Η πανδημία θα περιορίσει τις καθιερωμένες εκδηλώσεις για να τιμηθεί η επέτειος του 1940, εκείνο το ΟΧΙ του λαού μας, που μέρες σαν κι αυτές αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα και αποτελεί μήνυμα, με αποδέκτη όποιον επιβουλεύεται την εθνική μας κυριαρχία.
Στο αφιέρωμά μας, που θα έχει αρκετές συνέχειες, επιλέξαμε αποσπάσματα από μνήμες των πρωταγωνιστών εκείνης της εποποιίας αλλά και από ημερολόγια που μας εμπιστεύθηκαν.
Σταχυολογήσαμε αποσπάσματα και από εργασίες επιφανών ιστορικών ερευνητών – συγγραφέων και λογίων, που χάρις στην προσπάθειά τους ξέρουμε λεπτομέρειες από τη συμμετοχή του Ρεθύμνου στο έπος του 40.
Ο αείμνηστος Κώστας Αντωνάκης από τους επιφανέστερους δικηγόρους της πόλης μας, άφησε ημερολόγιο με περιγραφή της ατμόσφαιρας που επικρατούσε μέρες πριν κηρυχθεί ο πόλεμος.
Αναφέρει σχετικά:
3-9-1940
Σήμερα πήρα μια επείγουσα ατομική πρόσκληση που με καλούσε να καταταχτώ σαν έφεδρος αξιωματικός στο στρατό. Δεν μου έκανε καμιά έκπληξη ύστερα από όσα προηγήθηκαν από τις 15 Αυγούστου 1940 μέχρι σήμερα.
4-9-1940
Πρωί βρέθηκα σήμερα έξω από τους στρατώνες ανάμεσα στους παλιούς και αγαπητούς συναδέλφους μου, Εφέδρους Αξιωματικούς, Νίκο Κατσιράκη, Λεωνίδα Ρολόγη, Αντώνη Λίτινα, Μανόλη Τσιριμονάκη, Σπύρο Αποστολάκη, Κώστα Κουμάντο, Νίκο Ψύρρη, Νίκο Περάκη, Γιάννη Ψωμακάκη, Γρηγόρη Σαριδάκη, Σταμάτη Ρολόγη, Γιώργη Σαλούστρο, Βασίλη Μαρκάκη, Γιάννη Γαβαλά, Γιάννη Βασιλάκη, Γιάννη Κουτσουράκη, Κώστα Βλαχάκη, Γιώργη Ουρανό, Φωκίωνα Μιχελακάκη, Στέλιο Περισσάκη, Λευτέρη Τσίβη, Χαράλαμπο Λίτινα, Ανδρέα Δασκαλάκη, Κοπανάκη, Λατζουράκη και πολλούς άλλους που περίμεναν να καταταχτούν στις μονάδες τους.
Ανταλλάξαμε θερμούς χαιρετισμούς, γιατί είχαμε χρόνια να ειδωθούμε από τον Ιούνη του 1937 που κάναμε μετεκπαίδευση στο 44ο Σύνταγμα και περιμέναμε στην πλατεία της Σοχώρας να ανοίξουν τα Γραφεία.
Στην αρχή αραιές ομάδες, μα όσο προχωρούσε η ώρα μαζεύοντο πυκνότερες για κατάταξη.
Είναι όλοι τους Έφεδροι γελαστοί, ζωηροί και ενθουσιασμένοι, από τα στρατιωτικά εμβατήρια, και τα πατριωτικά τραγούδια που μεταδίδουν τα μεγάφωνα του Ραδιοφωνικού Σταθμού.
Δοκίμασα μεγάλη συγκίνηση όταν την άλλη μέρα ντύθηκα τη στολή του Εφέδρου Αξιωματικού και ανέλαβα υπηρεσία. Οι μόνιμοι συνάδελφοί μας με επικεφαλής τον Διοικητή Ταγματάρχη Παναγιωτάκη Αριστείδη, αφού πρώτα μας καλωσορίσανε με εγκαρδιότητα μας καλέσανε να τους βοηθήσουνε στην συγκρότηση του 44ου Συντάγματος.
5-9-1940 – 27-10-1940
Μια εμπιστευτική διαταγή του Συντάγματός μου αναθέτει μια επείγουσα νυκτερινή εργασία που με απασχόλησε δυο βράδια, χωρίς να κλείσω μάτι. Άλλη διαταγή μου αναθέτει την αντικατάσταση του Ταγματάρχη Ευγένιου Σταμαθιουδάκη στην υπηρεσία της επίταξης κτηνών στην επαρχία Αγίου Βασιλείου λόγω κωλύματός του, παράλληλα δε ασκούσα και καθήκοντα προανακριτού του Συντάγματος.
Σκληρή, εντατική και υπεύθυνη εργασία με ανάγκαζαν να δουλεύω μέρα και νύκτα κι όμως δεν κουραζόμουνα γιατί είχα όπως κι όλοι οι άλλοι συνάδελφοί μου τα νιάτα των 30 χρόνων και τον φλογισμένο πατριωτισμό.
Η επίταξη των ζώων κράτησε πάνω από 20 ημέρες, μ’ έφερε στο διάστημα αυτό σε επαφή με τους συμπαθείς αγρότες μας, οι οποίοι παρέδιδαν τα ζώα των με αυθόρμητες πατριωτικές εκδηλώσεις και ενθουσιασμό. Μου λέγανε «κ. Ανθυπολοχαγέ προσφέρω το ζώο μου στην πατρίδα χαλάλι της και αν με χρειαστεί και μένα εδώ είμαι».
Όλοι μας είμαστε συγκινημένοι. Κοίταζα τους υπαξιωματικούς και τους στρατιώτες που παρελάμβαναν τα ζώα, να είναι δακρυσμένοι και υπερήφανοι και για να κρύψουν την συγκίνησή τους από τις εκδηλώσεις των αγνών αγροτών μας, χάιδευαν τα ταλαίπωρα ζώα την ώρα που με κάποιο δισταγμό άλλαζαν αφέντη.
Και τι να πει κανένας για τη φιλοξενία που μας επεφύλαξαν οι ευγενικοί κάτοικοι του ηρωικού χωριού Κοξαρέ που ήταν το κέντρο της επίταξης.
Στις αρχές του Οκτώβρη 1940 είχα τελειώσει την επίταξη στην πρώτη φάση της και τοποθετούμαι στο Ι τάγμα με επικεφαλής τον ηρωικό ταγματάρχη τον Αριστείδη Παναγιωτάκη και ειδικότερα στο 3ο λόχο σαν διοικητής της 1ης διμοιρίας του.
Ο λόχος μας είχε καταυλισθεί στα Τρία Μοναστήρια έξω από την πόλη και τότε δοκιμάσαμε για πρώτη φορά τη ζωή του αντίσκηνου μαζί με τους αγαπητούς μου συναδέλφους εφέδρους Αξιωματικούς Γιάννη Γαβαλά, Σταμάτη Ρολόγη, Κώστα Βλαχάκη και Σκορδαλλάκη, από τους οποίους παραμείναμε μόνιμα στελέχη του 3ου λόχου ο Κώστας Βλαχάκης κι εγώ με την προσθήκη του αγαπητού μου φίλου Γιώργη Σαλούστρου και κάποιου Μακεδόνα Δίζα Φιλώτα Αν/στη.
Η τοποθέτησή μου στον 3ο λόχο έξω από την πόλη Ρεθύμνης με εστενοχώρησε λίγο, γιατί θα έχανα την καθημερινή ευχάριστη συντροφιά τις βραδινές ώρες της αγαπημένης μνηστής μου και αργότερα εκλεκτής συζύγου μου. Κι όμως βρήκα τρόπο να ξεπερνώ το εμπόδιο αυτό. Έπαιρνα το άλογο του λόχου μου και κατέβαινα στην πόλη κοντά της. Ο ενθουσιασμός μου αυτός ήτο μεγάλος γιατί με τον τρόπο αυτό και την υπηρεσία μου εκτελούσα και τις συναισθηματικές μου υποχρεώσεις δεν παρέλειπα.
Αξέχαστες μέρες που θα μου θυμίζουν για πάντα την αληθινή ευτυχία!
