της Εύας Λαδιά
Ο έρωτας δεν έχει μόνο μιας μέρα γιορτή. Για την τόνωση της αγοράς βρήκαμε τον Άγιο Βαλεντίνο, πριν από δυο τρεις δεκαετίες, κι από τότε δόξα τω Θεώ παρατηρείται κάθε 14 του Φλεβάρη κάποια αγοραστική κίνηση, αφού είθισται οι ερωτευμένοι να ανταλλάσουν δώρα.
Όλα στο βωμό του έρωτα λοιπόν, που δεν άφησε φυσικά αλώβητο από τα βέλη του το Ρέθυμνο. Κι ας ήταν η κοινωνία τόσο κλειστή.
Ακόμα και τότε που ήταν εντελώς αδύνατον να συναντηθούν δυο ερωτευμένοι, οι νεαροί της εποχής είχαν βρει τρόπο έστω μιας κάποιας επικοινωνίας. Περίμεναν γεμάτοι αγωνία τους χορούς του Συλλόγου Κυριών και του Λυκείου των Ελληνίδων. Κι έχοντας κάνει προηγουμένως μια συνεννόηση μεταξύ των, κανόνιζαν να πηγαίνουν όλοι μαζί για να ζητήσουν τις κοπέλες για χορό από τους γονείς τους. Φρόντιζαν όμως να είναι καθένας ακριβώς απέναντι από την κοπέλα που τους ενδιέφερε, ώστε να φανεί εντελώς τυχαία η πρόσκληση για χορό. Έκαναν με την εκλεκτή τους ένα δυο γύρους, προσέχοντας φυσικά ακόμα και το βήμα τους κι αυτό ήταν όλο…
Η αμαρτία του ταπεινού να ερωτεύεται από τζάκι
Αν τώρα κάποιος έφτανε να ζητήσει την εκλεκτή του σε γάμο δεν εύρισκε πάντα το έδαφος πρόσφορο. Ας μην ξεχνάμε την ταλαιπωρία του Ιωσήφ Κοβάλσκυ, όταν συνάντησε την άρνηση του αδελφού της εκλεκτής του Μελπομένης Μουσούρου.
Είδαν κι έπαθαν οι ερωτευμένοι να ενώσουν τις ζωές τους. Ο έρωτας όμως ξεπερνά κάθε δυσκολία. Έτσι κι αυτοί παντρεύτηκαν κάποτε κι έζησαν μέχρι τα γεράματά τους το ίδιο ερωτευμένοι.
Κι ήταν ένας φλογερός έρωτας ο δικός τους. Η κ. Μαρία Τσιρομονάκη γράφει για το ζευγάρι αυτό ότι κι όταν πέθανε ο Κοβάλσκυ η Μελπομένη μέχρι το τέλος της ζωής της είχε αφήσει απείρακτο το καβαλέτο του εκεί στη γωνιά τους, για να έχει την αίσθηση ότι όπου να ‘ναι θα προβάλλει για να περάσουν το απόγευμά τους κουβεντιάζοντας και δημιουργώντας, καθώς ήταν και οι δύο φύσεις καλλιτεχνικές.
Ήταν «κατάρα» εκείνη την εποχή που θριάμβευαν οι κοινωνικές διακρίσεις να ερωτευθεί κάποιος νεαρός μια κοπέλα από «τζάκι». Πόσοι άνθρωποι δεν έγιναν δυστυχισμένοι από τις προκαταλήψεις αυτές.
Όλα ξεκίνησαν από έναν… αστράγαλο
Η αγαπητή μας φίλη και πολυτάλαντη συμπολίτισσα Φερενίκη Βαλαρή, πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνου, αναφέρει ένα συγκλονιστικό έρωτα που έζησε ο παππούς της Γεώργιος Στραπατσάκης (1884-1958) με την αρχοντοπούλα Ευφημία Μανουηλίδου.
Η αναφορά γίνεται στον Κωστή Η. Παπαδάκη και στους μαθητές του για το κεφάλαιο του βιβλίου τους «Ρέθυμνο 1900-1950» «Άληθινές ιστορίες πολέμου-έρωτα-γλεντιού Ρεθεμνιωτών».
Ο Γεώργιος Στραπατσάκης λοιπόν από την Αργυρούπολη, αξιωματικός της ελληνικής Χωροφυλακής, περνώντας με τον ελληνικό στρατό από την πόλη της Ραιδεστού, στη σημερινή Ανατολική Θράκη, ερωτεύθηκε σφόδρα την Ευφημία Μανουηλίδου που είδε πρώτη φορά στο λιμάνι όταν έβγαινε στην ξηρά από τη βάρκα του πλοίου, που την είχε φέρει απ’ την Κωνσταντινούπολη. Έτυχε να φανεί ο… αστράγαλός της και ο νεαρός αξιωματικός έχασε τον ύπνο του από εκείνη τη στιγμή. Έγινε διακριτικά βέβαια η σκιά της. Και μια μέρα όταν η Ευφημία βγήκε βόλτα στην παραλία της πόλης με τη θεία και τις αδελφές της και κάθισε στο τραπεζάκι ενός καφενείου ο Στραπατσάκης πλησίασε αποφασιστικά και αφού συστήθηκε ζήτησε να καθίσει μαζί τους.
Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η οδύσσεια δυο ερωτευμένων. Η Ευφημία ανταποκρίθηκε με την ίδια φλόγα στα αισθήματα του καλού της και δεν δίστασε να εγκαταλείψει οικογένεια, πλούτη και άνεση για να είναι μαζί του. Δυστυχώς γι’ αυτούς οι περιπέτειες δεν έλειψαν γιατί ο Στραπατσάκης πλήρωσε με εξορία, στη Λαμία, την απόλυτη αφοσίωσή του στο Βενιζέλο. Μια θερμή αλληλογραφία κρατούσε σε επαφή τους δυο ερωτευμένους μέχρι το 1921 που παντρεύτηκαν κι έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής τους ερωτευμένοι πάντα.
Έρωτας και αποκοτιά
Ο έρωτας είναι γεγονός ότι μπορεί να οδηγήσει και σε πολλές παράτολμες πράξεις.
Μια από τις κλασικές, η περίπτωση της Νίνας Κουκλινού, που πρόσφατα ο εκλεκτός ιστορικός ερευνητής και δάσκαλος Γιώργης Καλογεράκης δημοσιεύοντας στην εφημερίδα «Πατρίδα» του Ηρακλείου στα πρακτικά της δίκης Μύλλερ αναφέρει και τη δική της ενδιαφέρουσα κατάθεση.
Η Νίνα λοιπόν υπηρετούσε ως διερμηνέας στην Γερμανική Αστυνομία Ρεθύμνης, «τη υποδείξει των αρχηγών της αντιστάσεως Τζιφάκη και Χαλκιαδάκη», όπως αναφέρει στην κατάθεσή της, από την αρχήν της κατοχής μέχρι της αποχωρήσεως των Γερμανών. Μετά τον πόλεμο είχε δικαστεί για συνεργασία με τους Γερμανούς αλλά αθωώθηκε. Εκείνοι που μπορούσαν τότε, όταν το χρειαζόταν, να επαινέσουν τον αγώνα της, σώπασαν φοβούμενοι μη χαλάσουν σχέσεις με κεφαλές της πλευράς που δεν αναγνωρίζει άλλη Αντίσταση από αυτή συγκεκριμένης ιδεολογίας. Η Κουκλινού όμως έδειξε να συγχωρεί τους πάντες και να θέλει να ξεχάσει όσα έζησε.
Στο διάστημα της Αντίστασης η Νίνα είχε ερωτευθεί ένα σπουδαίο παλικάρι τον Γιώργη Κόγκα που αναλάμβανε τολμηρές αποστολές και η αγαπημένη του το γνώριζε. Κάποιο πρωί, εκεί στην υπηρεσία της, μαθαίνει, τυχαία, από ένα στρατιώτη, ότι οι Γερμανοί θα κυκλώσουν τα χωριά του Κέντρους και η καρδιά της πήγε να σπάσει. Ήξερε πως ο Γιώργης της θα περνούσε από το Γερακάρι Έπρεπε λοιπόν να προλάβει.
Και αφηγείται ο Γιώργος Σπανουδάκης στο ντοκιμαντέρ των Μανόλη Παντινάκη και Γιάννη Κανελλάκη για τα ολοκαυτώματα του Κέντρους. «Η Νίνα η Κουκλινού, είχε δει τις άλλες μέρες το χωριανό της το Σταματάκη στο Ρέθυμνο και του είχε πει πως οι Γερμανοί θα κάμουνε επιδρομή στα χωριά και να φύγουν. Τους το είπε στις Ελένες ο Σταματάκης, μα ο ένας έπαιζε χαρτιά, ο άλλος δεν το πίστεψε και το πέρασαν χωρίς να δώσουν σημασία. Η Νίνα γνώριζε γιατί ήτανε στη Γκεστάπο!»
Η Νίνα, έσπευσε να ειδοποιήσει για να σωθεί με το Γιώργη της κι άλλος κόσμος, αλλά κανένας δεν την πίστεψε. Κι έτσι χάθηκαν τόσοι λεβέντες.
Αναφέρω με ακρίβεια τις πηγές γιατί εδώ και τριάντα χρόνια, όταν γράφω για τη γυναίκα αυτή με μαρτυρίες Κώστα Ξεξάκη, Ιωσήφ Χομπίτη και Γιάννη Κυριακάκη, εντελώς διαφορετικών ιδεολογικών θέσεων, που μου μίλησαν με θαυμασμό για το ήθος της, κάποιοι (ο Θεός να τους αναπαύει) αντέδρασαν τόσο που μόνο το «…κεφάλι μου δεν ζήτησαν στο πιάτο».
Τώρα τελευταία άρχισαν κι άλλοι να μιλούν κι ήταν καιρός. Γιατί η ιστορία δεν υπαγορεύεται από παρατάξεις. Ούτε το άδικο ευλογείται όσες περγαμηνές κι αν διαθέτει εκείνος που το επιτρέπει. Ας είναι όμως.
Αυτό που μας ενδιαφέρει στο σημείωμα αυτό είναι ότι η Νίνα Κουκλινού έδρασε παρορμητικά και αδιαφορώντας για τη ζωή της.
Και μόνο η απόφασή της να ειδοποιήσει παίζοντας τη ζωή της «κορώνα-γράμματα» δείχνει πόσο ερωτευμένη ήταν. Το αίσθημα αυτό, που ήταν αμοιβαίο, είχε ευτυχώς και αίσιο τέλος. Η κοπέλα παντρεύτηκε τον εκλεκτό της κι έζησαν μαζί, λίγο έξω από την Αθήνα ευτυχισμένοι.
Η έκτη αίσθηση του έρωτα
Μια άλλη κοπέλα όμως δεν στάθηκε τόσο τυχερή. Θα μου επιτραπεί να μην αναφέρω ονόματα. Άλλωστε για τους παλιούς και κυρίως τους Αμαριώτες που έζησαν τα γεγονότα, τα πρόσωπα φωτογραφίζονται.
Η δική μας ηρωίδα λοιπόν είχε ευτυχίσει να αρραβωνιαστεί τον καλό της, ένα πανέμορφο παλικάρι που ήταν δάσκαλος. Κόντευαν να ορίσουν και το γάμο.
Παραμονή της μεγάλης καταστροφής στο Κέντρος, η κοπέλα με τον καλό της βεγγερίζανε με τους δικούς της στο σπίτι της, σε χωριό πάνω από το Γερακάρι. Κάποια στιγμή ο νέος σηκώθηκε να φύγει…
Χρόνια πολλά αργότερα η αξιαγάπητη αυτή κυρία, σε βαθειά γεράματα πια μου διηγείται:
«Είχα ένα κακό προαίσθημα. Λέω Γιώργη μου μη φύγεις. Κάτσε και πας το πρωί στη δουλειά σου.
-Τι έπαθες μου λέει και προσπάθησε να μου διώξει την κακή μου διάθεση.
-Ακουσέ με, συνέχισα να τον παρακαλώ. Μην πας. Κάτι θα συμβεί.
Εκείνος δεν με άκουσε. Βγήκα να τον δω όσο κατέβαινε για το χωριό του, ένας σωστός λεβέντης.
Ήταν από τους πρώτους που σκότωσαν οι Γερμανοί μπαίνοντας στο Γερακάρι. Παντρεύτηκα αργότερα παιδί μου, έκανα οικογένεια ωραία, αλλά ποτέ δεν ξέχασα εκείνον. Και πάντα σκεπτόμουν με παράπονο. Γιατί να μην μ’ ακούσει και να μείνει στο χωριό μου. Αλλά η κακιά ώρα βλέπεις».
Αυτό που μου έκανε εξαιρετική εντύπωση είναι ότι ο σύζυγος της κυρίας, αν και γνώριζε, πάντα σεβόταν τη μνήμη της αυτή και ποτέ δεν εξέφρασε δυσαρέσκεια όταν εκείνη αναφερόταν στο γεγονός.
Σαν γνήσιος Αμαριώτης έδειχνε την ανωτερότητά του σεβόμενος το αίσθημα αυτό, αλλά και ποιος άραγε δεν αισθάνεται τον απαιτούμενο σεβασμό για έρωτες τόσο ευγενικούς και αθώους που περισσότερο εμπνέουν ευγενή συναισθήματα παρά δίνουν λαβή για κακόβουλα σχόλια.
Στα επόμενα φύλλα μας θα ξεφυλλίσουμε μαζί δυο ενδιαφέροντα κεφάλαια από τα Ρεθεμνιώτικα χτυποκάρδια. Το ένα αφορά στη ζωή μιας γυναίκας που δέσποζε στα σαλόνια της Ευρώπης με την μόρφωση και την καλλονή της και την είχαν ερωτευθεί σφόδρα ποιητές και συνθέτες. Και το άλλο μας μιλά για ένα μεγάλο έρωτα, στον οποίο οφείλουν την ύπαρξή τους οι Κεφαλογιάννηδες.