Του Γ.Π. ΕΚΚΕΚΑΚΗ
Αναζητώντας, εδώ και μισό αιώνα, στοιχεία που αφορούν στην τοπική μας ιστορία, δέχτηκα κατά καιρούς βοήθεια από πολλούς. Σε άλλους οφείλω πληροφορίες άξιες περαιτέρω διερεύνησης, ενώ δεν έλειψαν κι εκείνοι που μου προσέφεραν ντοκουμέντα, όπως έγγραφα, βιβλία, φωτογραφίες κ.λπ. Στους αρωγούς αυτούς των ερευνητικών και συλλεκτικών προσπαθειών μου ήταν, άλλωστε, αφιερωμένη και η από μέρους μου «αντιφώνηση», κατά την εκδήλωση της παρουσίασης του τόμου με τίτλο «Αντιδώρημα» (Σπίτι Πολιτισμού, 9/10/2013).
Πρέπει να πω ότι, κατά το τελευταίο διάστημα, οι προσφορές αυτές είναι περισσότερες, παρότι έχουν αραιώσει οι δημοσιεύσεις μου στον τοπικό τύπο. Έτσι, θεώρησα υποχρέωσή μου να γνωστοποιήσω τις κυριότερες προσφορές που δέχτηκα, κατά τις τελευταίες βδομάδες:
1-Θα αρχίσω με μια προσφορά της κυρίας Ειρήνης Μπιμπίρη. Πρόκειται για μια σειρά θαυμάσιων φωτογραφιών (σε ψηφιακή μορφή) που αναφέρονται σε μέλη της οικογένειας των Πετυχάκηδων. Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή την κυρία Μπιμπίρη και παραθέτω, ενδεικτικά, μία από τις φωτογραφίες. Δείχνει τον Στυλιανό Παντ. Πετυχάκη (π.1830-1914), τον πατέρα, δηλαδή, του αξέχαστου Δημάρχου Τίτου Πετυχάκη.
2-Από τον Ηρακλειώτη φίλο Παύλο Κόρπη έχω δεχτεί πολλά κατά την τελευταία 20ετία. Τελείως πρόσφατα, πριν μερικές ημέρες, με πληροφόρησε για την ύπαρξη ενός άγνωστου σ’ εμένα περιηγητικού κειμένου που αναφέρεται στην Κρήτη του 1897. Το κείμενο είναι του Ιταλού Piero Orsini, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι δημοσιευμένο σε ένα δυσεύρετο σήμερα ιταλικό περιοδικό (Nuova Antologia, Roma 1898). Ευχαριστώ τον ακριβό φίλο για την υπόδειξη και παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα του άγνωστου κειμένου. Το απόσπασμα αναφέρεται στο Αρκάδι και στον Επίσκοπο Διονύσιο. (Η μετάφραση από τα ιταλικά είναι της Λίζας Εκκεκάκη):
[…] … Η έκρηξη δεν στάθηκε εμπόδιο για να καταδιωχθούν μέχρι την τραπεζαρία οι λίγοι που επέζησαν και να σφαγιαστούν μέσα εκεί άγρια, πάνω σε ένα τραπέζι όπου ακόμα φαίνονται τα σημάδια από το αίμα των θυμάτων και από τα γιαταγάνια των εκτελεστών … Έξω από τη μονή και σε κάποια απόσταση, υπάρχει ένας μικρός πύργος, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα οστά αυτών των δύσμοιρων χριστιανών. Οι μοναχοί του Αρκαδίου ήθελαν να μας πάνε να επισκεφτούμε αυτό το οστεοφυλάκιο … Στο εσωτερικό του, ανοίγοντας μια καταπακτή, μας έδειξαν με χειρονομίες μέγιστου δέους, ένα υπόγειο γεμάτο κρανία και οστά, πάνω στα οποία ήταν απλωμένη μια ξεθωριασμένη και κουρελιασμένη ελληνική σημαία. Έτσι, μαζί με το σύμβολο της ατυχούς εξέγερσης, ήταν θαμμένα τα ένδοξα απομεινάρια πολλών νεκρών που θυσιάστηκαν στον ιερό αγώνα για την ελευθερία …
Η εκκλησία είναι του 3ου αιώνα μ.Χ.[sic], αλλά έχει ανακαινιστεί κάμποσες φορές. Να σημειωθεί ότι, κατά τις εχθρικές επιθέσεις που δέχτηκε η Μονή εξαιτίας των συνεχών επαναστάσεων, χάθηκαν πολύτιμες συλλογές αρχαίων χειρόγραφων, βιβλίων, αντικειμένων τέχνης και εικόνων, από τις πολλές που υπήρχαν στο ναό.
Η Μονή αποτελεί έδρα [sic], ενός εκ των επτά επισκόπων του νησιού. Εκεί βρήκαμε τον Επίσκοπο Διονύσιο, μορφή γνήσια πατριαρχική, άντρα όμορφο, με παράστημα αθλητικό, με γενειάδα μακριά, μάτια ζωηρά και βλέμμα οξύ, που αποκάλυπτε τον πνευματικό ποιμένα ως έναν άνθρωπο αποφασιστικό και δραστήριο. Ως ένθερμος πατριώτης έχει ακόμα στην καρδιά τον ιερό αγώνα για την ελευθερία.
Πράγματι, τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι Επίσκοποι του νησιού έχουν άμεση επικοινωνία με τις επαναστατικές επιτροπές, προς τις οποίες προσπαθούν να εμφυσήσουν την αγάπη στην ελευθερία και το μίσος στον κατακτητή. Είναι οι πραγματικοί κήρυκες της επανάστασης. Συνδέοντας την πίστη με τον πατριωτισμό, έχουν αποκτήσει μια επιρροή στο λαό που τους καθιστά ουσιαστικούς ηγέτες των περιοχών της δικαιοδοσίας τους. Η εξουσία τους κρίνεται από το λαό ως ανώτερη ακόμα και από εκείνη της διοικητικής εξουσίας. Και δεν είναι σπάνιο στις αγροτικές περιοχές να προστρέχουν οι άνθρωποι συχνότερα στον Επίσκοπο παρά στον Έπαρχο ή στον δικαστή.
Ο Επίσκοπος του Αρκαδίου [sic] δεν παρέλειψε να μας ρωτήσει για όλα τα νέα που μπορούσαμε να του μεταφέρομε, σχετικά με την αντιμετώπιση του κρητικού ζητήματος. Και μας παρακάλεσε με λόγια θερμά για τη δική μας συμβολή στον ιερό τους σκοπό! Μετά τη θερμή φιλοξενία, τον αποχαιρετήσαμε και ξεκινήσαμε για το χωριό Κουρούτες, στους πρόποδες του όρους Ίδη […].
3-Στον φίλο Γιώργη Περπιράκη (του Εμμανουήλ) οφείλω δυο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες φωτογραφίες. Η μια απ’ αυτές έχει τραβηχτεί στις 5 Αυγούστου 1907 και δείχνει μια παρέα Ρεθεμνιωτών να τα πίνει σε κάποιο ταβερνείο της πόλης (βλ. εικόνα). Το ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχουν τα ονόματα των μελών της παρέας, πράγμα που δίνει στη φωτογραφία την αξία ντοκουμέντου. Τη δημοσιεύω με την ελπίδα ότι κάποιος από τους αναγνώστες θα ταυτίσει κάποιο από τα πρόσωπα. Αυτό θα βοηθήσει να ταυτιστούν και οι υπόλοιποι, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στη φωτογραφία.
4-Σε έναν παλαιοβιβλιοπώλη των Αθηνών, τον κ. Δημήτρη Ρέτσα, οφείλω την απόκτηση ενός άγνωστου σ’ εμένα βιβλίου για την Κρήτη. Τον ευχαριστώ διότι, χωρίς τη δική του υπόδειξη, ήταν δύσκολος ο εντοπισμός του συγκεκριμένου βιβλίου, επειδή στον τίτλο του δεν αναφέρεται το όνομα «Κρήτη». Να υπενθυμίσω ότι, πριν από δύο χρόνια, μερικοί από τους διακινητές παλιών βιβλίων επικοινώνησαν μαζί μου και μου ανακοίνωσαν ότι θα με ενημερώνουν για κάθε εύρημά τους σχετικό με την Κρήτη, ακατάγραφο στη βιβλιογραφία μου. Τους ευχαριστώ και για τη βοήθειά τους και για τον συμβολισμό της χειρονομίας τους.
5– Όπως ήδη προανέφερα, σκοπός του σημειώματος ήταν η κοινολόγηση προσφορών που προσθέτουν στοιχεία άγνωστα. Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλους αρωγούς και δωρητές, όπως τους παλιούς μαθητές μου Κωνσταντίνο Δημητρακάκη (ανώτατο αξιωματικό Ε.Α.) και Χαράλαμπο Ζουρίδη (Διευθυντή Σχολείου, ήδη συνταξιούχο). Στον πρώτο οφείλω την προσφορά ενός σπάνιου πρωτότυπου βιβλίου για την Κρήτη και στον δεύτερο μια σειρά χρήσιμων φωτοαντίγραφων, από δυσπρόσιτες Βιβλιοθήκες. Τους οφείλω και κάτι άλλο: Με το να είναι ιδανικοί συνομιλητές, μου έδωσαν τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσω ο ίδιος το εξής γεγονός: Το Ρέθυμνο, επί μία τουλάχιστον χιλιετία, δεν ήταν παρά το επίνειο της αναζητούμενης πόλης Άριο ή Άγριο (βλ. εικόνα). Αν επιβεβαιωθούν οι υπόνοιές μου, η αναζητούμενη πόλη εκτινόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού όπου έζησα επί μία τετραετία (1940-44)!