Στις 26 του Οκτώβρη μια άλλη διαταγή του συνταγματάρχη Σέρβου διατάσσει την μετακίνηση του λόχου μα στην πόλη για μια τιμητική αποστολή. Πήγα να τρελαθώ από τη χαρά μου, γιατί η νυκτερινή μου επίσκεψη είχε αρχίσει να μου δημιουργεί προβληματάκια με το Συνταγματάρχη μου, ο οποίος σώνει και καλά ήθελε σκληρή πειθαρχία ακόμη και στους συναισθηματικούς δεσμούς μου!».
Αφηγήσεις βετεράνων
Μια άλλη εικόνα από τις παραμονές του πολέμου στο Ρέθυμνο, μας δίνει και ο Μανόλης Ιωάννου Μυστράκης αναφέροντας στον αντιστράτηγο ε,α κ. Νίκο Σαμψών:
«Πριν κηρυχθεί ο πόλεμος της Αλβανίας, ο κακομοίρης ο αδελφός μου o Σπύρος ήτανε στρατιώτης κι ύστερα απολύθηκενε. Εμένα με πήρανε για εκπαίδευση τρεις μήνες. Κι όντε έκανα τσοι τρεις μήνες έφυγα κι είχα τον Γιάννη καμωμένο και τη γυναίκα μου βαρεμένη. Και με πήρανε στρατιώτη κι έκαμα στα Περβόλια και αλλού. Ετσά γυρίζαμε κι’όντε θελ’ απολυθώ κηρύχθηκε ο πόλεμος και πήγα στην Αλβανία μαζί με τον κακομοίρη τον αδελφό μου το Σπύρο με το 44 Σύνταγμα».
Αναφέρει με τη σειρά του για τις παραμονές του πολέμου, ο Εμμανουήλ Σταγάκης στο δικό του ημερολόγιο:
«Η ταλαιπωρημένη ζωή του Έλληνα Στρατιώτη εις το αλβανικό μέτωπο είναι χαρακωμένη εις την μνήμη μου και όσα γράφω είναι προσωπικώς εκείνα που είδα και έζησα ως επιλοχεύων του 5ου Λόχου 44ου Συντάγματος.
Εις τας 25 Αυγούστου το ραδιόφωνο αναφέρει ότι καλούνται οι έφεδροι της κλάσεως 1932 να προσέλθουν για μετεκπαίδευση. Την ημερομηνία της προσκλήσεως ενθυμούμαι γιατί είχα βάφτιση της κόρης μου. Ημέρα παρουσιάσεως δεν ενθυμούμαι.
Μένω εις Ρέθυμνο μα επιστρατεύομαι εις Χανιά και παρουσιάζομαι για μηνιαία μετεκπαίδευση. Από ότι ενθυμούμαι στη θεωρία μας ανέφεραν ως νέο όπλο τους όλμους μα βολές δεν κάναμε. Παρήλθε ο μήνας μα δεν έγινε η απόλυσή μας. Εγώ διατηρούσα ξυλουργικό μαγαζί εις Ρέθυμνο, οδός Γοβατζιδάκη και βγήκα εις την αναφορά μεταθέσεώς μου εις Ρέθυμνο εις το 44ο Σύνταγμα. Μου εδόθη η μετάθεση και έτσι μου εδόθη ευκαιρία να παρακολουθώ το μαγαζί προς εκτέλεση παραγγελιών που εξακολουθούσα να απασχολώ το προσωπικό. Έτσι στην Κήρυξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου, βρέθηκα στρατευμένος και με την κήρυξη του Πολέμου έκλεισα το Μαγαζί γιατί άρχισε η γενική επιστράτευση και άρχισα να παίρνουν μέτρα εκκενώσεως αποθηκών και ο Ανθυπολοχαγός Μιχαήλ Μανουράς με προσέλαβε να βοηθώ και μεταφέραμε άλευρα εις το χωριό Απόστολοι να τα αποθηκεύσομε εις το Σχολείο και εις την εκκλησία».
