που είχε ως θέμα τη συμβολή του Ρεθύμνου στη Κρητική Αναγέννηση. Ήταν μια ευγενική, φιλόφρων, αλλά και εμπεριστατωμένη μελέτη-δώρο ενός ευπατρίδη Ηρακλειώτη προς την πόλη μας. Είδαμε την ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα που ο Σ. Αλεξίου δίνει στην προσωπικότητα και το έργο του Γ. Χορτάτση, τον οποίο τοποθετεί στην κορυφή της Κρητικής Αναγέννησης. Συνεχίζουμε σήμερα με μια περιληπτική αναφορά της συνέχειας του ιστορικού εκείνου μαθήματος και ολοκληρώνομε το αφιέρωμα με πληροφορίες και γεγονότα που σχετίζονται με το θέμα μας, τον Σ. Αλεξίου και το Ρέθυμνο.
Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής
Μετά τον Γ. Χορτάτση ακολουθεί εκτενής λόγος για έναν άλλο Ρεθύμνιο, τον Μαρίνο Τζάνε Μπουνιαλή. Είναι μικρότερου μεγέθους προσωπικότητα, όμως ο Σ. Αλεξίου καθόλου δεν τον υποτιμά. Είναι άκρως ενδιαφέρων για μας ο τρόπος που εκείνος σκιαγραφεί την προσωπικότητά του, όπως αυτή αναδύεται από το έργο του ο Κρητικός Πόλεμος. Αντίθετα με τον Γ. Χορτάτση, ο Τζάνες εκπροσωπεί το μέσο, όχι το μεγαλοφυή, Ρεθεμνιώτη εκείνης της εποχής.
«Η συνείδηση του Μαρίνου Τζάνε (όπως αυτή προβάλλεται στο έργο του)», συνεχίζει ο Σ. Αλεξίου, στο εναρκτήριο μάθημά του και στην εισαγωγή του Κρητικού Πολέμου, «είναι εντονότατα και σαφέστατα συνείδηση ορθόδοξου Ρωμιού Κρητικού. Ο όρος Έλληνες δεν χρησιμοποιείται, απαντά όμως μια φορά ως συνώνυμο του Γραίγοι (Greci). Ξέρει επίσης τον όρο Ελλάδα και τη μοναρχία των Ρωμιών (το Βυζάντιο). Υπερτονίζει τη συμβολή των Ρωμιών στον πόλεμο. Λατρεύει το Ρέθυμνο, τη γενέθλια πόλη του, γράφει τη γλώσσα των Ρεθύμνιων και Κρητικών (Διάλογος, Αφιέρωση, στ. 8). Για τη Βενετία αισθάνεται θαυμασμό, ευγνωμοσύνη και αγάπη… Ο Τζάνες δεν δίνει «κανένα δείγμα μειωμένων αισθημάτων» για τη Βενετία τους. …Για τον Μαρίνο η Βενετία εσήμαινε πριν απ’ όλα την απόκρουση ή αναβολή του τουρκικού κινδύνου. Δεν παρέλειπε όμως να ασκεί κριτική στις περιπτώσεις στις οποίες ο βενετικός στόλος λεηλατούσε στα νησιά του Αιγαίου τα σπίτια και τις εκκλησίες των Ρωμιών ή όταν τους στρατολογούσε με τη βία ως κωπηλάτες… Απέναντι στο νέο κατακτητή ο Τζάνες αισθάνεται, όπως ήταν φυσικό, αποστροφή. Ασφαλώς θα δυσκολευόταν να καταλάβει τη σημερινή θεωρία της «ισοτιμίας των πολιτισμών και των φυλών», καθώς αντιμετώπιζε από στιγμή σε στιγμή τον κίνδυνο της φυσικής εξόντωσης ή της υποδούλωσης και καθώς έβλεπε ότι ανατρεπόταν ολόκληρη η ζωή και ο πολιτισμός της Κρήτης από την εισβολή ενός εθνικού στοιχείου από κάθε άποψη (θρησκείας, νοοτροπίας, γλώσσας, τέχνης, εθίμων) εντελώς διαφορετικού και ασυνεννόητου. Βασική στην ιδεολογία του Τζάνε είναι και η χριστιανική άποψη ότι τα δεινά αποτελούν τιμωρία για τα ανθρώπινα παραπτώματα, η εχθρική επιδρομή ήταν το όργανο της θείας εκδίκησης. …Ενδιαφέρον είναι το κοινωνικό στοιχείο, συμπαράθεση προς τους ευγενείς που οπωσδήποτε είχαν κάποιαν άνεση (280, 19-20). Στην προσφυγιά οι ευγενείς θα μπορέσουν να επιβιώσουν, όμως πώς θα ζήσουν οι φτωχοί (545-, 17-220)… Η μόρφωση του Μαρίνου ήταν βέβαια μικρή, δεν διάβαζε ιταλικά, ούτε αρχαία ελληνικά ή λατινικά όπως άλλοι σύγχρονοί του. Ωστόσο πέρασαν και στον δικό του κώδικα οι κοινοί τύποι της αρχαιογνωσίας της εποχής του, της Αθήνας οι σοφοί, ο Αριστοτέλης, ο Αλέξανδρος, ο Αχιλλέας… Ξέρει ότι το αρχαίο όνομα των Χανιών ήταν Κυδωνία, και αποκαλεί την Κρήτη εκατόμπολι με το ομηρικό επίθετο. Στη Φυλλάδα της ψυχής θα μνημονεύσει ακόμη τον Πίνδαρο και τον Όμηρο. Τα εκκλησιαστικά (Σαμψών κ.ά.) τού είναι βέβαια οικειότερα, γνωρίζει το μεταγενέστερο ελληνικό ψευδεπίγραφο κείμενο της Αποκαλύψεως του Βαρούχ, τον ενδιέφερε για τον παραλληλισμό της Ιερουσαλήμ με τη δική του πατρίδα που επίσης υποδουλώθηκε, και για την υπόσχεση μιας άλλης καλύτερης ζωής. Η «μετοικεσία Βαβυλώνος» (η μεταφορά των Εβραίων μακριά απ’ την πατρίδα τους τον 6ο αιώνα π.Χ.) ήταν άλλο ένα κοινό στοιχείο με τους εκπατρισμένους Κρητικούς. Το έργο (ο Κρητικός Πόλεμος του Τζάνε) εκφράζει με πάθος την πιο συγκεκριμένη μορφή της φιλοπατρίας, την αγάπη για τη γενέθλια πόλη και το βαθύ πόνο των Κρητικών για τη μεγάλη συμφορά. Ο Τζάνες γράφει χωρίς μεγάλες λογοτεχνικές αξιώσεις και το έργο είναι άνισο. Σε ορισμένα σημεία το ύφος θυμίζει καθημερινή συνομιλία, τον ψίθυρο με τον οποίο διαδίδεται μια κακή είδηση σε ανήσυχους καιρούς ή τις πρόχειρες πεζές σημειώσεις ενός πολεμικού ημερολογίου με πυκνή στρατιωτική ορολογία. Η φθορά του κειμένου και η κακή έκδοση του Ξηρουχάκη αδικούν το έργο. Αλλά παρ’ όλα αυτά, συχνά στο ποίημα ο στίχος ανεβαίνει σε επικό και λυρικό ύψος, σε μοναδική εκφραστική ακρίβεια και πληρότητα. Συχνά μας δίδονται αριστουργηματικά ρεαλιστικές εικόνες για στρατόπεδα, μάχες, βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, εκτελέσεις, ναυάγια. Όλα αυτά χωρίς πουθενά να διακρίνεται μόχθος. Οι καλοί ή μέτριοι στίχοι βγαίνουν αβίαστα από την ψυχή του ποιητή, που, όπως πολλοί λαϊκοί άνθρωποι, είχε έμφυτο το μυστικό του καίριου και επιγραμματικού λόγου. Έτσι περιγράφει ακόμη την πείνα, τις αρρώστιες, τις ταλαιπωρίες και τον εκπατρισμό των αμάχων, τη νοσταλγία των προσφύγων για την παλιά χαμένη ειρηνική ζωή. Με τον Μπουνιαλή η κρητική λογοτεχνία περνά από τη συμβατική φάση (της ερωτικής μυθιστορίας, του θεάτρου και του ειδυλλίου) στον απόλυτο ρεαλισμό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το μέρος, όπου ο Τζάνες περιγράφει πώς ο πληθυσμός του Ρεθύμνου κατέφυγε στη Φορτέτσα και επίσης το τμήμα όπου το Ρέθυμνο προσωποποιείται και κλαίει για την καταστροφή και την υποδούλωση, επικαλούμενο τον Ψηλορείτη και τον Βρύσινα. Ο Κρητικός πόλεμος του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή είναι μια ποιητική χρονογραφία που δείχνει πόσο φυσικό ήταν την εποχή εκείνη να εκφράζει κανείς τα πάντα με την ποίηση. Η ποίηση ήταν είδος πρώτης ανάγκης, λειτουργία κοινωνική, έκφραση του προσωπικού και ομαδικού βιώματος».
