Αποφεύγω να τοποθετούμαι -και μάλιστα δημόσια- επί θεμάτων που αγνοώ ή, τελοσπάντων, δε γνωρίζω καλά. Αυτή η «ικανότητα» του Έλληνα (και δη του δικηγόρου) να έχει άποψη επί παντός επιστητού, πραγματικά με προσπερνά. Στην περίπτωση όμως του νεαρού κρατούμενου-απεργού πείνας, που φαίνεται να απασχολεί όψιμα το πανελλήνιο τις τελευταίες ημέρες, η υπομονή (μου), η λογική (μου) και οι όποιες νομικές γνώσεις μου εξαντλούνται. Όχι βέβαια από τις επιλογές του κρατούμενου (που είναι δικές του και με αφορούν μόνο σε επίπεδο συν-κοινωνού, άλλως ειπείν, «δεν είμαι ούτε γονέας του ούτε σύντροφός του»), αλλά από τις θέσεις που εκφράζονται με αφορμή τις επιλογές και δηλώσεις του κρατούμενου, χωρίς ωστόσο οι κήνσορες -στην πλειοψηφία τους- να ενδιαφέρονται να πληροφορηθούν, πριν μιλήσουν, για το ισχύον νομικό πλαίσιο στην περίπτωσή του.
Ζήτημα 1ο και αμετάκλητα λελυμένο: το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά (943/2014) απέρριψε ορθά -βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου- την προσφυγή του νεαρού κρατούμενου κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού. Υπενθυμίζω-ενημερώνω, ότι σε βάρος του ίδιου κρατούμενου εκκρεμούν τρία εντάλματα προσωρινής κράτησης, οπότε ζητήθηκε ορθά από το Συμβούλιο, η γνώμη του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή που χειρίζεται τις υποθέσεις του (με την ιδιότητα της Αρχής που εξέδωσε τα εντάλματα), η οποία στην προκείμενη περίπτωση ήταν αρνητική. Γι’ αυτό άλλωστε, ακούγονται τα περί ανάγκης τροποποίησης του νομικού πλαισίου, ειδικής πρόβλεψης κ.ο.κ.
Σε ό,τι επομένως αφορά την «απόφαση» (βούλευμα) των δήθεν «συστημικών» δικαστών, τα πράγματα είναι απλά: οι δικαστές αποφάσισαν νόμιμα και ορθά. Η εφαρμογή του νόμου δεν γίνεται να τροποποιείται ή να διαμορφώνεται, ανάλογα με το χρώμα των μπογιών που πετάμε στα δικαστικά μέγαρα ή το μήκος της πορείας. Το λογικό, αλλά, επιτρέψτε μου το χαρακτηρισμό, ρηχό αντεπιχείρημα, ότι και στην περίπτωση του «χ» εφοπλιστή υπάρχουν οι νόμοι, αλλά δεν εφαρμόστηκαν (πάλι βέβαια, γιατί έτσι νομίζουμε εμείς, που κρίναμε μια υπόθεση από την τηλεόραση), δεν μπορεί να επικρατήσει. Αλλοίμονο, αν η επιταγή «δικαιοσύνη για όλους» (του Αμερικάνικου Συντάγματος) μετατραπεί σε «…un-justice for all». Και είναι προφανώς εσφαλμένο, αντί να απαιτείς να διορθώσεις τη λάθος απόφαση (αν υπάρχει), να αποπειράσαι, και μάλιστα με τη βία, να μετατρέψεις μια νόμιμη απόφαση, επειδή «υπάρχουν και άλλες εσφαλμένες».
Ζήτημα 2ο, δυσεπίλυτο και μέχρι σήμερα άλυτο: το πρόβλημα, δεν είναι εκεί, που, μάλλον σκόπιμα, τοποθετείται. Είναι αδιανόητο, το ότι αναλωνόμαστε, συζητώντας, αν ο νεαρός κρατούμενος είναι «τρομοκράτης», ενώ αθωώθηκε για τη σχετική κατηγορία ή με ερωτήματα του τύπου, «γιατί δεν ασχολείστε με εμάς, που και εμείς πεινάμε, αλλά ασχολείστε με το ληστή». Εξάλλου, από κανένα σκεπτόμενο δεν μπορεί να παροραθεί, ότι και άλλοι κρατούμενοι προέβησαν σε αντίστοιχες ενέργειες – διαμαρτυρίες, χωρίς, ωστόσο, τη δέσμη των προβολέων των μεγάλων μέσων ενημέρωσης διαρκώς πάνω τους (βλ. απεργία πείνας Κωστάρη για τον ίδιο λόγο). Δυστυχώς, αυτό που συμβαίνει είναι πολύ πιο «ελληνικό» και το βιώνουμε όλοι μας, ο καθένας από το χώρο, στον οποίο κινείται: η ίδια πολιτεία που έδωσε το δικαίωμα στον τότε υπόδικο και τότε προσωρινά κρατούμενο να συμμετέχει στις πανελλήνιες εξετάσεις, η ίδια πολιτεία ψήφισε τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους το νέο σωφρονιστικό κώδικα, που αποκλείει τις εκπαιδευτικές άδειες σε κρατούμενους σε ιδρύματα τύπου «γ». Δηλαδή, το ίδιο κράτος που επέτρεψε στο συγκεκριμένο κρατούμενο να αποκτήσει την ιδιότητα του φοιτητή, το ίδιο, τώρα, του απαγορεύει να φοιτήσει. Αυτός ο παραλογισμός είναι, κατά την ταπεινή κρίση μου, το πρόβλημα. Και τον παραλογισμό αυτό, τον βιώνω από την ενηλικίωσή μου, με εξαίρεση το μικρό χρονικό διάστημα που έζησα σε άλλη χώρα. Το σενάριο στην υπόθεση του νεαρού κρατούμενου είναι το ίδιο με την πλειοψηφία των νομοθετημάτων, ρυθμίσεων και επιλογών αυτού του κράτους. Το κόστος, βέβαια, αλλάζει. Και σε αυτή την περίπτωση, το κόστος είναι μεγάλο: γιατί είναι άλλο, να παραπονιέσαι γιατί αγόρασες SUV, όταν δεν υπήρχε «τεκμήριο», αλλά προστέθηκε μετά, αιφνιδιαστικά και απροειδοποίητα και σαφώς άλλο -σε ένταση και διάσταση- ο κρατούμενος που απειλείται με μόνιμες σωματικές βλάβες.
Επομένως και για τις ανάγκες της παρούσας περιορισμένης τοποθέτησης: είναι μάλλον άδικο, να χρησιμοποιούμε -εμείς που τρώμε- την επιλογή (καλή ή κακή, σωστή ή λάθος) του κρατούμενου και να την μετατρέπουμε σε μέσο πόλωσης, για μία ακόμα φορά σε αυτή τη χώρα. Το πρόβλημα δεν είναι οι άλλοι. Το πρόβλημα είμαστε εμείς, που αδυνατούμε, δια των επιλογών μας, να φτιάξουμε μια Πολιτεία, που θα ασχολείται ΑΥΤΗ (με το λογικό, νόμιμο και θεσμικό πλαίσιο, που εμείς και όχι «οι άλλοι» θα έχουμε διαμορφώσει) (και) με τους κρατούμενους (όπως και με όλους τους υπόλοιπους πολίτες). Και όχι εμείς, ατομικά, απ’ τα ηλεκτρονικά καφενεία μας και τις αναπαυτικές πολυθρόνες μας.
*Ο Ανδρέας Αργυρόπουλος είναι δικηγόρος, LL.M. Ποινικού Δικαίου