Πριν ακόμη από τον τορπιλισμό του εύδρομου «Έλλη» στην Τήνο, στις 15 Αυγούστου 1940, η Ιταλία είχε πραγματοποιήσει σειρά σοβαρών προκλήσεων κατά της Ελλάδας. Όταν όμως κατέλαβε την Αλβανία (7-12 Απριλίου 1939), η τότε ηγεσία του Βασιλικού Ναυτικού σε συνεννόηση με την Κυβέρνηση θεώρησε σκόπιμο να λάβει έγκαιρα μέτρα. Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία της Υπηρεσίας Ιστορίας του ΠΝ, οι Έλληνες επιτελείς είχαν αντιληφθεί εγκαίρως ότι η Ιταλία -που κατείχε τα Δωδεκάνησα και είχε συγκροτήσει ισχυρό πολεμικό στόλο- σύντομα θα στεφόταν και κατά της χώρας μας. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά μετά την λήξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου ο αντιναύαρχος Ι. Καββαδίας (Αρχηγός Στόλου κατά την περίοδο 1939-42) είχαν ήδη ληφθεί μέτρα από την περίοδο 1937-38. Μεταξύ αυτών είχε αποφασιστεί τότε η αποστολή των πολεμικών «Αετός» (D01) και «Έλλη» στην Μήλο, τα οποία είχαν τεθεί σε ενέργεια από την εφεδρεία. Για το εύδρομο «Έλλη» μάλιστα ο Αρχηγός Στόλου σκεφτόταν να χρησιμοποιηθεί ως ναυαρχίδα.
Στην Τήνο αρχικά…
Οι υποψίες περί των ιταλικών προθέσεων έμελλε να αποδειχθούν βάσιμες. Στις αρχές του Αύγουστου 1940 τα μόνα πολεμικά που έμειναν εκτεθειμένα στην Μήλο ήταν ο βετεράνος των Βαλκανικών Πολέμων, ένα από τα επονομαζόμενα θηρία του ΠΝ, το αντιτορπιλικό «Αετός» και το ελαφρύ καταδρομικό «Έλλη». Το δεύτερο, επειδή πλησίαζε η εορτή της Παναγίας στις 15 Αυγούστου, διετάχθη να πλεύσει με μεγάλη προσοχή στο λιμάνι της Τήνου, προκειμένου να συμμετάσχει στους εορτασμούς. Οι εντολές που είχαν δοθεί ήταν σαφείς. Το πλοίο θα αγκυροβολούσε σε απόσταση 550 μέτρων από τον λιμενοβραχίονα, τηρώντας κλειστά τα στεγανά (όπως και εν πλω), διατηρώντας τον ένα λέβητα υπό πλήρη πίεση, τα αντιαεροπορικά οπλισμένα και το πλήρωμα σε αυστηρή επαγρύπνηση. Στην προκαθορισμένη θέση έφθασε στις 06.25 το πρωί, ανήμερα του Εορτασμού. Λίγο μετά, ένα αεροσκάφος φάνηκε να κατοπτεύει την περιοχή, δίνοντας την εντύπωση ότι μπορεί να ακολουθήσει μία ακόμη εναέρια επίθεση. Όμως το ιταλικό σχέδιο είχε αλλάξει. Στις 8.25 π.μ., λίγη ώρα πριν από τη λιτανεία της Εικόνας της Μεγαλόχαρης κι ενώ στην παραλία υπήρχε πολύς κόσμος, υποβρύχιο έπληξε με τρεις τορπίλες το ελληνικό πολεμικό πλοίο. Η μία μόνο τορπίλη βρήκε στόχο, αλλά κτύπησε καίρια το μηχανοστάσιο και τις δεξαμενές πετρελαίου του. Μία ώρα αργότερα, το «Έλλη» βυθίστηκε, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του πληρώματος. Οι άλλες δύο τορπίλες αστόχησαν. Από την επίθεση σκοτώθηκαν ένας υπαξιωματικός και οκτώ ναύτες του, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν στους είκοσι τέσσερις.
Οι τορπίλες εκτοξεύθηκαν, όπως έγινε γνωστό αργότερα, από το ιταλικό υποβρύχιο «Delfino», ενώ στα κομμάτια των τορπιλών που είχαν πλήξει το σκάφος, διακρίνονταν καθαρά η ιταλική τους προέλευση και τα γράμματα RM (Regia Marina). Στην Αθήνα, ο αρχηγός στόλου διαβίβασε άμεσα με κρυπτογράφημα, στον πρωθυπουργό Ι. Μεταξά, τα στοιχεία που επιβεβαίωναν την ιταλική πρόκληση. Μέσα όμως σε λιγότερο από 20 λεπτά, έλαβε ως απάντηση: «Λόγω ύψιστων εθνικών συμφερόντων, επιβαλλόταν απόλυτη εχεμύθεια σχετικά με την εθνικότητα των τορπιλών». Παρά ταύτα, από την πρώτη στιγμή η ελληνική κοινή γνώμη δεν είχε καμία αμφιβολία για την εθνικότητα του υποβρυχίου.
Στο Ρέθυμνο η συνέχεια…
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ανήμερα του Εορτασμού της Παναγίας, στην Ιερά Mονή Tιμίου Προδρόμου Aτάλης λίγο πιο πάνω από το Mπαλί, που απέχει 33 χιλ. από το Ρέθυμνο στο δρόμο προς Ηράκλειο, οι δύο μοναχοί της και οι δυο κοσμικοί, προφανώς ενοικιαστές των μοναστηριακών κτημάτων, θα πρέπει να ετοιμάζονταν για τον Μέγα Εσπερινό της Παναγίας. Ενώ, στο διπλανό φαράγγι, οι κάτοικοι των γύρω χωριών θα προετοιμάζονταν πυρετωδώς για το μεγάλο πανηγύρι της «Παναγιάς του Χάρακα».
Στις 6:00 η ώρα λοιπόν στη Μονή Ατάλης, που διατηρεί τη μεσαιωνική ονομασία της περιοχής, και βρίσκεται σε μια εντυπωσιακή θέση με απέραντη θέα προς το Kρητικό πέλαγος, οι δυο μοναχοί θα διάβηκαν το κατώφλι του ναού κάνοντας τον σταυρό τους, με τον ένα να κατευθύνεται στην Ωραία Πύλη και τον άλλο στο δεξί ψαλτήρι. Κι ενώ ο εσπερινός προχωρούσε κανονικά, στις 6:23 ακουστήκαν επαναλαμβανόμενοι εκκωφαντικοί θόρυβοι. Ο τόπος έμοιαζε να τρέμει. Ο ένας επιστάτης έκανε χρέη νεωκόρου αλλά ο άλλος, βγήκε από τον ναό, διέσχισε βιαστικά το προαύλιο με τα εντυπωσιακά πέτρινα τόξα, ανέβηκε δύο-δύο τα σκαλιά μπροστά από τις εισόδους των κελιών και βγήκε στην μεγάλη βεράντα. Αυτό που αντίκρισε από ψηλά τον έκανε να παγώσει. Είδε την θάλασσα αφρισμένη, ένα ατμόπλοιο να κάνει ελιγμούς και δυο αεροπλάνα να απομακρύνονται. Η απορία και τα ερωτηματικά που του γεννηθήκαν θα έμεναν αναπάντητα προς ώρας, καθώς το πλοίο συνέχιζε το ταξίδι του με κατεύθυνση προς το Ηράκλειο.
Και δεύτερη επίθεση…
Τα άσχημα μαντάτα θα έφταναν με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας. Το ατμόπλοιο, που την προηγουμένη είχε δεχτεί αεροπορική επίθεση από δυο ιταλικά -όπως διαπιστώθηκε- βομβαρδιστικά ήταν το επιβατηγό «Φρίντων» που εκτελούσε την γραμμή Πειραιάς-Χανιά-Ηράκλειο-Πειραιάς και βρισκόταν ανοικτά του όρμου Μπαλί, σε απόσταση 2 ν.μ. από την ακτή. Οι βόμβες έπεφταν γύρω του για αρκετή ώρα, αλλά χάρις στην ψυχραιμία του πλοιάρχου του Γεωργίου Βέη (βετεράνου του Α’ παγκοσμίου πολέμου), ο οποίος έκανε τους κατάλληλους ελιγμούς, το πλοίο σώθηκε. Το σήμα κινδύνου που εξέπεμψε, «έπιασε» το αντιτορπιλικό «Ψαρά» που έσπευσε ολοταχώς προς βοήθεια και το συνόδεψε μέχρι το λιμάνι προορισμού του, αλλά και το βρετανικό πολεμικό πλοίο «Greyhount» που έπλεε στο Αιγαίο και το οποίο αμέσως έστειλε σήμα στο Βρετανικό Ναυαρχείο. Το σήμα αυτό έχει καταγράφει στα βρετανικά αρχεία με ώρα: 16:23 (ώρα Γκρήνουιτς).
Πριν μερικά χρόνια, ένα μέλος του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, ο κ. Ιάκωβος Βαγιάκης, έγραψε στο περιοδικό «Περίπλους» ένα άρθρο για το πλοίο «Φρίντων» και τις συνέπειες της αεροπορικής επίθεσης. Ο συντάκτης, είχε ταξιδέψει με την οικογένειά του από τα Χανιά για Πειραιά στο αμέσως επόμενο ταξίδι του «Φρίντων» από αυτό της 15ης Αυγούστου κι όπως θυμάται: «Επιβιβαστήκαμε και μέχρι να αναχωρήσουμε και να ταχτοποιηθούμε πήγαμε στο σαλόνι. Εκεί είδαμε ότι όλα τα κρύσταλλα της τζαμαρίας του σαλονιού ήταν ραγισμένα. Ρωτήσαμε ένα καμαρότο το γιατί και πήραμε την απάντηση: «μα καλά δεν ακούσατε τι συνέβη στο προηγούμενό μας ταξίδι;» και στην απορία μας συμπλήρωσε, «οι βόμβες έπεφταν γύρω μας σαν βροχή και τα αέρια των εκρήξεων έκαναν αυτές τις ζημιές».
Το γεγονός, ο βομβαρδισμός δηλαδή του πλοίου έξω από το Ρέθυμνο, πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων. Ασφαλώς η κοινή γνώμη είχε συγκλονιστεί από τον τορπιλισμό του «Έλλη» και την απώλεια των εννέα μελών του πληρώματός του. Αλλά είναι πολύ εύκολο να αντιληφτεί κάποιος ότι αν οι ιταλικές βόμβες έβρισκαν στόχο κι έπλητταν το «Φρίντων» θα μιλούσαμε για μια τεραστία τραγωδία με δεκάδες νεκρούς και πνιγμένους, καθόσον το πλοίο ήταν επιβατηγό.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι για το αίσιο τέλος αυτού του σοβαρού περιστατικού, είχε εκφραστεί επίσημα, προς τον πλοίαρχο Γεώργ. Βέη, η ευαρέσκεια του τότε Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Ν. Τζίφου.
Τι «είδε» ο Τύπος…
Ο τοπικός τύπος έγραψε σχετικά πολύ λίγα για τα δύο αυτά γεγονότα της 15ης Αυγούστου. Άλλωστε οι οδηγίες από την Κυβέρνηση ήταν συγκεκριμένες. Στη «Λευκή Βίβλο» του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, που αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο, διαβάζουμε στο: Ντοκουμέντο αρθ. 130.
«Ο Υφυπουργός Τύπου προς τους Γενικούς Διοικητάς και Νομάχας του Βασιλείου.
21 Αυγούστου 1940.
Παρακαλούμεν όπως εκδώσητε διαταγάς προς τους ασκούντας την εποπτείαν του τύπου ίνα απαγορεύσωσιν απολύτως την εις τας εφημερίδας καταχώρησιν οιασδήποτε ειδήσεως περί την εθνικότητος του υποβρυχίου του τορπιλλίσαντος το εύδρομον «Έλλη» ως και γενικώς περί του τορπιλλισμού».
Έτσι στο Ρέθυμνο, στο φύλλο του Σαββάτου της εφημερίδας ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ με ημερομηνία 17/8/1940, το κύριο άρθρο στην πρώτη σελίδα, με συντάκτη τον Κ. Κυριακάκη, είχε τίτλο: «Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ» όπου γράφει μεταξύ άλλων, «Ένα πολεμικόν μας περιβολλόμενον από τον φωτοστέφανον μιάς θρυλικής και ενδόξου ιστορίας, σημαιοστολισμένον συμμετείχε της καράς χιλιάδων Χριστιανών οι οποίοι έφερον τον ολόψυχον σεβασμόν των…. Δεν έπλευσεν εκεί το ένδοξον σκάφος μας ίνα επιδείξη δύναμιν ούτε να εκβιάση εθνικάς συνειδήσεις αλλά διά να μετάσχη μιάς μεγάλης Χριστιανικής χαράς…». Ενώ την επομένη, στο κυριακάτικο φύλλο ο συντάκτης επανήλθε με το άρθρο: «ΗΝΩΜΕΝΟΙ» το οποίο άρχιζε ως εξής: «Όσον και αν είνε απέραντος ο πόνος των Πανελλήνων δια το δολοφόνον πλήγμα εις μίαν ένδοξον μονάδα του Πολεμικού μας Στόλου. Όση και αν είνε η οργή μας εναντίον των ιεροσύλων και δολοφόνων, Είνε και ανέκφραστη όμως η χαρά μας, διότι υψώθη υπέρλαμπρος εις τα όμματα της Παγκοσμίου Κοινής γνώμης η Ενωμένη Ελλάς, η αθάνατος Ελληνική ψυχή, η Πολεμική Ιαχή της Φυλής η οποία έχει το θείον προνόμιον να αναγεννάται από τη στάχτη της……».
Τα κύρια άρθρα, είχαν προφανή σκοπό την ανάταση του ηθικού της κοινής γνώμης αλλά, σύμφωνα και με τις «οδηγίες», οι λέξεις «τορπιλισμός» και «Έλλη» δεν αναφέρονταν πουθενά. Ενώ, τα λοιπά άρθρα ασχολούνταν κυρίως με τις δράσεις της Νεολαίας Μεταξά των γνωστών τότε Ε.Ο.Ν.
Όμως στην ίδια εφημερίδα, στη τελευταία σελίδα του φύλλου της 17/8/40 και στη στήλη: ΥΣΤΑΤΗ ΩΡΑ παραθέτονται ως έχουν, τα τηλεγραφήματα από τις ξένες πρωτεύουσες. Διαβάζουμε μερικά εξ αυτών:
– ΛΟΝΔΙΝΟΝ. Η Βρεττανική Κυβέρνησις εξέφρασε τα συλλυπητήριά της προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν διά την καταβύθισιν του ευδρόμου Έλλη.
– ΡΩΜΗ. Η Ιταλική Κυβέρνησις βεβαιώνει ότι εις τα ύδατα ή πλησίον αυτών εις τα οποία ετορπιλλίσθη το «Έλλη» δεν ευρίσκετο κανένα Ιταλικόν υποβρύχιον.
– ΛΟΝΔΙΝΟΝ. Οι «Τάιμς της Ν. Υόρκης» εις άρθρον «Νέφη υπεράνω της Ελλάδος» σχολιάζουν δυσμενέστατα δια την Ιταλίαν τον τορπιλλισμόν της Έλλης και τον βομβαρδισμόν του Φρίντων, πράξεις τας οποίας χαρακτηρίζουν ως αξιοθρήνητον κατάντημα Κράτους το οποίον ηγείτο του Καθολικισμού. Το «Νταίηλυ Μαίηλ» λέγει ότι αι πράξεις αυταί αποδεικνύουν ποία τύχη αναμένει τα μικρά Κράτη εάν τυχόν καταστή κυρίαρχος της Μεσογείου η Ιταλία. Και ο Τουρκικός και ο Αιγυπτιακός τύπος εκφράζονται δυσμενώς διά την Ιταλίαν…..
– ΛΟΝΔΙΝΟΝ. Εν σχέσει με τα δυσάρεστα Ελληνικά γεγονότα, το «Ρώυτερ» υποστηρίζει ότι ουδέν αγγλικόν πλοίον ή υποβρύχιον ευρίσκετο πλησίον της Τήνου καθ’ όν χρόνον ετορπιλλίσθη το Έλλη.
Στην ίδια στήλη, στο επόμενο φύλλο της 20/8, σε ανάλογο τηλεγράφημα ανακαλύπτουμε απρόσμενα ένα σύμμαχο της Ελλάδος:
– ΑΓΚΥΡΑ. Το Πρακτορείον της Ανατολής μεταδίδει ότι ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας κ. Ισμέτ Ινονού κατέστησε γνωστόν εις τον εν Αγκύρα πρεσβευτήν της Γερμανίας φον Πάτεν, ότι πάσα εχθρική πράξις κατά της Ελλάδος από μέρους της Ιταλίας, θα είχεν ως αποτέλεσμα την αυτόματον εφαρμογήν του ελληνοτουρκικού συμφώνου συμμαχίας, δια την παροχήν υπό της Τουρκίας αμέσου και πλήρους βοηθείας εις την Ελλάδα…
Η ιστορία του «Φρίντων»
Το «Φρίντων» της «Ατμοπλοΐας Ιγγλέση» υπήρξε ένα από τα ομορφότερα ακτοπλοϊκά πλοία του Μεσοπολέμου. Είχε ναυπηγηθεί 1903 ως «Kilkenny» σε ναυπηγεία της Γλασκόβης και αρχικά ταξιδέψε στη γραμμή Λίβερπουλ-Δουβλίνου. Ήταν ένα μονοπρόπελο ατμόπλοιο με ολική χωρητικότητα 1.419 κόρους, μήκος 82,3 μετρά, πλάτος 11 μ. και ανέπτυσσε ταχύτητα 14 κόμβων. Το 1917 δρομολογήθηκε στη γραμμή Χάργουιτς-Ρόττερνταμ και το 1919 μετονομάστηκε σε «Frinton» [από το όνομα μιας μικρής αγγλικής παραλιακής πόλης]. Το 1927 αγοράστηκε από την Μαρουδιώ Ιω. Ιγγλέση αντί του ποσού των 15.000 λιρών Αγγλίας, στάλθηκε στην Αμβέρσα για επισκευές και τον Φεβρουάριο του ’28 κατέπλευσε στον Πειραιά. Ύψωσε ελληνική σημαία, διατήρησε το όνομά του (Φρίντων) και νηολογήθηκε με αυξ. αρθ. 585. Ξεκίνησε τα ταξίδια στις γραμμές από Πειραιά προς Σύρο-Τήνο-Μύκονο-Αρμενιστή-Εύδηλο-Σάμο και από Πειραιά προς Πάτρα-Σάμη-Κέρκυρα-Αγ. Σαράντα-Μπρίντιζι αλλά και προς την Κρήτη. Όταν συστάθηκε η Α.Ε. «Ατμοπλοΐα Σάμου Υιών Δ. Ιγγλέση. Επορία-Βιομηχανία-Τραπεζικαί εργασίαι» περιήλθε στην κυριότητά της και το 1935 μετανηολογήθηκε στη Σάμο με αρθ. 8 στο εκεί νηολόγιο.
Θα προηγηθεί η σοβαρή κι άκρως επικίνδυνη περιπέτειά του, τον 15αύγουστο του 1940, έξω από το Μπαλί στο Ρέθυμνο, όπου κινδύνεψε να βυθιστεί και στις 16 Οκτώβριου η κυβέρνηση προχώρησε σε επίταξη του «Φρίντων», το οποίο μετέτρεψε σε οπλιταγωγό και εξόπλισε με αντιαεροπορικά πυροβόλα για την άμυνά του, ενώ ξεκίνησε να εκτελεί στρατιωτικές μεταφορές κυρίως μεταξύ Σούδας, Ηρακλείου, Πειραιά και Μυτιλήνης.
Με την προέλαση όμως των γερμανικών στρατευμάτων το «Φρίντων» μαζί και με άλλα πλοία βρέθηκε -ίσως και λόγω σχετικής ολιγωρίας- εγκλωβισμένο στον κόλπο της Ελευσίνας, καθώς οι Γερμανοί είχαν προλάβει να ποντίσουν μαγνητικές νάρκες στις εξόδους του. Κάποια πλοία κατόρθωσαν να διαφύγουν όμως, το «Φρίντων» παρέμεινε στην περιοχή αναμένοντας διαταγές, με αποτέλεσμα στις 22 Απριλίου 1941 να πληγεί από γερμανικά αεροσκάφη και να παρουσιάσει εισροή υδάτων. Τότε ο πλοίαρχός του καπετάν Βέης προκειμένου να αποφύγει τη βύθιση του πλοίου κατάφερε να το προσαράξει στην ακτή της Νέας Περάμου. Όμως κι εκεί δέχτηκε επίθεση από γερμανικά αεροσκάφη με αποτέλεσμα να πληγούν το μηχανοστάσιο και το λεβητοστάσιο και στην συνεχεία να ξεσπάσει φωτιά που το κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Δεκατρία μέλη του πληρώματος τραυματίστηκαν και αποβιβάστηκαν στην Φανερωμένη της Σαλαμίνας, ενώ ο θερμαστής Γιώργος Τζίτζης κατέληξε.
Όταν μεταπολεμικά επιθεωρήθηκε το «Φρίντων» βρέθηκε να έχει ένα ρήγμα 4×3 μέτρων στη δεξιά πλευρά και ένα ρήγμα 12×1 μέτρων στην αριστερή καθώς και με κατεστραμμένες τις μηχανές. Ελπίδες επισκευής του πλοίου δεν υπήρχαν κι έτσι περιήλθε στη δικαιοδοσία του Οργανισμού Ανελκύσεως Ναυαγίων. Το 1948 το ναυάγιο του «Φρίντων» εκποιήθηκε αντί 50 εκατ. δραχμών προς ανέλκυση και διάλυση. Δυο χρόνια μετά, που ολοκληρώθηκαν οι εργασίες, έπεσαν οι τίτλοι τέλους για το υπέροχο αυτό πλοίο.
Το κοινό τέλος…
Όπως είδαμε, μόλις δώδεκα μέρες πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, το «Φρίντων» «ντύθηκε» στα μπλε προκειμένου να υπηρετήσει στις τάξεις του ΠΝ, όπως έκανε το «Έλλη» για περίπου τρεις δεκαετίες. Όμως η επίθεση που δέχθηκαν στις 15 Αυγούστου 1940, δεν είναι το μόνο που συνδέει τα δύο πλοία. Κατά κάποιο τρόπο και τα δύο είχαν παρόμοιο τέλος. Κτυπήθηκαν από εχθρικά πυρά ενώ, ήταν σε στιγμιαία ακινησία, σε πλήρη όμως ετοιμότητα και εν αναμονή να αναλάβουν δράση. Κι έτσι πέρασαν στην Ιστορία, στα παραλειπόμενα της οποίας να αναφέρουμε επίσης ότι τα δυο πλοία, συναντήθηκαν μία φορά στο ίδιο λιμάνι. Έχουν αποθανατιστεί στη Κέρκυρα, σε μια προπολεμική φωτογραφία. Ήταν τότε που το καθένα υπηρετούσε τον δικό του διαφορετικό ρόλο.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Βαγιάκης, Ι. (2010). Η αεροπορική επίθεση στο ακτοπλοϊκό «Φρίντων». Περίπλους. (τ. 73) σελ. 34-35.
Ζούμπος, Γ. (2016). Αναχωρήσεις Ατμοπλοίων: «Φρίντων» δια Πάτρας, Κέρκυραν, Αγίους Σαράντα, Πρίντεζι. Ανακτήθηκε Ιούνιος 25, 2017, από http://www.corfuhistory.eu/?p=5105
Θεοδωράτος, Ι. (2010). Οι Ιταλικές προκλήσεις πριν την 28η Οκτωβρίου 1940. Στρατοί και Τακτικές. (τ. 5) 32-39.
Μπιλάλης, Α. (2017). Το τέλος του Φρίντων της οικογένειας Ιγγλέση. Εφοπλιστής. (τ. 291) σελ. 134-137
Ντούνης, Χ. (2000). Ναυάγια στις Ελληνικές Θάλασσες. Αθήνα: Finatec A.E.
Ιερά Mονή Tιμίου Προδρόμου Aτάλης-Mπαλή. (2017, Ιουλίου 7). Ανακτήθηκε από http://www.imra.gr/moni-atalis-mpali.html
Ψαρομηλίγκου, Α. (2000). Η στρατηγική της όξυνσης. ΙΣΤΟΡΙΚΑ, (τ. 54), σελ. 6-15.
* Ο Σπύρος Μ. Θεοδωράκης είναι πρώην τραπεζικός. Αρθρογραφεί στο ναυτιλιακό περιοδικό ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ και στο nautilia.gr και είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο σταθμό ΚΡΗΤΗ fm 87,5 (Αθήνα)