Γιατί από το σπίτι τούτο
Ένα λεπτό μονάχα
Όχι, δε θα πάρω τίποτα μαζί μου,
γιατί δεν κράτησα τίποτα δικό μου
μονάχα τ’ άδειο μου κορμί
Μόνο εκείνη την παλιά φωτογραφία
στην ασημένια κορνίζα λέω να κρατήσω,
που δείχνει τα χρόνια
-Περίμενε, θα ‘ρθω μαζί σου.
Κι εσύ ζητιάνε
μη χτυπήσεις την πόρτα τούτη άλλη φορά
Προσπέρασε, ξέχασε
Είκοσι χρόνια απεγνωσμένα κι εγώ χτυπούσα.
Ναι, κουράστηκα να χτυπώ, να κλαίω
Κοίταξε! Ο βασιλικός ξεράθηκε στη γλάστρα
και τ’ όνειρο δραπέτευσε,
Τώρα θ’ ανοίξω το κλουβί
Θα ‘ρθω απόψε που το φεγγάρι
θ’ αργήσει να κάνει τον περίπατό του
στις γειτονιές των άστρων
κι έτσι δε θα δεις στο πρόσωπό μου
Κι έτσι δε θα φανούν και τα πατήματά μου
Κι εσύ ξένε οδοιπόρε
μην πεις ότι με είδες
Γιατί θέλω να φύγω στα κρυφά,
όπως στα κρυφά πέρασα
Θέλω να φύγω
έστω και μόνη μου,
Μόνη μου έκλαιγα τη νύκτα.
Κι όταν η πόρτα δεν άνοιγε,
ονειρευόμουν
να ‘ρχεται, λέει, ένας μάγος
με γαλανά μάτια
πάνω σ’ ένα άσπρο σύννεφο
και με το μαγικό του ραβδί
να με μεταμορφώνει σε όμορφη πεταλούδα
Κι άλλες φορές πάλι περίμενα
να περάσει μέσα στο σπίτι τούτο
από τη μικρή χαραμάδα
Έτσι πίστευα.
Και περίμενα μέχρι το μεσημέρι
και μετά πάλι τ’ απόγευμα,
Και τότε περίμενα τ’ άλλο πρωί,
Έλα, δώσε μου το χέρι σου
κι εγώ θα το κρατήσω
στο μέρος της καρδιάς
(Φτερόλακας)