Β’
Στο προηγούμενο Σημείωμα είδαμε πώς βρέθηκε ο Προμαχώνας στη διάθεση του Υπ. Πολιτισμού, αφού κατέβαλε ο Δήμος και το ΤΑΠΑ για λογαριασμό του Δήμου το τίμημα της απαλλοτρίωσής του από το Υπ. Δικαιοσύνης. Στο σημερινό θα δούμε τη συνέχεια.
Για όσο διάστημα η Διεύθυνση Μουσείων του Υπουργείου εκπονούσε τη Μελέτη, ζήτησα να χορηγηθεί μια πίστωση για να καθαιρεθούν τα κελιά των φυλακών και τα νεωτερικά κτίσματα, ώστε να ετοιμαστεί ο χώρος με μόνο το ιστορικό κέλυφος.
Η πίστωση χορηγήθηκε και ανάδοχος του έργου αναδείχτηκε ο μακαρίτης Αντώνης Βιστάκης, ο οποίος γκρέμισε τα εσωτερικά κτίσματα, εκτός βέβαια από τον ναό της Αγίας Αικατερίνης που είχαν κτίσει, όπως λεγόταν, φυλακισμένοι στη μέση του χώρου.
Είχαμε πρόβλημα. Επισκέφθηκα τον μακαριστό μητροπολίτη μας Τίτο και τον παρακάλεσα να δεχτεί τη μεταστέγαση της Αγίας Αικατερίνης σε άλλο ναό που αναλάμβανε να χτίσει ο Δήμος.
Η απάντηση ήταν: «Έργο μου είναι να κτίζω και όχι να κατεδαφίζω ναούς. Επειδή όμως δεν θέλω να εμποδιστεί ένα έργο της πόλης, θα συμφωνήσω αν χτίσετε πρώτα τον νέο ναό. Η Αγία δεν μπορεί να μείνει ούτε μια μέρα άστεγη».
Ήταν σωστό και την ίδια μέρα πήρα τους αρμόδιους Αρχαιολόγους και ανεβήκαμε στη Φορτέτζα. Είχα εντοπίσει ένα θολωτό κτίσμα αμέσως πριν από το Επισκοπικό Μέγαρο που η πρόσοψη και η οπίσθια όψη του έλειπαν, γιατί τα πελέκια είχαν διαρπαγεί από τους δημότες. Ο προσανατολισμός του ήταν σωστός και τους πρότεινα να διασκευάσουμε και να συμπληρώσουμε το ουδέτερο αυτό βενετσιάνικο κτίσμα σε ναό, προσθέτοντάς του πρόσοψη με καμπαναριό και από την ανατολική πλευρά ιερό. Τους άρεσε η ιδέα και κάλεσα τους πιο γνωστούς λιθοξόους της πόλης να δώσουν προσφορά. Απ’ αυτούς ο καλλιτέχνης Γιώργος Διακουμάκης πρόσφερε δωρεάν το καμπαναριό και ζήτησε ελάχιστα για να υπόλοιπα. Φυσικά δεν αρνηθήκαμε.
Αλλά ο χρόνος πίεζε να αρχίσει το έργο του Μουσείου, που είχε εν τω μεταξύ δημοπρατηθεί, γιατί έμπαινε χειμώνας και οι προθεσμίες έτρεχαν. Όταν είχαν σκαφτεί τα θεμέλια της πρόσοψης και του ιερού του ναού και είχαν τοποθετηθεί όλοι οι πατικοί κρηπιδόλιθοι της τοιχοποιίας, έμαθα ότι την επόμενη μέρα θα συνεδρίαζε η Ιερά Σύνοδος Κρήτης και θα απουσίαζε ο μακαριστός Τίτος. Τότε αποτόλμησα μια απρέπεια, που δεν θα έκανα ποτέ για δική μου υπόθεση, βασιζόμενος στην αλληλοκατανόηση που είχαμε με τον αλησμόνητο μητροπολίτη μας: Κάλεσα τον μακαρίτη Μιχάλη Καραγιάννη και του είπα να βρίσκεται αξημέρωτα στον Προμαχώνα με ένα μεγάλο μηχάνημα. Πήγα κι εγώ με δυο εργάτες του Δήμου και μαζέψαμε καθετί κινητό από τον ναό. Την καμπάνα την κατέβασα ο ίδιος ανεβασμένος στη φούχτα του φορτωτή, από φόβο μη χτυπήσει κανείς εργάτης, και ασφαλίσαμε τον εξοπλισμό του ναού σε δημοτικό χώρο. Σε 2 ώρες δεν υπήρχε ναός.
Το βράδυ που το έμαθε ο μακαριστός Τίτος άστραψε και βρόντηξε και φοβήθηκα ότι θα τιμωρούσε αυστηρά τον ιερέα της ενορίας της Κυρίας των Αγγέλων, ο οποίος βέβαια δεν είχε πάρει είδηση τις ενέργειές μου για να τον ενημερώσει και δεν είχε καμιά ευθύνη. Το πρωί τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, του ζήτησα συγνώμη και τον παρακάλεσα να πάμε μαζί στη Φορτέτζα. Είδαμε τη νέα στέγαση της Αγίας Αικατερίνης, του άρεσε πάρα πολύ και το θέμα έληξε. Ακόμη λυπούμαι για την ταραχή που του προξένησα.