«Στην ώριμη ηλικία του, ο Τζάνες γράφει άλλο ένα έργο που τυπώθηκε κι αυτό στη Βενετία, επιγράφεται «Ψυχωφελής κατάνυξις», περιλαμβάνει ένα «Διάλογο Ψυχής και Νεκρού» και άλλα κεφάλαια σχετικά. Αναγνωρίζει κανείς συχνά και στο έργο αυτό την εκφραστική ποιότητα και ακρίβεια που χαρακτηρίζει τον Τζάνε στις καλές στιγμές του, όπως στην αποκαλυπτική περιγραφή του ξεπεσμού του ανθρώπου που θα προηγηθεί της Κρίσεως… Το βαθύ, μεταφυσικό και συμβολικό αυτό έργο έγινε αγαπητό λαϊκό ανάγνωσμα με το όνομα «Φυλλάδα της Ψυχής». Και δεν θα είναι παρακινδυνευμένο αν δεχθούμε ότι το περίφημο μέρος του «Κρητικού» του Σολωμού που αρχίζει:
– Λάλησε, σάλπιγγα κ’ εγώ το σάβανο τινάζω.
Απηχεί το στίχο του Τζάνε (από τη «Φυλλάδα της Ψυχής»):
– Σάλπιγγες θα λαλήσουσι, οι τάφοι ν’ ανοιχτούσι».
Η έκδοση: Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου Ο Κρητικός Πόλεμος. Αθήνα, Στιγμή, 1995, που εκπόνησε ο Σ. Αλεξίου με τη σύζυγό του Μάρθα Αποσκίτη αποτελεί ένα πραγματικό άθλο και μια πολύτιμη προσφορά ιδιαίτερα για την πόλη μας. Άλλωστε η έκδοση φέρει επώνυμη αφιέρωση: Στους Ρεθεμνιώτες. Χωρίς την έκδοση αυτή η πρόσβασή μας στο έργο του Τζάνε θα ήταν ελλιπής.
Μας έκαναν όμως και άλλα δώρα οι Αλεξίου. Ο ίδιος έκρινε ως επείγουσα ανάγκη την έκδοση των έργων της Κρητικής Λογοτεχνίας με κριτική επεξεργασία των κειμένων, απαλλαγμένων από τα λάθη και τις παρανοήσεις των αντιγραφέων ή εκδοτών τους και βασιζόμενων στις ανακαλύψεις νέων χειρογράφων, αλλά και στις αρχειακές έρευνες νεότερων ερευνητών. Έτσι εξέδωσε μαζί με την Μάρθα Αποσκίτη, την Ερωφίλη, τραγωδία Γεωργίου Χορτάτση, Στιγμή, Αθήνα 1988, ενώ είχε προηγηθεί η έκδοση του Ροδολίνου, τραγωδία Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου (17ου αιώνα), Στιγμή, Αθήνα 1987, με επιμέλεια Μάρθας Αποσκίτη και πρόλογο Σ. Αλεξίου.
