Μία σειρά πρακτικών που πρέπει να αναπτυχθούν για μία διαφορετική ανάπτυξη προορισμών και επιχειρηματικών μοντέλων, ακολουθώντας βέλτιστες διεθνείς πρακτικές που προάγουν τη βιωσιμότητα, την καινοτομία, την τεχνολογία, την τεχνογνωσία, την εμπειρία και το ταλέντο παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο του ΣΕΤΕ
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων Γιάννης Ρέτσος το μεγάλο στοίχημα για την αγορά του τουρισμού είναι πλέον η βιώσιμη ανάπτυξη, η σωστή διαχείριση των προορισμών, η καινοτομία και η δημιουργία εμπειρίας στον επισκέπτη.
Η αλλαγή της στρατηγικής, όπως τονίστηκε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του ΣΕΤΕ, κατευθύνεται στο να γίνει το τουριστικό προϊόν πιο ώριμο, με την προσέλκυση τουριστών υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου και τη σταδιακή απεμπλοκή από το μοντέλο του all-inclusive, μια τάση που τείνει να γίνει πιο έντονη μετά την κατάρρευση της Thomas Cook. Σε σχέση με την περίπτωση του Τhomas Cook, ανέφερε ότι «είναι ένα γεγονός που πρέπει να μας προβληματίσει και να μας κάνει να σκεφτούμε όχι το πώς θα απεμπλακούμε από τους Τour Οperators καθώς παραμένουν από τα πλέον σημαντικά κανάλια πωλήσεων, αλλά πως θα εμπλουτίσουμε τις εναλλακτικές μας δυνατότητες με νέα κανάλια».
Ήδη τα τελευταία δύο χρόνια οι επιχειρηματίες του χώρου έχουν σταματήσει να κάνουν ετήσιες προβλέψεις για την πορεία του όγκου των τουριστών και τα προσδοκώμενα έσοδα, εξηγώντας πως μετά από έξι συνεχόμενα χρόνια τουριστικής ανόδου- με κατακόρυφη αύξηση στον αριθμό των αφίξεων, αλλά όχι ανάλογη τόνωση των εσόδων- για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του Τουρισμού και την προσέλκυση επενδύσεων είναι απαραίτητη η στροφή στην ποιότητα. Όλα αυτά την ώρα που η διεκδίκηση μεριδίων από τις ανταγωνιστικές αγορές της Μεσογείου, και κυρίως από την Τουρκία και την Αίγυπτο, γίνεται μεγαλύτερη.
Όπως σημείωσε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, το προσφερόμενο τουριστικό χαρτοφυλάκιο της χώρας θα πρέπει να εμπλουτιστεί με νέα προϊόντα που θα προσελκύσουν νέους επισκέπτες, χωρίς εντούτοις να αποδυναμωθεί το μοντέλο «ήλιος και θάλασσα» που αποτελεί το ισχυρό χαρτί του ελληνικού τουρισμού.
Σε πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ με τίτλο: «Η Ελληνική Οικονομία: Ανάπτυξη και οικονομική πολιτική μετά την έξοδο από τα μνημόνια», αναφερόταν πως ο εισερχόμενος Τουρισμός την δεκαετία 2009-2018 προσέφερε 125 δισ. ευρώ περίπου στην ελληνική οικονομία, ενώ τα έσοδα από τον εισερχόμενο τουρισμό αυξήθηκαν κατά 50% περίπου από το 2012 έως το 2018. Παράλληλα, η απασχόληση στον κλάδο μεταξύ 2009 και 2018 αυξήθηκε κατά 12,7%.
Σημειώνεται πως πέρσι στην Ελλάδα ήρθαν περίπου 30 εκατ. επισκέπτες από το εξωτερικό, χωρίς να υπολογίζονται οι επιβάτες της κρουαζιέρας. Τα έσοδα αντιστοίχως έφτασαν τα 15,6 δισ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 10,2% σε σύγκριση με το 2017. Η μέση δαπάνη ανά ταξίδι συνολικά για τον εισερχόμενο τουρισμό ήταν 486 ευρώ, η δαπάνη ανά διανυκτέρευση 70 ευρώ, ενώ η μέση διάρκεια παραμονής διαμορφώθηκε στις επτά διανυκτερεύσεις.
Για φέτος, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από τα κυριότερα αεροδρόμια της χώρας, στο οκτάμηνο σημειώθηκαν 15,8 εκατ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις, παρουσιάζοντας άνοδο 3,7%/+556 χιλ. επιβάτες. Οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις που κατεγράφησαν τον Αύγουστο ήταν αυξημένες κατά 4,4% (+160 χιλ.) σε σχέση με τον Αύγουστο του 2018, ενώ συνολικά καταγράφηκαν 3,8 εκατ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις. Η άνοδος αυτή, όπως σημειώνεται στο στατιστικό δελτίο, οφείλεται στον διεθνή αερολιμένα Αθηνών, όπου παρουσιάστηκε η μεγαλύτερη αύξηση σε απόλυτες διαφορές.
Όσον αφορά στα έσοδα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Ιούλιο, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανήλθαν σε 3,6 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 11%/+365 εκατ. σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2018.