Ωστόσο το έργο της μετασκευής του Προμαχώνα σε Αρχαιολογικό Μουσείο δεν ήταν «τυχερό»: η αρχική Μελέτη δεν πρόβλεπε υπόγειο και ζήτησα επίμονα να αναθεωρηθεί και να σκαφτεί ο βράχος, για να γίνει Εργαστήριο Επισκευής Αρχαιοτήτων. Η τροποποίηση έγινε, αλλά ο ωραίος υπόγειος χώρος που προέκυψε χρησιμοποιήθηκε από το Υπουργείο ως Εκθετήριο και ο κυρίως χώρος στο ισόγειο και τον όροφο διαμορφώθηκε σε γραφεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η χρήση αυτή ήταν παράβαση της συμφωνίας μας, αλλά δεν θέλησα να προκαλέσω ρήξη στις σχέσεις μας, γιατί είχαμε κοινά πολύ μεγαλύτερα θέματα, όπως η διάσωση και ανάδειξη της Παλιάς Πόλης. Τώρα το Εκθετήριο μεταφέρθηκε στον Άγιο Φραγκίσκο, υποθέτω λόγω ακαταλληλότητας της στέγασής του στον Προμαχώνα.
Για την εποχή πάντως που έγινε και για πολλά χρόνια ο Προμαχώνας έδωσε λύση στο θέμα του Αρχαιολογικού Μουσείου στο Ρέθυμνο.
Όταν, πολύ αργότερα, οι συνθήκες ωρίμασαν και παρουσιάστηκε η δυνατότητα να ενταχθεί σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα η δημιουργία ενός μεγάλου Αρχαιολογικού Μουσείου, που τόσο χρειάζεται το Ρέθυμνο, ζήτησα από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης να μεταφέρουμε με δαπάνη του Δήμου τη Σχολή Αστυνομίας σε σύγχρονες εγκαταστάσεις σε χώρο του Δήμου δίπλα στα πευκόφυτα και να αποδώσει στον Δήμο τον χώρο που είχε προσφέρει για την ίδρυση της Σχολής, ώστε να φτιάξουμε εκεί ένα καταπληκτικό Αρχαιολογικό Μουσείο και στα έγκατά του ένα μεγάλο υπόγειο γκαράζ. Την πρόταση αυτή υποστηρίξαμε με πάθος με τον αείμνηστο Γιάννη Κεφαλογιάννη, αλλά προσέκρουσε στη σθεναρή άρνηση των στρατηγών της Αστυνομίας στην Αθήνα και του εδώ προσωπικού της Σχολής και δεν ευοδώθηκε. Έτσι λειτουργεί η Ελλάδα μας, χωρίς την αίσθηση του δημόσιου συμφέροντος και χωρίς αναπτυξιακή προοπτική για το μέλλον.
Εκτιμώντας, εξ άλλου, ότι από τότε που ο Δήμος παραχώρησε δημοτικούς χώρους για την ίδρυση Δημόσιων Υπηρεσιών οι εποχές είχαν αλλάξει ριζικά και οι σύγχρονες αναπτυξιακές προοπτικές της πόλης απαιτούν νέες λειτουργίες στους παλαιούς χώρους με μεταφορά των δημόσιων λειτουργιών σε περιφερειακές θέσεις, είχα διατυπώσει ανάλογη πρόταση και για το στρατόπεδο «Θεοδωράκη» στον Κουμπέ με προσφορά δημοτικού χώρου στου Σωματά, προκειμένου να αξιοποιηθεί ο χώρος υπέρ της πόλης, καθώς και για το κτίριο της Στρατολογίας με προσφορά μεταστέγασής της με δαπάνη του Δήμου, για να γίνει Μουσείο της Μάχης της Κρήτης, για το οποίο ο μακαρίτης Μάρκος Πολιουδάκης και πολλοί άλλοι έχουν συγκεντρώσει πλούσιο υλικό. Αυτό πρέπει να γίνει κάποτε.
Οι αναπτυξιακές αυτές προτάσεις, παρά τις ισχυρές πιέσεις που ασκήθηκαν, δεν έγιναν δεκτές για λόγους που δεν αντέχουν δημόσια συζήτηση. Τώρα, κάτω από τις σημερινές δυσοίωνες συνθήκες, αν δεν γίνει κάτι έστω την ύστατη ώρα, κανείς δεν ξέρει ποια τύχη θα έχουν τα σημαντικότατα αυτά ακίνητα, αν θα λάβουν δηλαδή «προσθετική» ή «απομυζητική» χρήση για την πόλη.
Τα μόνα από τα μεγάλα ακίνητα του Δημοσίου στο Ρέθυμνο που καρπώθηκε μέχρι στιγμής η πόλη είναι η Φορτέτζα και το στρατόπεδο «Κουνδουράκη» στη Σοχώρα. Εύχομαι να προστεθούν και τα άλλα.
* O Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης