Όταν όμως μιλάμε για τον Καβάφη, ο καθένας εννοεί κάτι διαφορετικό. Αυτό είναι άλλωστε το χαρακτηριστικό του πραγματικά κλασικού ποιητή, ότι δηλαδή είναι διαχρονικός, υπερεθνικός, και το κάθε άτομο ή η κάθε ομάδα εντοπίζει στην ποίησή του κάτι που τον / την αφορά. Ο Καβάφης είναι ο μοναδικός Έλληνας ποιητής που διαθέτει αυτή την πολυφωνικότητα, και αυτός είναι ο λόγος που παραμένει σταθερά πρώτος στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Ο μέσος Έλληνας γνωρίζει τον ηθικοδιδακτικό Καβάφη των «Θερμοπυλών» και της «Ιθάκης», διότι αυτός είναι κυρίως ο Καβάφης που διδάσκεται στα σχολεία. Η σχολική ύλη δίνει κατά κανόνα μιαν αποστειρωμένη εικόνα των ποιητών. Όμως και έτσι, προσέξτε ότι ένα ποίημα σαν τις «Θερμοπύλες» μιλάει σε όλους αλλά με διαφορετικό τρόπο στον καθένα, ανάλογα με την ταυτότητα ή την ιδεολογία του. Στην άλλη άκρη, έξω από τον ορίζοντα της σχολικής εμπειρίας, βρίσκεται ο ομοερωτισμός του Καβάφη. Σήμερα είναι εξαιρετικά επίκαιρος, γιατί η ομοφυλοφιλία όχι μόνο δεν τελεί πλέον υπό απαγόρευση στις χώρες του δυτικού κόσμου, αλλά έχει υπερβεί τα όρια του ιδιωτικού βίου και έχει προσλάβει πολιτικές και θεσμικές διαστάσεις.
Μια άλλη πτυχή της παγκοσμιότητας του Καβάφη είναι αυτή που πρόσφατα συνόψισε ο Διονύσης Καψάλης: «Αν το ζητούμενο είναι η πολυπολιτισμική κοινωνία, θα τη βρούμε στον Kαβάφη· αν είναι ο συγκρητισμός, ασφαλώς και θριαμβεύει στον Kαβάφη· αν είναι η πλάνη της εθνικής συνείδησης μέσα στη φαντασμαγορία της αυτοκρατορίας, δεν θα βρούμε αρμοδιότερο ποιητή από τον Kαβάφη· αν είναι ο μειονοτικός λόγος, σίγουρα θα τον ακούσουμε να διατρανώνει την υπόγεια κυριαρχία του στον Kαβάφη».
Ο Αλεξανδρινός δεν είναι μόνον ο εκπρόσωπος των Ελλήνων της διασποράς αλλά μιας συνολικότερης αντίληψης για τη φυλετική συνύπαρξη: «Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι». Η πολύγλωσση, πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, στην οποία γεννήθηκε και έζησε ολόκληρη τη ζωή του, προίκισε τον Καβάφη, χωρίς να χρειαστεί να ταξιδέψει, με το βλέμμα και τον νου του Οδυσσέα. Ο ομηρικός ήρωας που «γνώρισε πολλών ανθρώπων τους τόπους και τη γνώμη», όπως μας πληροφορεί ο τρίτος στίχος της Οδύσσειας, τοποθετείται στην αφετηρία αυτής της αντίληψης. Όσο για τα μεγάλα ταξίδια, ο Καβάφης τα έκανε μέσα από τις πλούσιες αναγνωστικές εμπειρίες του.
Ο στίχος που παραθέτω στον τίτλο προέρχεται από το ποίημα του 1917 που τιτλοφορείται «Εν πόλει της Οσροηνής». Η πολυφυλετική συνύπαρξη στο βασίλειο της μακρινής Μεσοποταμίας με έκανε πάντα να αναρωτιέμαι πώς μίκρυνε έτσι η Ελλάδα, πώς στένεψαν έτσι οι ορίζοντες του Ελληνισμού, τι απόγιναν οι «στοχαστικές προσαρμογές» των Ελλήνων, όπως εύστοχα τις αποκάλεσε ο ποιητής. Καυχόμαστε για τον «δικό μας» Αλέξανδρο και τις κατακτήσεις του, και διεκδικούμε με πάθος την κληρονομιά του ονόματος της Μακεδονίας. Είμαστε όμως πράγματι οι αληθινοί κληρονόμοι του; Μάλλον όχι. Γιατί η πολυφυλετική και πολυπολιτισμική αυτοκρατορία που ονειρεύτηκε και δημιούργησε ο Μακεδόνας στρατηλάτης δεν έχει καμιά σχέση με το κήρυγμα της φυλετικής καθαρότητας που έχει κάνει σημαία του ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός συμπατριωτών μας – και δυστυχώς δεν περιορίζεται σε αυτούς που δίνουν αίμα μόνο για Έλληνες.
«Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς»: έτσι καυχιέται ο εκπρόσωπος του θαυμαστού νέου κόσμου που δημιούργησε ο Αλέξανδρος. Και εμείς; Εμείς είμαστε σαν τους Λακεδαιμόνιους του ποιήματος, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη «θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία», ή μάλλον είμαστε πολύ χειρότεροι από τους Λακεδαιμόνιους. Θυμόσαστε τα αλβανόπουλα που αρίστευαν στο ελληνικό σχολείο αλλά οι έξαλλοι Έλληνες γονείς, έχοντας ευρεία κοινωνική «συμπαράσταση», δεν τους επέτρεπαν να κρατήσουν την ελληνική σημαία;
Και μια που το ποίημα του Καβάφη μιλάει για Σύρους, θυμόσαστε την 29χρονη Ζιχάν που ο πόλεμος την ξερίζωσε από τη Συρία και την έφερε στην Ελλάδα; Είχε ακούσει ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε καλοί και φιλόξενοι. Αλλά μετά την εχθρότητα που αντιμετώπισε στον τόπο μας, δήλωσε στην ιστοσελίδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ ότι προτιμά τον πόλεμο από την Ελλάδα. Δεν αισθάνθηκα ποτέ μεγαλύτερη ντροπή ως Έλληνας.
Ποιος θα απαντήσει στο παράπονο της Ζιχάν; «Η κοινωνία μας φέρεται εχθρικά. Όταν ακούνε τα παιδιά μου να μιλάνε ξένη γλώσσα, τα διώχνουν για να πάνε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Στη λαϊκή τις προάλλες, μια γυναίκα έπιασε την κόρη μου και άρχισε να τη σπρώχνει. Τι διαφορά έχουμε εμείς για να μας αντιμετωπίζουν έτσι; Αυτοί δεν πέρασαν δυσκολίες, δεν πέρασαν πολέμους; Γιατί μας κάνουν αυτά που μας κάνουν»;
Είτε μάθουν είτε δεν μάθουν ελληνικά, τα παιδιά των μεταναστών είναι χαμένα από χέρι.
Λοιπόν, ποιον Καβάφη γιορτάζουμε φέτος;
στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
email: paschalis@phl.uoc.gr