Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε από τον Μοσκοβισί να μη μιλάει για τέλος των μνημονίων, γιατί η χώρα βρίσκεται μπροστά σε νέα μέτρα. Τον ενδιαφέρουν οι θυσίες του λαού, είπε, αλλά δεν ζήτησε να μην εφαρμοστούν τα μέτρα. Ζήτησε να συνεχίσουμε να μιλάμε για μνημόνια. Νωρίτερα, στη βουλή, ο Κωστής Χατζηδάκης είχε μιλήσει ακόμα πιο απροκάλυπτα: «Αν δεν τους εξαναγκάσετε να κόψουν τις συντάξεις, ανατρέπετε το πολιτικό μας πρόγραμμα» ήταν το ακριβές νόημα της παρέμβασής του. Είπε ότι η μη εφαρμογή των μέτρων του 2019 και του 2010 συνιστά ακύρωση διεθνούς συμφωνίας και δεν προωθείται με τίμιους όρους απέναντι στα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Οι δηλώσεις, τόσο του προέδρου όσο και του αντιπροέδρου της Ν.Δ., είναι πρωτοφανείς. Ζητάνε περίπου ευθέως από τους δανειστές να εφαρμοστούν τα μέτρα χωρίς καν να ενδιαφέρονται για το πώς το ακούνε αυτό οι πολίτες. Αν η κυβέρνηση ποντάρει πολιτικά στην κοινωνική ανακούφιση, αυτοί ποντάρουν στην κοινωνική δυσαρέσκεια και καλούν σε βοήθεια τους δανειστές. Τους ζητάνε να μη διευκολύνουν τη χώρα για να μην διευκολύνουν την κυβέρνηση. Κι αν το κάνουν τόσο απροκάλυπτα, ούτε να σκεφτεί κανείς τι λένε στους Ευρωπαίους πίσω από τις κλειστές πόρτες. Το ερώτημα είναι τι τους έχει οδηγήσει να συμπεριφέρονται με τόση απόγνωση.
Το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., που έχουν τη συνολική ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας, θεώρησαν πως η επιβολή των μνημονίων ήταν μια ιστορική ευκαιρία να εγκατασταθούν για πάντα στην πολιτική ζωή της χώρας. Ένα ακραίο οικονομικό πρόγραμμα εφαρμοζόταν ως επιβεβλημένο από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης «για την οποία φταίμε όλοι», άρα τους απάλλασσε από πολιτικό κόστος. Η σχέση τους με την τρόικα τους καθιστούσε παντοδύναμους, καθώς πραγματική κυριαρχία ασκούσαν οι δανειστές. Είχαν αθροίσει τις δυνάμεις τους, που πριν την κρίση έφταναν το 85% του εκλογικού σώματος. Είχαν υπό τον έλεγχό τους τα ΜΜΕ. Και τέλος, το περιβάλλον που δημιουργούσαν τα Μνημόνια επέτρεπε να καρπωθούν, μαζί με το επιχειρηματικό και εκδοτικό κατεστημένο που είχαν εκθρέψει, μεγαλύτερα κομμάτια από μια πίτα που συνεχώς μίκραινε. Έτσι ένιωσαν αρκετά ισχυροί ώστε να ρυθμίζουν με τροπολογίες τα θαλασσοδάνειά τους, να καρπώνονται αυθαίρετα τις κρατικές επιχορηγήσεις, να μοιράζουν μαύρο πολιτικό χρήμα, να αφήνουν τα νοσοκομεία να χρεοκοπήσουν προς χάριν των ιδιωτών. Πολιτικό άλλοθι, στήριξη από τους ξένους, ισχυρή πλειοψηφία και κάλυψη από τα ΜΜΕ. Τι μπορούσε να πάει στραβά; Κι όμως, πήγε.
Τα κόμματα του παλιού πολιτικού συστήματος δεν συνειδητοποίησαν ούτε προσπάθησαν να καταλάβουν πώς έχασαν την εξουσία το 2015. Δεν είδαν τη δική τους πολιτική χρεοκοπία. Αντίθετα, μετά τον Σεπτέμβριο του 2015, θεώρησαν ότι τα ψωμιά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ΑΝ.ΕΛΛ. ήταν ελάχιστα. Ο Τσίπρας θα βρισκόταν στην τανάλια, ανάμεσα σε μια κοινωνία ανήσυχη, απογοητευμένη και αδύναμη να σηκώσει νέο μνημόνιο και στους δανειστές που δεν θα του συγχωρούσαν την ανακατωσούρα του πρώτου επταμήνου. Επομένως, οι μέρες του ήταν μετρημένες. Ήταν ζήτημα χρόνου να ρίξει η τρόικα τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και να επαναφέρει αυτούς, που σε τελική ανάλυση τους είχε δεδομένους. Κι αυτοί μπορούσαν να εφαρμόσουν πολύ χειρότερα πράγματα, φορτώνοντάς τα στον ΣΥΡΙΖΑ, στην περιπέτεια του πρώτου επταμήνου και «στα 100 δισ. που έχασε η χώρα στη διαπραγμάτευση».
Μετά τον «κόφτη» και την «πιστοληπτική γραμμή», καίγεται τώρα και το τελευταίο τους χαρτί, τα μέτρα του 2109 και του 2020, που θα δοκίμαζαν την αντοχή του κόσμου και θα τσαλάκωναν το κυβερνητικό αφήγημα της καθαρής εξόδου. Το πρόβλημά τους όμως είναι βαθύτερο. Το οικονομικό σχέδιο που έχουν να παρουσιάσουν είναι αμφίβολο αν μπορεί να σταθεί εκτός μνημονίων. Έπειτα από οχτώ χρόνια λιτότητας, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, το άνοιγμα της κοινωνικής ασφάλισης στους ιδιώτες, οι μειώσεις κοινωνικών δαπανών, η απαξίωση της δημόσιας υγείας δύσκολα θα γίνουν αποδεκτά από την κοινωνία ως σχέδιο για την επιστροφή της ανάπτυξης στη χώρα. Και η εμπλοκή τους σε σκάνδαλα κάνει ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα.
Έτσι λοιπόν, αυτοί που είχαν δηλώσει άνευ όρων υποταγή στους Ευρωπαίους, αυτοί που φώναξαν «βάστα, Σόιμπλε» και «Γερούν, γερά», νιώθουν τώρα προδομένοι από εκείνους που θεωρούσαν αφεντικά τους. Γι’ αυτό τα βάζουν πλέον ανοιχτά με τις ευρωπαϊκές πολιτικές τους οικογένειες και με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ή το ρίχνουν στο «Μακεδονικό». Η πολιτική τους ανεπάρκεια και ο παθιασμένος ρεβανσισμός τούς καθιστούν ανίκανους να αποδεχτούν τις νέες συνθήκες, να επανακαθορίσουν την πολιτική τους και να λειτουργήσουν σε δημοκρατικό πλαίσιο. Δεν ξέρουν πώς θα ζήσουν χωρίς μνημόνια.
* Ο Άγγελος Τσέκερης είναι δημοσιογράφος