Έφυγε προχθές, ο παιδικός μου φίλος ο Γιώργης. Έφυγε σιγανά κι αθόρυβα. Διαλύθηκε και χάθηκε σαν συννεφάκι λευκωπό, φορτωμένο με ανταύγειες του δειλινού από εκείνες που θαυμάζουν και ψάλλουν οι ποιητές και ζωγραφίζουν οι ζωγράφοι. Έφυγε τόσο αθόρυβα όσο αθόρυβη ήταν και η ζωή του. Δεν έκλεψε, δεν αδίκησε, δεν εκμεταλλεύτηκε, δεν πίεσε, δεν μηχανορράφησε, δεν έβαλε «μέσον», δεν ζήτησε εκδούλευση, ουδέποτε και από κανένα, στη σύντομη ζωή του.
Έφυγε τόσο απλά, ακριβώς όσο απλά έζησε. Τι περίεργο όμως: Μόλις έφυγε κατάλαβα ότι διεκδίκησε -και πήρε μαζί του – ένα κομμάτι από τον εαυτό μου, ή μάλλον κάτι ακόμη πιο σημαντικό: Ένα κομμάτι από τη νιότη μου.
Δεν είχε σημασία αν έβρεχε ή αν φυσούσε στο υγρό, μελαγχολικό Ρέθυμνο της δεκαετίας του 60. Ο ημερήσιος, μακρύς, λυτρωτικός, δημιουργικός περίπατος στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει. Εκείνος κι εγώ. Αυστηρά και μόνο οι δυο μας, με τις ιδέες και τα πιστεύω μας.
Ερχόταν από το σπίτι μου και χτυπούσε την πόρτα.
-Εγώ είμαι, ο Γιώργης.
Χωρίς αυτό τον περίπατο δεν γινόταν. Ήταν ένας περίπατος ψυχαναλυτικός, ένας περίπατος – καταφύγιο από κάθε λογής καταπιέσεις και διαστρεβλώσεις. Οι διαδοχή των εικόνων που αυτονόητα ξετυλίγει ένας περίπατος, διευκολύνει τη γέννηση και την αλληλουχία των σκέψεων και τελικά την γέννηση των ιδεών. Η στοχαστική αναζήτηση της αλήθειας ή της μη – αλήθειας μπορεί να μοιάζει με μιαν άσκοπη περιπλάνηση στων ιδεών τους κόσμους, αλλά στη πραγματικότητα και χρήσιμη και κρίσιμη είναι για νέους ανθρώπους που βρίσκονται στο ξεκίνημα της ζωής τους.
Την αλήθεια και το νόημα της ζωής λοιπόν αναζητούσαμε με τον Γιώργη στους καθημερινούς μας περιπάτους, συγχρόνως όμως αναζητούσαμε λίγο φως στη μουντή ζωή μας, στο σκοτεινό κι απειλητικό μέλλον που ανοιγόταν μπροστά μας.
Να όμως που τα όνειρά μας μεγαλώνανε, μεγαλώνανε συνεχώς και ασταμάτητα και συγχρόνως τα στενά δρομάκια της πόλης την ώρα του περιπάτου έμοιαζε να στενεύουνε συνεχώς, κάποτε μάλιστα γινόταν αδιέξοδα, ώσπου κάποτε συλλογισμένοι και κατάκοποι χωρίζαμε για το σπίτι του ο καθένας.
Τα χρόνια περνούσανε και ο έντονος κυματισμός μοιραία τα χώρισε τα πλοία της ζωής μας. Ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί, ένα όμως είναι το βέβαιο: Τα βήματα που σχεδιάζαμε για το μέλλον στους μακρινούς περιπάτους μας, δεν μπορέσαμε να τα πραγματοποιήσουμε. Όσο για την Ελλάδα, ω, αυτή μας ξέφυγε πολύ πιο άτσαλα, ζήσαμε σε μια χώρα πολύ διαφορετική από εκείνη που ονειρευτήκαμε. Αυτοί που κρατούν το τιμόνι μας φαίνονται τόσο ξένοι και τόσο παράξενοι! Διαβάζω για παράδειγμα σήμερα: «Ψυχικά και σωματικά ασθενείς οι άνεργοι στην Ελλάδα». Και χθες διάβαζα «πωλούνται οι αιγιαλοί, οι αμμουδιές, τα δάση». Σίγουρα, δεν είναι αυτή η Ελλάδα που ονειρευτήκαμε ρε Γιώργη.
Ο Γιώργης, ο φίλος που έφυγε, δεν έφυγε μόνος. Πήρε μαζί του ένα κομμάτι από μένα. Ένα κομμάτι της ψυχικής μου σφαίρας, καίριο, κεντρικό, ένα μέρος από το γονιδίωμά μου ας πούμε το ψυχικό, ακριβώς εκείνο που περιέχει «τις βασικές μου τις αρχές», που χωρίς αυτές δεν μπορώ να λειτουργήσω.
-Θα το πάρω μαζί μου, είπε κοφτά. Για το καλό σου. Για να μην μπορείς πια να ξεστρατίσεις. Για να μην έχεις άλλη επιλογή. Και για να σε θυμούμαι παλιόφιλε!
Αυτά είπε ο Γιώργης και έφυγε. Σαν συννεφάκι άπιαστο και κάτασπρο, σ’ ένα ανυπόφορο και καταγάλανο Αυγουστιάτικο ουρανό.
*Ο Μανόλης Καλλέργης, είναι γιατρός