Αναμνήσεις
Δεν θέλω να κλονίσω, ούτε είναι δυνατό -και να ήθελα- να μπορούσα. Απλά θέλω σήμερα να εξομολογηθώ ότι ποτέ δεν μπόρεσα να πιστέψω στη μετά τον θάνατο ζωή, Κόλαση, Παράδεισο, και ό,τι άλλο μας δίδασκαν οι γονείς, οι δάσκαλοι ή οι ιερείς.
Απλά θέλω να εξομολογηθώ σήμερα ότι, ούτε τότε ως παιδί, δεν πίστεψα ότι υπάρχει μετά θάνατον ζωή και τα συναφή περί τιμωρίας ή αμοιβής των ανθρώπων για τις καλές ή κακές πράξεις που τυχόν έκαναν στη ζωή τους. Φυσικά καταλαβαίνω ότι αυτή η διδασκαλία είχε τον σκοπό της, να συγκρατεί τον άνθρωπο σε ηθικά πλαίσια στη ζωή του.
Έτσι διάφοροι ιδρυτές θρησκειών φιλοσοφικοί διδάσκαλοι, δίδασκαν ότι η τιμωρία ή η αμοιβή για τις καλές ή κακές πράξεις μετά θάνατον θα τιμωρήσει τους κακούς και θα ανταμείψει τους καλούς.
Και ο καθένας φιλόσοφος ή ιδρυτής θρησκείας, είχε τις δικές του απόψεις για τον παράδεισο και την κόλαση μετά θάνατον.
Προσωπικά, φίλοι μου, ούτε στα παραμύθια ως παιδί παρασυρόμουν συναισθηματικά ακούγοντάς τα, ούτε στων ηθικών διδασκάλων ή ιερέων τις νουθεσίες για να μην τιμωρηθεί ο άνθρωπος μετά θάνατον. Αναγνωρίζω μόνο ότι η επιρροή της μετά θάνατον αμοιβής ή τιμωρίας συγκρατούσε τους ανθρώπους στη ζωή τους σε κάποια όρια ηθικής. Θυμάμαι ως μαθητής της δευτέρας δημοτικού μια αντίδρασή μου, που θα σάς πείσει για την ανυπαρξία πίστης μου ότι υπάρχει μετά θάνατον ζωή κ.λπ.
Μετατέθηκε από την Τρίπολη στο Άργος ο πατέρας μου, όπου νοικιάσαμε σπίτι που πλήρωνε η εταιρεία. Την επομένη, κάποιες κυρίες επισκέφτηκαν τη μητέρα μου και της είπαν ότι προ μηνός αυτοκτόνησε ο πρώην κάτοικος του σπιτιού και από τότε, της είπαν, βγαίνει στην ταράτσα ο νεκρός κάθε βράδυ και φωνάζει… Η μητέρα μου τρομοκρατήθηκε και ζήτησε από τον πατέρα μου να ξενοικιάσει το σπίτι. Καταλαβαίνετε τις συζητήσεις και την οξύτητα στο ζεύγος. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να την πείσει ότι αυτά δεν γίνονται και ότι οι νεκροί δεν μιλάνε ούτε εμφανίζονται μετά θάνατον. Εγώ λοιπόν, που παρά την ηλικία μου δεν πίστευα στα παραμύθια αποφάσισα να κάνω κάτι για να διαλύσω τις ανησυχίες της μητέρας μου που οι γειτόνισσες της υπέβαλαν με τις διηγήσεις τους.
Το βράδυ όταν όλοι κοιμήθηκαν, πήρα ένα σεντόνι και ανέβηκα στην ταράτσα για να ξενυχτήσω και να διαλύσω και της μητέρας μου τις φοβίες. Το πρωί που ξύπνησε ο πατέρας μου να πάει στη δουλειά ανησύχησε που δεν με είδε στο κρεβάτι και μου φώναξε: «Πού είσαι Κωστάκη;»
«Εδώ είμαι πατέρα, στην ταράτσα, περιμένω να φανεί ο νεκρός αλλά τίποτα».
Γέλασε με την ψυχή του ο πατέρας μου και η μητέρα μου πείστηκε ότι ο αυτοκτονήσας, δεν έχει καμιά διάθεση ως νεκρός να κάνει την εμφάνισή του. Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί συνεχίζω να μην πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή…