Ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε τη νέα χρονιά με το κινητό μας στο χέρι και το αυτί τεντωμένο για τυχόν μήνυμα που θα πρέπει να απαντηθεί.
Το κοινωνικό μας καθήκον για την αποστολή ευχών θα ρυθμιστεί μέσω του προσωπικού μας λογαριασμό στο F/B, με το ενδεχόμενο προσθήκης κάποιου αυτοκόλλητου για καλύτερη αισθητική εμφάνιση.
Και να θέλαμε να ξεχάσουμε τα προβλήματά μας και να ονειρευτούμε τρόπους αξιοποίησης του κοινωνικού μας επιδόματος φροντίζουν οι εισπρακτικές ακόμα και την παραμονή να μας δηλώνουν την ύπαρξή τους για να μας θυμίσουν αυτά που και να θέλαμε δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Για ενημέρωση λέει.
Αυτά βέβαια δεν συνέβαιναν πάντα. Ζήσαμε και καλύτερες εποχές.
Άραγε οι παλαιότεροι να περνούσαμε καλύτερα στις γιορτές;
Οι παππούδες μας τάχα πώς να ένοιωθαν μέρες σαν κι αυτές;
Πώς να υποδέχτηκαν άραγε τη νέα χρόνια έναν αιώνα πριν εδώ στο Ρέθυμνο, την πόλη που αγαπάμε τόσο πολύ ώστε να την καταστρέφουμε λίγο λίγο.
Πως ξημέρωσε αλήθεια η Πρωτοχρονιά του 1919;
Πανηγυρική Δοξολογία
Ευσεβέστατοι τότε οι Ρεθύμνιοι καλωσόρισαν τη νέα χρονιά με δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό που εψάλη στις 10.30 το πρωί με την οργανωτική ευθύνη της Νομαρχίας. Παρέστησαν φυσικά όλες οι αρχές και αρκετός κόσμος.
Αντάλλαξαν τις ευχές τους και γύρισαν άρον άρον στο σπίτι για φαγητό και για να προλάβουν το απόγευμα που είχε γεμάτο πρόγραμμα. Και δεν αναφερόμαστε στις επισκέψεις για ευχές στους εορτάζοντες αλλά στις δυο εκδηλώσεις που οργάνωναν ο Σύλλογος Κυριών και το Λύκειο Ελληνίδων για το κόψιμο της βασιλόπιτας.
Βλέπετε εκείνη την εποχή κόβανε λίγες πίτες και στην ώρα τους. Σήμερα έχουμε καταντήσει να τρώμε πίτα Πρωτοχρονιάς μέχρι και τον Μάρτη.
Αλλά γιατί φλυαρούμε και δεν αφήνουμε την φαντασία μας να δημιουργήσει εικόνες με όσα περιγράφει ο χρονογράφος της εποχής σε άπταιστη καθαρεύουσα;
Η εκδήλωση του Συλλόγου Κυριών
Η εκδήλωση του Συλλόγου Κυριών ξεκίνησε στις 3 το μεσημέρι, στην αίθουσα του Ιδαίου Άντρου που φιλοξενούσε και όλες τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες του συλλόγου.
Από την πρώτη ματιά οι κυρίες κέρδιζαν τις εντυπώσεις καθώς ο διάκοσμος που είχαν επιμεληθεί αναδεικνυόταν καλύτερα στην επιβλητική αίθουσα που της πρόσθεταν μεγαλοπρέπεια οι προβολείς.
Οι ίδιες με την ίδια πάντα χάρη και ευγένεια υποδέχονταν τους καλεσμένους, ώστε δεν άργησε να δημιουργηθεί μια ωραία ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό συνετέλεσε και το βιολί του μόλις αφιχθέντος μουσικοδιδασκάλου του συλλόγου Ειρηνόπουλου που προσφέρθηκε να παίξει στην εκδήλωση για να εμπλουτίσει το πρόγραμμα.
Κόπηκαν συνολικά επτά πίτες «κατά την διανομή των οποίων επικράτησε άκρα τάξις και φαιδρότης…» διαβάζουμε στο σχετικό ρεπορτάζ. Και οι κυρίες του Συλλόγου έλαβαν τα εύσημα από όλους τους παρισταμένους που -σημειωτέον- έπρεπε να προλάβουν και την άλλη εκδήλωση που τους περίμενε οργανωμένη από το Λύκειο των Ελληνίδων.
Η Πίτα του Λυκείου
Η συγκέντρωση στο Λύκειο Ελληνίδων είχε οριστεί για τις 5 το απόγευμα, αλλά από νωρίς πήραν τη θέση τους οι πιο ανυπόμονοι από φόβο μήπως δεν βρουν κάθισμα. Και σύμφωνα με το ρεπορτάζ μαζεύτηκε στην αίθουσα όλη η καλή κοινωνία του Ρεθύμνου.
Σερβιρίστηκε το τσάι όπως συνήθιζαν πάντα, από τις κυρίες του Λυκείου φυσικά και στη συνέχεια κόπηκαν έξι βασιλόπιτες.
Η τύχη ευνόησε την κ. Γεωργία Χαμαράκη και την δίδα Αθηνά Μυλωνάκη. Αυτές πήραν χρυσά νομίσματα. Η τρίτη τυχερή που ήταν η δις Κατίνα Θ. Παπαδάκη πήρε ολόκληρη την έκτη πίτα.
Αργότερα κατά τις 8 το βράδυ ήρθε η ώρα του κεφιού. Έτσι «…υπό τους αρμονικούς ήχους του κλειδοκυμβάλλου του κ. Παρίδη και του βιολιού του κ. Βαλαρή ήρχισαν να στροβιλιζόμενα τα ζεύγη εις μίαν εύθυμον πόλκα και κατόπιν εις ένα ονειρώδες βαλς…» για ν’ ακολουθήσουν λανσιέδες, pas des quatre και καντρίλλιες.
Επειδή όμως νηστικό αρκούδι δεν χορεύει οι κυρίες είχαν φροντίσει με τα χρυσά τους τα χεράκια να γεμίσουν το μπουφέ με γευστικότατα κρύα πιάτα, αλμυρά και γλυκά, που άδειασαν εν ριπή οφθαλμού, μεσούντος του χορού, αφού κανένας δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος σε μια τέτοια γευστική πρόκληση.
Η εκδήλωση πήρε τέλος κατά τα μεσάνυχτα αφήνοντας άριστες αναμνήσεις σε όσους τυχερούς παραβρέθηκαν.
Διαμαρτυρία
Η Πρωτοχρονιά όμως του 1919, δεν είχε φωτεινά χρώματα για όλους. Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν μπορούσαν ούτε και τη μέρα αυτή να χαρούν, καθώς τους έπνιγε το δίκιο. Όπως ο Εμμ. Γοβατζιδάκης για παράδειγμα που δημοσίευσε κιόλας το παράπονό του στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο.
Ήταν δημοτικός υπάλληλος αλλά δεν πήρε την αύξηση που δικαιούτο γιατί όπως διαπίστωσε, η συνήθειά του να έχει άποψη για το δημοτικό ζήτημα δεν εύρισκε σύμφωνους αρκετούς από το δημοτικό συμβούλιο που τον «περιποιήθηκε» καταλλήλως.
Εκείνος όμως δεν τους χαρίστηκε και όπως αναφέρει στην επιστολή του στον τοπικό τύπο «…οι κύριοι σύμβουλοι οίτινες επρωτοστάτησαν εις το να μην αυξηθή η μισθοδοσία μου ελησμόνησαν φαίνεται ότι δεν είναι αιρετοί αλλ’ ότι είναι εντελώς τυχάρπαστοι και κατά συνέπειαν δεν ώφειλον να μην είναι τόσον απολυταρχικοί, επιπλέον δε ελησμόνησαν ότι είμαι στρατιώτης και συνεπώς ότι προ παντός άλλου έπρεπε να τύχω οικονομικής ενισχύσεως. Αλλά βεβαίως ουδείς εκ των δημοτικών τούτων συμβούλων δύναται να αισθανθή ούτε τας ανάγκας τας οποίας έχει ο στρατιώτης ούτε τας θυσίας εις τας οποίας υποβάλλεται ούτος, διότι ουδείς, εκ των κυρίων τούτων εξεπλήρωσε πώποτε τας στρατιωτικάς αυτού υποχρεώσεις ούτε εν ειρήνη ούτε εν πολέμω…».
Και ο ατυχής Γοβατζιδάκης κλείνει την επιστολή του βεβαιώνοντας ότι δεν επιδιώκει άρση της αδικίας σε βάρος του με την μισθολογική του αποκατάσταση απλά θέλει να καταγγείλει το ήθος των δημοτικών παραγόντων. Και τους αφήνει στην κρίση του Γενικού Διοικητή με την πεποίθηση ότι θα τους θυμίσει ότι σαν διορισμένοι που είναι οφείλουν να γνωρίζουν και να αποδεικνύουν ότι δεν είναι πάνω από τους νόμους και τη λογική…
Διατηρήσαμε την ορθογραφία στα σχετικά αποσπάσματα για να κρατήσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής.
Εκείνη την Πρωτοχρονιά, καλή ώρα, αρκετοί ήταν εκείνοι που κρεβατώθηκαν από τη γρίπη. Σύμφωνα όμως με άρθρο αγανακτισμένου συμπολίτη, σε αρκετά αυστηρό ύφος, ενώ συνιστάται από τις υγειονομικές αρχές ειδική δίαιτα και κατανάλωση γάλακτος, αυτό που προσφέρεται από τους χωρικούς δεν έχει πια γεύση του γνωστού παχύρευστου ποτού της ζωής, από τη νοθεία που γίνεται όλο και πιο εμφανής. Αναγκάζονται επομένως ορισμένοι να καταναλώνουν γάλα του κουτιού, το οποίο όμως είναι χαλασμένο. Αφού λοιπόν, ωρύεται ο αρθρογράφος, δεν υπάρχει αστυνομική εποπτεία να περιορίσει την νοθεία του νωπού γάλακτος ας αποφασίσει το Υπουργείον Επισιτισμού να επιτρέψει την εισαγωγή παστεριωμένου και να μην περιμένει να εξαντληθούν οι παρακαταθήκες για να παραλάβει νέα παρτίδα όπως συνηθίζεται.
«Επιτέλους λίγο ενδιαφέρον κύριοι αρμόδιοι» καταλήγει ο οργισμένος αρθρογράφος που υπογράφει Α.Ω.
Κι εμείς που το διαβάζουμε απορούμε που υπήρξε κάποτε κράτος με απαγόρευση κάθε εισαγωγής προϊόντος αν προηγουμένως δεν εξαντλούντο οι παρακαταθήκες, ενώ στις μέρες μας εισάγουμε και ό,τι παράγουμε και μάλιστα με μεγάλη γενναιοδωρία.
Από κοντά και οι βουλευτές
Γιορτινές μέρες και δεν μπορούσαν οι πολιτικοί να μείνουν μακριά από την εκλογική τους περιφέρεια. Έτσι η «Κρητική Επιθεώρηση» καλωσορίζει τον στρατιωτικό ιατρό και βουλευτή Ρεθύμνου κ. Μιχαήλ Παπαμιχελάκι τονίζοντας ότι:
«Οι πολυπληθείς φίλοι του λαοφιλούς μας πολιτευομένου έσπευσαν να τον συγχαρώσι επί τη αφίξει του, διαδηλούντες ούτω την ειλικρινή αφοσίωσιν μεθ’ ής τον περιβάλλουσιν επαξίως προς τας υπ’ αυτού παρασχεθείσας πολλαπλάς υπηρεσίας εν τη υποστηρίξει των συμφερόντων του νομού μας…».
Επιστροφή αιχμαλώτων
Η πιο ενδιαφέρουσα είδηση πάντως είναι αυτή που αναγράφεται στα «ψιλά» και αφορά την επιστροφή νέων αιχμαλώτων.
Όπως διαβάζουμε λοιπόν με το ατμόπλοιο «Εσπερία» που είχε μεταβεί για το σκοπό αυτό στη Βάρνα της Βουλγαρίας, έφτασαν στη Σούδα και νέοι αιχμάλωτοι του Γκαίρλιτς και συγκεκριμένα 893.
Για να καταλάβουν οι νεότεροι πρέπει να σημειώσουμε πως οι αιχμάλωτοι αυτοί είχαν τη δική τους τραγική ιστορία φορτισμένη από την κόντρα βασιλικών και βενιζελικών.
Τον Αύγουστο του 1916, η Ελλάδα ήταν «κομμένη» στα δύο. Από τη μια ήταν η κυβέρνηση Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν εγκατεστημένες οι αγγλογαλλικές δυνάμεις της Αντάντ. Από την άλλη, η κυβέρνηση των Αθηνών, υπό τον Γερμανόφιλο βασιλιά Κωνσταντίνο. Στις 18 του μήνα, ο βουλγαρικός στρατός με σύμμαχο τη Γερμανία, εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην Ανατολική Μακεδονία. Στόχος τους, όπως ισχυρίζονταν, ήταν να περιορίσουν τις κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων της Αντάντ. Ο εκτελών χρέη διοικητή, συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος, με καθημερινές εκκλήσεις προς την Αθήνα, ζητούσε βοήθεια. Οι Γερμανοί αδιαφορώντας για τις εγγυήσεις που έδωσαν στον βασιλιά, πίεζαν αφόρητα τον Χατζόπουλο, να εγκαταλείψει την πόλη. Για να αποφευχθεί η αιχμαλωσία του Δ’ Σώματος Στρατού, από τον βουλγαρικό στρατό, ο Χατζόπουλος ζήτησε τη μεταφορά του στρατεύματος, μαζί με τον οπλισμό του, στη Γερμανία, ως το τέλος του πολέμου. Το αίτημα του συνταγματάρχη Χατζόπουλου έγινε δεκτό. Οι Έλληνες στρατιώτες παραδόθηκαν αμαχητί, εγκατέλειψαν οικειοθελώς την πόλη σε μια ξένη στρατιωτική δύναμη και αποφάσισαν να μεταφερθούν στη Γερμανία και συγκεκριμένα στην πόλη Γκέρλιτς. Όταν ο ελληνικός στρατός έφθασε στο Γκέρλιτς, η υποδοχή ήταν θερμή. Γερμανοί αξιωματικοί και κάτοικοι της πόλης υποδέχθηκαν το Δ’ Σώμα Στρατού, ενώ μπάντα παιάνιζε προς τιμή τους. Οι αρχικές προσπάθειες των Γερμανών, κυρίως όσων αγαπούσαν την κλασική Ελλάδα, ήταν να εμφανιστεί η παραμονή των Ελλήνων στη Γερμανία ως πράξη «φιλοξενίας». Ωστόσο, ήταν μια ιδιότυπη αιχμαλωσία, καθώς σε κανέναν και για οιονδήποτε λόγο δεν επετράπη να εγκαταλείψει το γερμανικό έδαφος, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής στη γερμανική πόλη, οι φιλοβασιλικοί και γερμανόφιλοι αξιωματικοί είχαν προνόμια, τα οποία δεν ίσχυαν και για τους βενιζελικούς. Ιδιαίτερα για τους απλούς στρατιώτες, η κατάσταση ήταν μαρτυρική. Σχεδόν στο σύνολό τους, υπέφεραν το μαρτύριο των στερήσεων, της ελλιπούς διατροφής και του αφόρητου κρύου στις παράγκες του στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περίπου 400 άτομα, τα περισσότερα από φυματίωση. Παρά τα προβλήματα, οι Έλληνες «όμηροι» μεγαλούργησαν ως κοινότητα Έβγαλαν δική τους εφημερίδα, που εκδόθηκε σε όλη τη Γερμανία και ηχογράφησαν ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια. Εκεί έγινε για πρώτη φορά παγκοσμίως και η ηχογράφηση ενός μπουζουκιού, τον Ιούλιο του 1917. Αξιόλογη ήταν επίσης η πνευματική και πολιτιστική δράση πολλών Ελλήνων αιχμαλώτων καλλιτεχνών και διανοουμένων, όπως του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα Βασίλη Ρώτα. Φυσικά, δημιουργήθηκαν σχέσεις και οι στρατιώτες ερωτεύθηκαν και παντρεύτηκαν Γερμανίδες. Τελικά, η «αιχμαλωσία» τους έληξε, όταν η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο.
Και οι αιχμάλωτοι άρχισαν να επιστρέφουν.
Ανάμεσά τους και κάποιοι που έτυχε να παντρευτούν με Γερμανίδες και θα διαδραματίσουν αργότερα σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις της Μάχης της Κρήτης στα Αδελοπήγια.
Συνδρομή στους Μακεδόνες
Ας προχωρήσουμε όμως παρακάτω στην ανάγνωση του πρωτοχρονιάτικου φύλλου.
Οι Ρεθεμνιώτες ευαίσθητοι πάντα στην ξένη δυστυχία δεν μπορούσαν να μείνουν αδιάφοροι στο δράμα των κατοίκων της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν πέσει ξανά θύματα θηριωδίας των Βουλγάρων.
Έτσι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στον έρανο επιτροπής που έστειλε τελικά στο Πατριωτικό Ίδρυμα Περιθάλψεως 141 τεμάχια εσωρούχων και ενδυμάτων εν γένει, καθώς και 821 δραχμές με τις οποίες αγοράστηκαν υφάσματα.
Στο πρωτοχρονιάτικο αυτό φύλλο δημοσιεύεται και μια πρόσκληση προς τους μετόχους του Συνεταιρισμού Καταναλώσεως Ρεθύμνου για έκτακτη γενική συνέλευση «ίνα αποφασίσωσι περί αυτής της υπάρξεως του Συνεταιρισμού των». Υπογράφει αντί του Νομογεωπόνου ο Ν.Ε. Δασκαλάκις.
Πιο κάτω υπάρχει μια ακόμα πρόσκληση του ακούραστου σωματείου του Συλλόγου Κυριών που αν και μόλις έκοψαν πίτα καλούν τον κόσμο σε τσάι που θα έδιναν την Κυριακή 6 Ιανουαρίου 1919, στο Ιδαίον Άντρο φυσικά. Δεν επρόκειτο βέβαια για απλό κοσμικό γεγονός. Οι κυρίες έπρεπε να συγκεντρώσουν χρήματα για το φιλανθρωπικό τους έργο που ήταν τεράστιο. Και το τσάι τους έδινε λύση στο πρόβλημα.
Αλλά υπάρχουν και οι στρατιώτες που ζουν μέσα σε ένα κλίμα έντονης ανασφάλειας καθώς τα γεγονότα τρέχουν και η διεθνής κατάσταση είναι ακόμα ρευστή.
Ένα σοβαρό θέμα απασχολεί το βουλευτή κ. Παπαμιχελάκη που γίνεται αφορμή να ζητήσει και τη συνδρομή του ετέρου βουλευτή κ. Σκουλά.
Πρόκειται για την ανησυχία που είχε προκαλέσει η φήμη, περί αποστρατεύσεως του Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης. Ιδιαίτερα ανησυχούσαν οι αδειούχοι στρατιώτες που έμεναν ενταύθα. Και το αίτημα του βουλευτή ήταν σε περίπτωση ακριβείας της πληροφορίας αυτής να ανασταλεί κάθε ενδεχόμενη νέα αποστολή.
Κοντά στη ζωή όμως και ο θάνατος. Η άλλη όψη του νομίσματος στην κοινωνική ζωή.
Έτσι στη στήλη της κοινωνικής ζωής δημοσιεύονται και τα ευχαριστήρια της βαρυπενθούσης οικογενείας Λαγκουβάρδου από τους Αποστόλους προς τους συμμετέχοντες στο πένθος τους για το θάνατο της προσφιλούς αυτών συζύγου και μητέρας αλλά και της οικογενείας Τσουρλάκη από τα Μετόχια που πενθούσε τον πατέρα της. Στο ευχαριστήριο αυτό γίνεται λόγος και στο ζήλο των γιατρών και νοσηλευτών του νοσοκομείου Ρεθύμνου που νοσήλευσαν τον εκλιπόντα στη διάρκεια της ασθενείας του.
Αυτή ήταν η Πρωτοχρονιά του 1919 που γιόρτασαν οι Ρεεθμνιώτες μυρωμένη από την κολόνια ΜΕΝΟΥΝΟΣ που μόλις είχε προμηθευτεί και διέθετε χύμα ποιος άλλος; Το πάντα οργανωμένο και ενημερωμένο φαρμακείο Ιωάννου Κούνουπα.
Πόσο διαφορετική αλήθεια εκείνη η εποχή από τη δική μας, τόσο απλή αλλά και τόσο γεμάτη ζεστασιά από την ανθρώπινη επαφή. Δεν υπήρχαν βλέπετε δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης τότε. Τα σχόλια δικά σας.
Χρόνια Πολλά!
Πηγή: Εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» 5 Ιανουαρίου 1919.