Το Ρέθυμνο θα παραμείνει σταθερά μέσα στα ενδιαφέροντα του Σ. Αλεξίου και στα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό ασχολήθηκε με τον αγορασμένο στην Αγγλία και φερμένο στην Κρήτη το 1983 πίνακα ανωνύμου ζωγράφου που απεικονίζει το Ρέθυμνο του 17ου αιώνα και βρίσκεται σήμερα στο Δημαρχείο της πόλης μας. Σε άρθρο του με τίτλο «Μια απεικόνιση του Ρεθύμνου των αρχών του ΙΖ’ αιώνα», στο Τιμητικό Αφιέρωμα στον ομότιμο καθηγητή Κ. Δ. Καλοκύρη, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 229-238 μελετά τον πίνακα στηριζόμενος σε αρχειακές μαρτυρίες, αρχιτεκτονικά στοιχεία, αλλά και στον Μπουνιαλή για να τον χρονολογήσει τελικά γύρω στο 1616 ή λίγο μετά. Και καταλήγει στο ότι: «Πραγματικά ο πίνακας (φτιαγμένος ασφαλώς από Ρεθύμνιο, με αγάπη για τον τόπο του και στοργή) δείχνει όλη την αρχοντιά, την οργάνωση, την καλαισθησία και την προσαρμογή στο θαυμάσιο τοπίο, που μπορούσε να έχει μια κρητική πόλη στα χρόνια του τέλους της Αναγεννήσεως. Χωρίς αμφιβολία έχομε εμπρός μας την πόλη του Χορτάτση, όπως την είδε ο μεγάλος θεατρικός και οι άλλοι σύγχρονοί του Ρεθυμνιώτες ποιητές και λόγιοι. Μας παρέχεται έτσι και ένα πολεοδομικό δίδαγμα, που θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σήμερα που, λόγω τουρισμού, οι πόλεις της Κρήτης τείνουν να μεταβληθούν σε βιαστικά και πρόχειρα στημένα σύνολα πολυκατοικιών και ξενοδοχείων, με αντίστοιχη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και της γεωργικής γης».
Το 2003 αναδημοσίευσε και αποκατέστησε γλωσσικά ένα αρχαιόγλωσσο στιχούργημα αγνώστου Ρεθυμνίου λογίου του Β’ μισού του 16ου αιώνα στα Πρακτικά του Συμποσίου της Βενετιάς το Ρέθυμνο, επιμέλ. Χρύσα Μαλτέζου-Ασπασία Παπαδάκη, Βενετία 2003, σ. 27-33, με τίτλο «Στίχοι για την καταστροφή του Ρεθύμνου στα 1571». Το ποίημα αυτό αποτελούσε ψόγο εναντίον του Γενικού Προνοητή Κρήτης, του Βενετού Marino Cavalli, ο οποίος κατηγορείται για παραλείψεις που επέφεραν την κατάληψη και την καταστροφή του Ρεθύμνου από τον στόλο του Αλγερινού Ουλουτσαλή, που ήταν στην υπηρεσία των Τούρκων κατά τον βενετοτουρκικό πόλεμο των ετών 1570-1573.
Ο Αλεξίου και η Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου
Αμέσως με τον ερχομό του στο Ρέθυμνο ο Σ. Αλεξίου έγινε από τους πιο τακτικούς επισκέπτες της Βιβλιοθήκης. Έζησε από κοντά τη ραγδαία ανάπτυξή της. Το σπάνιο και πολύτιμο υλικό που άρχισε να συσσωρεύεται σε βασικούς τομείς των επιστημονικών του ενδιαφερόντων, αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη γι’ αυτόν. Ήδη από τις πρώτες μέρες νιώσαμε ότι είχαμε ένα μεγάλο φίλο. Η βιβλιοθήκη, όπως και όλο το Πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο βρισκόταν στο ανατολικό προάστιο των Περιβολίων. Ο χώρος ήταν μικρός και στενάχωρος (καμιά σύγκριση με την απλοχωριά και τις ανέσεις που είχαμε αργότερα στου Γάλλου), όμως μας μένει αξέχαστο το κλίμα εκείνης της εποχής και η ζεστή ατμόσφαιρα της Βιβλιοθήκης. Ο ίδιος διέθετε μια πλουσιότατη βιβλιοθήκη, όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να έρχεται ως απλός αναγνώστης στη Βιβλιοθήκη και να παραμένει για αρκετές ώρες κάθε φορά. Η παρουσία του αποτελούσε για μας μια ανεκτίμητη καταξίωση της δουλειάς μας. Ευγενικός, διακριτικός, ποτέ μεμψίμοιρος μας υποχρέωνε με τη συμπεριφορά του. Οι υπάλληλοι των σεβόταν και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τον εξυπηρετήσουν κι αυτός δε δίσταζε να εκφράζει την ικανοποίησή του. Καμαρώναμε να τον βλέπουμε να διαβάζει στη βιβλιοθήκη μας και το καμάρι μας γινόταν ακόμα μεγαλύτερο όταν διαβάζαμε στις εκδόσεις του Ερωτοκρίτου και τις άλλες τις ευχαριστίες του για τη βοήθεια που πήρε από τη βιβλιοθήκη μας. Νιώθαμε ότι τον είχαμε κάνει φίλο της Βιβλιοθήκης. Η ηθική και ψυχολογική υποστήριξη που αντλούσαμε από τη συμπεριφορά αυτή ήταν ανυπολόγιστη. Το τιτάνιο έργο να φτιαχτεί μια τέτοιας κλίμακας ενιαία Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη από την αρχή θα ήταν αδύνατο αν δεν είχαμε τη συμπαράσταση ανθρώπων σαν τον Σ. Αλεξίου. Αυτό που μας γοήτευε στο πρόσωπό του ήταν ότι δεν είχαμε απλώς έναν λόγιο με σοβαρά επιστημονικά ενδιαφέροντα. Είχαμε την περίπτωση ενός ανθρώπου που μας ήλθε κατευθείαν από την Αναγέννηση, έναν Homo Universalis που η παιδεία και η μόρφωση δεν ήταν γι’ αυτόν μέσο για να βελτιώσει την κοινωνική του θέση, αλλά μια βαθειά ψυχική ανάγκη. Ήταν ο άνθρωπος που έβλεπε το διάβασμα ως ευχαρίστηση και ικανοποίηση. Αυτή την αίσθηση που μας έδινε ο Αλεξίου σπάνια τη συναντούσαμε σε άλλους.
Ο Αλεξίου ως καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστήμιου Κρήτης στο Ρέθυμνο 1977-1988: Προβληματισμοί ενός δασκάλου
Σε ένα άρθρο του στο περιοδικό Το Δέντρο, τεύχ. 48-49, Χριστούγεννα 1989 με τίτλο «Νεοελληνική Λογοτεχνία και Πανεπιστήμιο», σ. 10-15, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στον τόμο: Στυλιανού Αλεξίου, Ποικίλα Νεοελληνικά, Μελέτες, Αθήνα, Στιγμή, 2013, ο Αλεξίου ουσιαστικά μεταφέρει ορισμένες από τις εμπειρίες του ως καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αξίζει να σταχυολογήσουμε ορισμένες από τις απόψεις του στο σημερινό μας αφιέρωμα:
Οι φοιτητές
«…Όλη η προσπάθεια από τον διδάσκοντα γίνεται για τους λίγους ή τις λίγες… που παρακολουθούν, ενδιαφέρονται, μετέχουν στον διάλογο στην τάξη, και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ικανότητες. Το μικρό αυτό ποσοστό δικαιώνει και αμείβει τη διδασκαλία».
Υπαρξιακά ερωτήματα για ένα δάσκαλο
«Απέναντι στο άνισο ακροατήριο αναρωτιέται η πανεπιστημιακή πλευρά ποια κείμενα θα διδαχθούν, ποιοι και με ποια μέθοδο θα τα διδάξουν και τι θα αποκομίσουν οι διδασκόμενοι».
Ο διδακτικός κανόνας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
«…Μια επιλογή από τα Πτωχοπροδρομικά, από τον ηρωικό Ακρίτη του χειρογράφου Εσκοριάλ, και από τον Αρμούρη, από τον Σπανέα και τον Γλυκά, από το Χρονικόν του Μορέως και τα Βυζαντινά Μυθιστορήματα, τα λυρικά ερωτικά ποιήματα του 15ου αιώνα, η Κυπριακή και η Κρητική Ποίηση και το Θέατρο, ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Κονδυλάκης, ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σικελιανός, ο Καρυωτάκης, ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, όλοι θα έπρεπε να διδάσκονται, κι όμως συχνά παρατηρείται μια στροφή προς τους νεώτερους, ακόμη και προς εντελώς σύγχρονους συγγραφείς, που δεν έχουν επιβληθεί οριστικά. … Επέρχεται έτσι κάποια ασάφεια στην εικόνα της παραγωγής ως μιας κλειστής, συγκροτημένης και καταξιωμένης λογοτεχνίας, όπως την αισθανόταν ο φιλόλογος».
Οι νεώτερες μέθοδοι
«Φυσικά μπορούν να δοκιμαστούν στα Πανεπιστήμια νεώτερες μέθοδοι, ο δομισμός, η σημειολογία… Οι αντιρρήσεις αρχίζουν όταν μια μέθοδος παρουσιάζεται ως πανάκεια, ως το κλειδί της απόλυτης αλήθειας, επίσης όταν λείπει το ουσιώδες και κυριαρχούν οι γενικότητες. Φαίνεται ευτυχώς ότι το θεωρητικό πάθος βρίσκεται σε υποχώρηση και σημειώνεται μια επιστροφή στον συγγραφέα και στην προσπάθεια για την ακριβή κατανόηση».
Παραδείγματα ερευνητικής εργασίας
Ακολουθούν ορισμένα επώνυμα παραδείγματα φοιτητών που μέσα από τις σεμιναριακές τους εργασίας ασχολήθηκαν με σοβαρά επιστημονικά ζητήματα, γεγονός που τους βοήθησε όχι μόνο στην κατανόηση των προβλημάτων, αλλά και στη διατύπωση συγκεκριμένων συμπερασμάτων που, κάποτε, ανέτρεπαν τα μέχρι τότε δεδομένα.
Ως επιμύθιο: Το αρχείο και η βιβλιοθήκη του Σ. Αλεξίου δωρίζονται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο
Απτό δείγμα της αγάπης του Σ. Αλεξίου προς το Ρέθυμνο είναι η επίσημη πια αναγγελία ότι ολόκληρο το αρχείο και η βιβλιοθήκη του (περισσότεροι από 5.000 τόμοι) προορίζονται για τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ως πληροφορία η είδηση αυτή ήταν γνωστή εδώ και καιρό, τώρα όμως, επίσημα πια, ανακοινώνεται από τους οικείους και συνεργάτες του ως τετελεσμένο γεγονός.
Ο Αλεξίου αρκετά χρόνια πριν είχε αποφασίσει να δωρίσει το αρχείο του, αλλά και τη σημαντικότατη από άποψη σπουδαιότητας και αριθμού τίτλων βιβλιοθήκη του στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου. Έχει ήδη ολοκληρωθεί η παράδοση της επιστημονικής αλληλογραφίας του, η οποία και περιλαμβάνει το διάστημα 1963-2013, ενώ αναμένεται να αρχίσει σύντομα η καταγραφή των βιβλίων και η προετοιμασία για την αποστολή τους στο Ρέθυμνο.
Αιωνία θα είναι η μνήμη εκείνου του σπάνιου και μοναδικού ανθρώπου που είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε και να συναναστραφούμε μαζί του στο Ρέθυμνο.
(Σημ. ο σχεδιασμός του παρόντος αφιερώματος περιλάμβανε αρχικά και αναφορές τρίτων προσώπων για τον Σ. Αλεξίου, όπως για παράδειγμα επιστολή του Π. Πρεβελάκη προς τον Σ. Αλεξίου, όπου εκφράζεται ο θαυμασμός του διακεκριμένου διάσημου συμπολίτη μας για την έκδοση του Ερωτοκρίτου. Λόγω όμως οικονομίας χώρου οι αναφορές αυτές προγραμματίζονται να δημοσιευτούν σε χωριστό άρθρο).
* Ασπασία Παπαδάκη είναι Δρ Ιστορίας, προϊσταμένη των Γ.Α.Κ. – Αρχείων Ν. Ρεθύμνης
* Ο Μιχάλης Τζεκάκης είναι τέως διευθυντής της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου