Ο Παναγιώτης Ιω. Καμηλάκης, λαογράφος, τέως ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, από την ιστορική Κάντανο, της επαρχίας Σελίνου, Χανίων, ικανοποιώντας παράκληση Κιμωλίων φίλων του και, μάλιστα, του τ. Δημάρχου Κιμώλου και ιδρυτή της εφημερίδας «Κιμωλιακά Νέα», Θεοδώρου- Γερασίμου Μαγκανιώτη, κατέγραψε, πρόσφατα, και διέσωσε ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία γύρω από την οικονομική ζωή και τα επαγγέλματα των Κιμωλιατών από τα μέσα του 17ου έως τον 20ο αιώνα. Το βιβλίο αυτό με τίτλο: «Οικονομική Ζωή και Επαγγέλματα της Κιμώλου (17ος– 20ος αιώνας)» εκδόθηκε στη μνήμη του Εμμανουήλ Α. Σάρδη, με χορηγία της οικογένειάς του και εντάχθηκε στη σειρά των αυτοτελών εκδόσεων της παραπάνω εφημερίδας, οι οποίες, με την έκδοση αυτήν, συμπλήρωσαν αισίως τον αριθμό δέκα (10).
Πρόκειται για μιαν εργασία καλογραμμένη, σε πολυτονικό σύστημα, ευσυνείδητη, ευσύνοπτη και κατανοητή, που, πραγματικά, σέβεται τον αναγνώστη της και την ελληνική γλώσσα. Εντυπωσιάζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι ένα τόσο μικρό και φτωχό ελληνικό νησί (36, μόλις, τετρ. χλμ. και 900, περίπου, μόνιμων κατοίκων) του κυκλαδικού Πολύνησου, καίτοι παραμερισμένο και απομονωμένο από τα λοιπά νησιά των Κυκλάδων, που αποτέλεσαν το επίκεντρο της ιστορικής και κοινωνικής κονίστρας, όμως έχει να παρουσιάσει και αυτό τη δική του ιστορία στη μακρά διάρκεια του χρόνου. Και είναι αυτή ακριβώς η απομόνωση και αυτόνομη ιστορική κάθοδος τής Κιμώλου στην Ιστορία, που την κατέστησε, περαιτέρω, ένα ενδιαφέρον παράδειγμα για την μελέτη της οικονομικοκοινωνικής ζωής τόσον της ιδίας όσο και του συμπλέγματος των νησιών των Κυκλάδων και του Αρχιπελάγους από την Τουρκοκρατία μέχρι σήμερα. Η οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα των κατοίκων της Κιμώλου εξετάζεται στα πλαίσια της παραδοσιακής ζωής του νησιού, των καθημερινών ενασχολήσεων των κατοίκων και των επαγγελμάτων τους.
Κίμωλος διά των αιώνων ακούγεται το όνομα του νησιού ή Κίμωλο (χωρίς το τελικό [ς]) ή Κίμουλο (από ρίζα κιμο= λευκός και κατάληξη – ωλός) για τον πωρόλιθο που εξορύσσεται άφθονος στο εν λόγω ηφαιστειογενές νησί, που εξ αιτίας του πετρώματος αυτού τα εδάφη του, από μακριά, φαίνονται λευκά στον χρωματισμό. Κατά τη Μυθολογία η νήσος ακουγόταν και ως Εχινούσα «διά το πλήθος των εχίνων κατά τα παράλια αυτής» (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία).
Ενδιαφέροντα για μας, ειδικά, τους Κρητικούς στοιχεία του παρουσιαζόμενου βιβλίου ανευρίσκουμε αρκετά τόσο στον χώρο των κοινών κατακτητών και ιδιαίτερα της γνωστής μάστιγας της πειρατείας (του Χαϊρεντίν Μπαμπαρόσσα), που έπληξε αμφότερες της περιοχές, όσο και των κοινών περιηγητών (Tournefort, Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους 1700- 1792), που τον καιρό της Τουρκοκρατίας αλώνιζαν την Κρήτη και τα νησιά του συμπλέγματος των Κυκλάδων. Αλλά και η παρουσία Κρητών παροίκων στο μελετώμενο νησί ήταν, φαίνεται, γενναία, από τη στιγμή που ανάμεσα σε τέσσερις παροίκους, στην απογραφή του 1929, οι τρεις προσδιορίζονταν με το πατριδωνυμικό «Κρης». Κοινό, επίσης, ανάμεσα Κρήτης (και, μάλιστα, Ρεθύμνου) και Κιμώλου και το οικογενειακό «Γαβαλάς», καθώς και η παράσταση του δελφινιού (κατά το υπόδειγμα της αρχαίας Ρίθυμνας) σε παραστάσεις χάλκινων νομισμάτων που ανευρέθηκαν στην τοποθεσία «Ελληνικά» (πανελλήνιο και αυτό, το τελευταίο, τοπωνύμιο, που δηλώνει την εκεί ύπαρξη αρχαιοτήτων). Κυρίως, όμως, η μεγάλη σχέση της Κρήτης με την Κίμωλο σημειώνεται με τη συνεισφορά της Κιμώλου στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-69, οπότε τα τρία εμπορικά πλοία που εφοδίαζαν τους Κρητικούς με εθελοντές και πολεμοφόδια εύρισκαν, συχνά, ασφαλή κρησφύγετα στους στενούς όρμους του νησιού. Αλλά και τότε, με την Κρητική Επανάσταση, αλλά και αργότερα, πολλοί πρόσφυγες των κρητικών επαναστάσεων βρήκαν στην Κίμωλο και σε άλλα Κυκλαδονήσια το ασφαλές καταφύγιο που αναζητούσαν.
Όσον αφορά, τώρα, στην ειδικότερη του βιβλίου θεματολογία, την οικονομική ζωή και τα επαγγέλματα των Κιμωλιατών, αυτά, συχνά, εξετάζονται με αμιγώς λαογραφικές παραμέτρους, όπως από τα τοπωνύμια του νησιού, όσα από αυτά συνδέονται με αυστηρά οικονομικές δραστηριότητες (Αλώνια, Ελιώνας, Κλήμα, Μύλοι, Τσουκαλαρειά, Χειρόμυλοι κ.λπ.). Σημαντική, επίσης, στο σημείο αυτό, και η συνεισφορά των εκλογικών καταλόγων (του 1871), όπου μια προσεκτική αυτών μελέτη αποκαλύπτει ότι επί 427 ανδρών εκλογέων το μεγαλύτερο ποσοστό (33, 72%) δηλώνεται ως ασχολούμενο με τη γεωργία και ακολουθεί δεύτερο, αμέσως, στη σειρά, ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό (28, 57%), που δηλώνεται ασχολούμενο με επαγγέλματα της θάλασσας, ενώ μεταξύ των οικογενειακών ονομάτων παρατηρούνται και οικογενειακά, όπως Λογοθέτης, Παπαδάκης, Σαλβαράς, Χαλκιόπουλος κ.λπ.
Από τις παραπάνω δύο κυριότερες επαγγελματικές ενασχολήσεις των κατοίκων της Κιμώλου, η πρώτη, η «γεωργία», υπαγορεύεται από την, οπωσδήποτε, περιορισμένη ελαιοκομία του νησιού, ενώ η δεύτερη, η «ναυτιλία», αποτελούσε, ανέκαθεν, σημαντική πηγή εσόδων για το νησί και εξυπηρετούνταν από τους ντόπιους μικρούς πλοιοκτήτες, που όργωναν συστηματικά τους ναυτικούς δρόμους στα εκεί γύρω κοντινά νησιά, ενώ κάποτε εξακτινώνονταν και ακόμα μακρύτερα και μέχρι την Κωνσταντινούπολη και τη Μαύρη Θάλασσα, εξυπηρετούντες τον μεσαίο εκ των τριών θαλασσίων δρόμων, από τη Δυτική, δηλαδή, και κεντρική Μεσόγειο προς την Κωνσταντινούπολη, που περνούσε από τη Μήλο και την Κίμωλο και συνέχιζε από την κεντρική αλυσίδα των αγαιοπελαγίτικων νησιών προς το βόρειο Αιγαίο και την Κωνσταντινούπολη.
Τέλος, πέραν των πληροφοριών αυτών που αποδεικνύουν την αξία του παρουσιαζόμενου βιβλίου και αναφέρονται στην οικονομική ζωή, στα επαγγέλματα και στις σχέσεις της Κιμώλου προς την Κρήτη, οφείλουμε, νομίζω, για το γενικότερο εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, να αναφερθούμε και στα δύο, εν πολλοίς, άγνωστα προϊόντα της Κιμώλου. στους πωρόλιθους (τα πώρια) και στην κιμωλία γη των αρχαίων (στον σημερινό πηλό). Οι πρώτοι, οι πωρόλιθοι της Κιμώλου, χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στις οικοδομές ως ακρογωνιαίοι λίθοι (αγκωνάρια), των οποίων γίνεται σημαντική εξαγωγή και στα νεότερα χρόνια (19ος – 20ος αι.). Μεταφέρονταν με τα κιμωλιακά ιστιοφόρα προπαντός στην Ερμούπολη (ιδίως κατά την περίοδο της ακμής και ανοικοδόμησής της κατά τον 19ο αι.), αλλά και στον Πειραιά για τις οικοδομικές ανάγκες του ίδιου, αλλά και για τις ανάγκες της ελληνικής πρωτεύουσας.
Η εξόρυξη της δεύτερης, της κιμωλίας γης (πηλού) των αρχαίων, υπήρξε ήδη από την αρχαιότητα -οπότε χρησιμοποιούνταν στην ιατρική- μέχρι και τα νεότερα χρόνια ένα μικρό μεν αλλά διαρκές έσοδο για τους Κιμωλιάτες. Η Κίμωλος ήταν και είναι ονομαστή μεταξύ των Κυκλάδων για το προϊόν της αυτό, που στο παρελθόν χρησίμευε αντί σαπουνιού για τη λεύκανση και τον καθαρισμό τόσο των υφασμάτων και κυρίως των μαλλιών, όσο και του σώματος των λουομένων είτε σε γλυκά είτε σε θαλασσινά νερά. Το σαπουνόχωμα αυτό («πηλός» των ντόπιων), που στη λαϊκή γλώσσα λέγεται και τεμπεσίρι, είναι αργιλώδες, λευκόφαιο στο χρώμα και αφαιρεί από τα υφάσματα και το σώμα τις λιπαρές ουσίες. Γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε ανέκαθεν αντί σαπουνιού, από το οποίο και ονομάστηκε -όπως ήδη σημειώσαμε- τοπικά, σαπουνόχωμα για τις καθαρτικές ιδιότητες που έχει. Το σαπουνόχωμα της Κιμώλου είχε βραβευθεί παλαιότερα και σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις, ενώ λόγω και των κοιτασμάτων αργυρούχου βαρυτίνης και μπετονίτη που περιέχονται στο υπέδαφός της, η Κίμωλος σήμερα είναι ενταγμένη στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών «Natura 2000». Να σημειώσουμε, τέλος, ότι στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου (1851) εκτέθηκαν τέσσερα, κυρίως, προϊόντα από τις Κυκλάδες. σαπουνόχωμα Κιμώλου, σμύριδα Νάξου, θειάφι και μυλόπετρες Μήλου.
Πρόκειται για ένα σύγγραμμα μεγάλης λαογραφικής αλλά και ιστορικής ευθύνης, τόσο για την Κίμωλο, όσο και για τις Κυκλάδες και τον ελληνικό, γενικότερα, χώρο. Απ’ όσο μπορέσαμε να διαπιστώσουμε από τη βιβλιογραφία, η Κίμωλος δεν έχει, μέχρι σήμερα, να επιδείξει παρόμοιο ιστορικολαογραφικό έργο. Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό φίλο και δόκιμο συγγραφέα και λαογράφο κ. Παναγιώτη Καμηλάκη και του ευχόμαστε ο Θεός να του δίνει δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του τόσο στον χώρο τής Λαογραφίας, όσο και των Ελληνικών Γραμμάτων, γενικότερα, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του.