«Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω». Με αυτή τη φράση τελείωσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τον ιστορικό του λόγο στον λόφο της Πνύκας. Μια υπογραφή που δεν μπήκε με μελάνι, αλλά η πένα βουτήχτηκε στο αίμα χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών, που έδωσαν τη ζωή τους για το μεγάλο ιδανικό: Την ελευθερία της πατρίδας και του έθνους.
Αγώνες και επαναστάσεις που δεν στέφθηκαν από επιτυχία. Το κίνημα του Διονύσιου του Φιλόσοφου, τα Ορλωφικά, οι προσπάθειες του Λαμπρου Κατσώνη οι αγώνες των Σουλιωτών, ο αποτρόπαιος θάνατος του Δασκαλογιάννη στο Ηράκλειο.
Οι Έλληνες κατάλαβαν ότι μεμονωμένα, χωρίς οργάνωση, δεν μπορούσαν να πετύχουν τον σκοπό τους. Ούτε βέβαια να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε ξένη βοήθεια. Όσες φορές στηρίχτηκαν σε ξένους φίλους απογοητεύτηκαν και οι επαναστάσεις απέτυχαν.
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
γράφει ο Διονύσιος Σολωμός στον Ύμνο εις την Ελευθερία.
Και ο Ανδρέας Κάλβος στις «Ωδές» του, νιώθοντας αποτροπιασμό για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων στο ελληνικό ζήτημα γράφει
Καλήτερα, καλήτερα
Διασκορπισμένοι οι Έλληνες
Να τρέχωσι τον κόσμον,
Με εξαπλωμένην χείρα
Ψωμοζητούντες
Παρά προστάτας νάχωμεν…
Έτσι ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία στη μακρινή Οδησσό της Ρωσίας για να οργανώσει ορθά και μυστικά τον μεγάλο ξεσηκωμό. Ένας ξεσηκωμός που είχε μεστώσει πια, αφού οι Δάσκαλοι του Γένους είχαν ρίξει τον σπόρο της ελευθερίας φέρνοντας το κύμα του νεοελληνικού Διαφωτισμού απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα. Φωτισμένοι δάσκαλοι και ιερείς παρά τις απαγορεύσεις, διέτρεξαν την ελληνική ύπαιθρο ιδρύοντας σχολεία, τυπώνοντας βιβλία και συγγράματα και αναπτύσσοντας τον φιλελληνισμό στη Δύση.
Έτσι η μεγάλη επανάσταση ξέσπασε στον Μωριά την άνοιξη του 1821, αφού είχε δημιουργηθεί ο αντιπερισπασμός με την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να υψώνει τη σημαία στο Ιάσιο και τον Ιερό Λόχο να δίνει το μέγιστο παράδειγμα αυτοθυσίας στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο του 1821.
Οι πρώτες μάχες της επανάστασης ήταν διάσπαρτες. Η Πολιτεία όμως επέλεξε σαν επίσημη ημερομηνία κήρυξης του μεγάλου αυτού γεγονότος την 25η Μαρτίου. Δύο χαρμόσυνα και συνάμα συμβολικά γεγονότα την ίδια ημέρα. Εθνικό και θρησκευτικό. Η απαρχή της αποτίναξης του τουρκικού ζυγού από τη μια και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου από την άλλη.
Εκείνα, τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, γράφτηκαν οι λαμπρότερες ίσως σελίδες της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας. Η μάχη της Αλαμάνας με τον Αθανάσιο Διάκο, το χάνι της Γραβιάς με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, η κατάληψη της Τριπολιτσάς και η μάχη στα Δερβενάκια με τον Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά, αλλά και θαλάσσιες επιτυχίες με τον Μιαούλη τον Κανάρη και τον Πιπίνο. Ένα κλίμα ενθουσιασμού και νίκης διέτρεχε όλη την ελληνική επικράτεια. Ο καθένας βοηθούσε από το δικό του μετερίζι. Οι πλούσιοι Έλληνες έμποροι άνοιξαν τα σεντούκια τους και έδωσαν τις περιουσίες τους στον αγώνα ενώ οι καραβοκύρηδες διέθεσαν τα εμπορικά καράβια τους στις ναυμαχίες. Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους με τη στάση τους έδειξαν το υψηλό εθνικό φρόνημα της γυναίκας του ’21.
Κι η Κρήτη δεν μπορούσε να απέχει απ’ αυτόν τον μεγάλο ξεσηκωμό κι ας μέμφεται ο μεγάλος ιστορικός Σπυρίδωνας Τρικούπης του Κρητικούς ότι άργησαν να πιάσουν τ’ άρματα. Αλλά για ποια άρματα μιλάμε; Που η Μεγαλόνησος, παραμονές της επανάστασης, είχε όλα κι όλα 1.200 τουφέκια κι απ’ αυτά τα 800 βρίσκονταν στα χέρια των σκληροτράχηλων Σφακιανών, ενώ οι ανατολικές επαρχίες του νησιού ήταν παντελώς άοπλες.
Αλλά θα ήταν χρήσιμο να δούμε την κατάσταση που επικρατούσε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, πριν εξάγουμε εσφαλμένα συμπεράσματα. Η Κρήτη ήταν η νοτιότερη επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποκομμένη από την ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν διέθετε μεγάλο εμπορικό στόλο, που να είχε μετατραπεί σε πολεμικό κατά τα πρότυπα των Υδραίων και των Σπετσιωτών. Οπότε ήταν εύκολη η από θαλάσσης μεταφορά και απόβαση τουρκικών στρατευμάτων και πολεμοφοδίων. Ήταν σε απόσταση αναπνοής από την Αίγυπτο, μεγάλο και ισχυρό σύμμαχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η εμπλοκή της οποίας φάνηκε ένα, μόλις, χρόνο μετά την έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη. Η αναλογία κρητικού και μουσουλμανικού στοιχείου ήταν περίπου μισή-μισή. Διοικητικά η Κρήτη είχε τρεις πασάδες (σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, με ανάλογο ισχυρό στρατό) σε σύγκριση με τη μεγαλύτερη σε έκταση Πελοπόννησο που είχε μόνον ένα. Τα τάγματα των Γενιτσάρων (Αυτοκρατορικών και Κρητικών) ήταν τα μεγαλύτερα σε πληθυσμό, αλλά και σε αγριότητα από κάθε άλλη τουρκοκρατούμενη περιοχή. Η ιδιότυπη-μοναδική στα ελληνικά δεδομένα της εποχής- ύπαρξη της μεγάλης κοινότητας των Τουρκοκρητικών (Κρητικοί στην καταγωγή, στη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα αλλά μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα) δημιουργούσε μια περίπλοκη κατάσταση. Τέλος, ήταν νωπές ακόμη οι ωμότητες και οι καταστροφές στο νησί από την αποτυχημένη επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770.
Παράλληλα, η Κρήτη, φαίνεται πως ήταν έξω από τα πλάνα της Φιλικής Εταιρείας, που τα μέλη της διέτρεχαν απ’ άκρου σ’ άκρου την ηπειρωτική Ελλάδα για να μυήσουν όσες περισσότερες από τις κεφαλές του τόπου στη Μεγάλη Ιδέα. Παρόλα αυτά, ο πρώτος Κρητικός που μυήθηκε ήταν ο Ρεθεμνιώτης λόγιος Εμμανουήλ Βερνάρδος, που τότε βρισκόταν στο Ιάσιο, συμβάλλοντας στο «Κοινόν» με 10 ολλανδικά φλουριά. Στην Κρήτη κατέβηκαν δευτερεύοντες, μόνο, Φιλικοί οι οποίοι κατέφεραν να μυήσουν μόλις 78 Κρήτες στη Φιλική Εταιρεία. Αλλά και η υλική βοήθεια που προσέφερε στον αγώνα, στο νησί, ήταν μηδενική, παρά τις δραματικές εκκλήσεις των Κρητικών που παρακαλούσαν για ένα τουφέκι για να μπουν στη φωτιά της μάχης. Τέλος, ουδέποτε ενημέρωσε η Φιλική Εταιρεία τα μέλη της στην Κρήτη για την επίσημη έναρξη της επανάστασης. Αυτή μαθεύτηκε από ένα εντελώς τυχαίο γεγονός.
Οι Κρήτες, όμως, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, όπως έκαναν, άλλωστε, σε όλα τα προστάγματα της πατρίδας. 7 Απριλίου 1821, Πρώτη Σύσκεψη των Σφακιανών αρχηγών στα Γλυκά Νερά, ενώ στις 18 του ίδιου μήνα Γενική Συνέλευση των κατοίκων στο Λουτρό. Στις 29 του Μάη, στη Μονή Θυμιανής στα Σφακιά, στην Αγία Λαύρα της Κρήτης, πάρθηκε η μεγάλη απόφαση για την κήρυξη της επανάστασης στο νησί. 54.000 ασημένια δίστηλα τάληρα συγκεντρώθηκαν από εισφορές των εμπόρων των Σφακίων για να αγοραστούν όπλα και πολεμοφόδια, ενώ ο κάθε κάτοικος προσέφερε ό,τι μπορούσε: ζώα, τυρί, μέλι, κερί, ακόμα και παλιά οικογενειακά κειμήλια και κοσμήματα προσφέρθηκαν για τις πρώτες ανάγκες του αγώνα. Τα ιερά βιβλία των εκκλησιών και των μοναστηριών διατέθηκαν για να γίνουν χαρτί για τα φυσέκια, ενώ οι στατήρες του ζυγίσματος λιώθηκαν για να γίνουν βόλια. Μερικές ημέρες νωρίτερα, στις 25 Μαΐου, ο ηρωικός Ηγούμενος της Μονής Πρέβελη, Μελχισεδέκ Τσουδερός, που στο μεταξύ είχε προσφέρει όλα τα ασημένια σκεύη και καντήλια της Μονής για τις ανάγκες της επανάστασης, χρησιμοποιώντας το αντιμήνσιο του Μοναστηριού, ύψωσε την πρώτη σημαία της επανάστασης στον Κουρκουλό, έξω από το Ροδάκινο, μπροστά σε 150 πάνοπλους συντοπίτες του.
Τα αντίποινα των Τούρκων φοβερά: Απαγχονίζουν στην πλατεία της Σπλάντζιας στα Χανιά τον Επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ και τον δάσκαλο Καλλίνικο Βεροιαίο, ενώ φυλακίζουν τον Επίσκοπο Ρεθύμνου Γεράσιμο Περδικάρη. Μερικές ημέρες αργότερα, στο Ηράκλειο, στον «Μεγάλο Αρπεντέ», τη μεγαλύτερη σφαγή αμάχων που έγινε ποτέ στην Κρήτη, το εξαγριωμένο πλήθος ξεχύνεται στους δρόμους και σφαγιάζει 800 χριστιανούς, ανάμεσά τους τον Μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη και όλους σχεδόν τους Επισκόπους της Κρήτης, που είχαν καταφύγει στον ναό του Αγίου Μηνά.
Το φρόνημα, όμως των Κρητών δεν κάμπτεται! Ξεχύνονται εναντίον των Τούρκων και τους κατατροπώνουν. Ο Άη Γιάννης ο Καμμένος γίνεται το Βαλτέτσι της Κρήτης, ενώ στον λόγγο του Κατρέ, στα Σφακιά, οι Τούρκοι χάνουν 2.000 στρατιώτες. Αρκετά χρόνια μετά τα ασπρισμένα, διάσπαρτα κόκκαλά τους, θυμίζουν την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Ο Γιώργης Τσελεπής, ο εγγονός του ηρωικού Δασκαλογιάννη γίνεται ο Μάρκος Μπότσαρης της Κρήτης, ενώ ο Γάλλος αξιωματικός και Φιλέλληνας Joseph Balestra, σαν άλλος Λόρδος Byron, δίνει τη ζωή του για την ελευθερία του νησιού.
Ξαρμάτωτοι οι Κρητικοί πολεμούν με τις σπαθόβεργες και αυτοσχέδια ρόπαλα εναντίον του κατακτητή, περιμένοντας να βρουν τον νεκρό Τούρκο για να του πάρουν το τουφέκι και τα φυσέκια και να ξεχυθούν στη μάχη. Υπολογίζεται ότι μέχρι τα τέλη του Μάη του 1822 οι Κρήτες είχαν αρπάξει από τις μάχες μέχρι και 5.000 τουφέκια και είχαν αγοράσει και 3.000 ακόμα. Όπως αναφέρει ο Ιστορικός Ιωάννης Μουρέλλος, μέχρι και ένα λιόφυτο με 50 ελαιόδεντρα πουλούσε ο Κρητικός για να αγοράσει ένα τουφέκι και να πέσει στη μάχη. Με τη βούργια στην πλάτη, με ένα καύκαλο παξιμάδι, ένα ξερό κρεμμύδι και λίγο νερό, διέτρεχε απ’ άκρου σ’ άκρου την Κρήτη, όπου ακουγόταν το τουφεκίδι, για να αντιμετωπίσει κατάματα τον θάνατο.
Δεν πέρασε μήτε ένας χρόνος για να καταλάβει ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’ ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα με τους Κρητικούς. Και τότε έκανε τη μεγάλη συμφωνία με τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου: Σου κάνω δώρο την Κρήτη αν με βοηθήσεις να καταπνίξω την επανάσταση. Γέμισε ο κόρφος της Σούδας με τα πανιά από τα 124 αιγυπτιακά καράβια, που ανενόχλητα αποβίβασαν 10.000 καλά εκπαιδευμένους και οπλισμένους μισθοφόρους στρατιώτες και 500 καβαλαραίους στις 28 του Μάη του 1822. Και ξαναήρθαν άλλες δύο φορές τα Μισιριανά καράβια και ξεφόρτωσαν άλλες 15.000 Αραπάδες, Αλβανούς, Μαμελούκους και Μπεντουίνους για να πατήσουν το νησί. Φωτιά και τσεκούρι στους ραγιάδες για να προσκυνήσουν. Με τον Χασάν πασά στην αρχή και τον Χουσεΐν μπέη στη συνέχεια, οι Αιγύπτιοι κινήθηκαν συντονισμένα εναντίον των επαναστατών. Οι Γενικοί Έπαρχοι της Κρήτης, Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ, αρχικά, και ο Υδραίος Εμμανουήλ Τομπάζης μετέπειτα, δεν κατάφεραν να οργανώσουν όπως θα έπρεπε τον αγώνα. Ο ηρωικός θάνατος των Κρητών στα σπήλαια της Μιλάτου και του Μελιδονίου και η ατελείωτη λειτουργία της Λαμπινής καταδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο τις ωμότητες και τα αιμοσταγή ένστικτα των μουσουλμάνων, ενώ οι Δροσουλίτες του Φραγκοκάστελου μας ανακαλούν στον νού τον ηρωικό Ηπειρώτη οπλαρχηγό Χατζημιχάλη Νταλιάνη που το 1828, με το αίμα του πότισε, κι αυτός, το δέντρο της κρητικής λευτεριάς.
Δέκα ολάκερα χρόνια κράτησε ο πολυαίμακτος αγώνας στο νησί. Οι μισοί του κάτοικοι έχασαν τη ζωή τους ή αναγκάστηκαν να εκπατριστούν για να σωθούν. Αλλά το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ας Ιανουαρίου 1830 άφηνε την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοπαγούς ελληνικού Κράτους. Η ευρωπαϊκή διπλωματία δεν ήθελε την Κρήτη ελεύθερη. Δραματική η επιστολή του «Κρητικού Συμβουλίου» προς όλες τις κατευθύνσεις: «Η Κρήτη ήτο και είναι μέρος αδιάσπαστον της Ελλάδος αυτής, ως συναγωνισθείσα και συναγωνιζομένη με τα λοιπά επαναστατημένα μέρη από την αρχήν… Ημείς δεν ευρίσκομεν αλλού την σωτηρίαν μας παρά εις τα όπλα μας και εις αυτόν τον έντιμον θάνατον…».
Φέτος, εορτάζουμε τα 200 χρόνια από αυτή την ηρωική και επική σελίδα της ελληνικής Ιστορίας. Που οι ραγιάδες, σήκωσαν το κεφάλι και κατάφεραν να αποτινάξουν μετά από αιώνες τον τουρκικό ζυγό. Η πανδημία του κορονοϊού δεν μπορεί να σταθεί τροχοπέδη στο βροντερό μήνυμα της ελευθερίας, που σαν μια φωνή ακούστηκε απ’ όλους τους Έλληνες σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας. Ένα μήνυμα που σήμερα είναι επίκαιρό όσο ποτέ, που οι εξ’ ανατολών γείτονές μας αμφισβητούν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σε τόπους που ποτίστηκαν από το ελληνικό αίμα πάμπολλες φορές. Είναι η στιγμή να βροντοφωνάξουμε προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η Ελλάδα είναι εδώ! Με τους Έλληνες ενωμένους απέναντι στον καθένα που θέλει να επιβουλευτεί τα σύνορά μας, που με τόσους αγώνες καταφέραμε να κατοχυρώσουμε.
(Ο πανηγυρικός εκφωνήθηκε την 25η Μαρτίου στον Μητροπολιτικό ναό Εισοδίων της Θεοτόκου Ρεθύμνου).