Για την εικόνα που επικρατούσε στο στράτευμα μας ενημερώνει ο Αριστείδης Παναγιωτάκης διοικητής του 44ου Σ.Π:
«Είχαμε προετοιμασθεί (για τον πόλεμο)διότι εις τας 15 Αυγούστου τορπιλίστηκε εις το λιμάνι της Τήνου το καταδρομικό Έλλη, και την ίδια μέρα, βομβαρδίστηκε επιβατηγό πλοίο μεταξύ Ρεθύμνης και Ηρακλείου από αεροπλάνου αγνώστου εθνικότητας. Αυτά τα δύο επεισόδια ήταν προμηνύματα πολέμου. Έδρα του συντάγματος ήταν το Ρέθυμνο.
Μετά την κήρυξη του πολέμου η επιστράτευση του Συν/τος, σύμφωνα με το σχέδιο επιστρατεύσης, έγινε με ταχύτατο ρυθμό, των Ι και ΙΙ ταγμάτων στην περιοχή Αρμένων Ρεθύμνης, του δε ΙΙΙ τάγματος στην περιοχή Αποδούλου Αμαρίου».
Κατά τις πρώτες μέρες της Επιστρατεύσης Διοικητής του Συντάγματος ήταν ο ταγματάρχης Παναγιωτάκης Αρ. Την 4η ημέρα τον διαδέχθηκε ο Αντ/ρχης Σέρβος Ι. και την 10η ημέρα ο Αντ/ρχης Θειακός Ξεν. Και ως υποδιοικητής του ο Αντ/ρχης Κραουνάκης Σταμ.
Διοικητής του Ι τάγματος ο ταγ/ρχης Παναγιωτάκης Αρ.
Διοικητής του ΙΙ τάγματος ο ταγ/ρχης Ινιωτάκης Γεωρ.
Διοικητής του ΙΙΙ τάγματος ο ταγ/ρχης Ρολόγης Δημ.
Στο Ρέθυμνο η συνέχεια…
Αυτό που ήταν άγνωστο στους πολλούς και μας το έκανε γνωστό ο εκλεκτός συγγραφέας κ. Σπύρος Θεοδωράκης ήταν μια ακόμα πρόκληση των Ιταλών, την ίδια μέρα που τορπιλίστηκε το «ΕΛΛΗ» στα Ρεθεμνιώτικα αυτή τη φορά. Αναφέρει σχετικά σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του:
«Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ανήμερα του Εορτασμού της Παναγίας, στην Ιερά Mονή Tιμίου Προδρόμου Aτάλης λίγο πιο πάνω από το Mπαλί, που απέχει 33 χιλ. από το Ρέθυμνο στο δρόμο προς Ηράκλειο, οι δύο μοναχοί της και οι δυο κοσμικοί, προφανώς ενοικιαστές των μοναστηριακών κτημάτων, θα πρέπει να ετοιμάζονταν για τον Μέγα Εσπερινό της Παναγίας. Ενώ, στο διπλανό φαράγγι, οι κάτοικοι των γύρω χωριών θα προετοιμάζονταν πυρετωδώς για το μεγάλο πανηγύρι της «Παναγιάς του Χάρακα».
Στις 6:00 η ώρα λοιπόν στη Μονή Ατάλης, που διατηρεί τη μεσαιωνική ονομασία της περιοχής, και βρίσκεται σε μια εντυπωσιακή θέση με απέραντη θέα προς το Kρητικό πέλαγος, οι δυο μοναχοί θα διάβηκαν το κατώφλι του ναού κάνοντας τον σταυρό τους, με τον ένα να κατευθύνεται στην Ωραία Πύλη και τον άλλο στο δεξί ψαλτήρι. Κι ενώ ο εσπερινός προχωρούσε κανονικά, στις 6:23 ακουστήκαν επαναλαμβανόμενοι εκκωφαντικοί θόρυβοι. Ο τόπος έμοιαζε να τρέμει. Ο ένας επιστάτης έκανε χρέη νεωκόρου αλλά ο άλλος, βγήκε από τον ναό, διέσχισε βιαστικά το προαύλιο με τα εντυπωσιακά πέτρινα τόξα, ανέβηκε δύο-δύο τα σκαλιά μπροστά από τις εισόδους των κελιών και βγήκε στην μεγάλη βεράντα. Αυτό που αντίκρισε από ψηλά τον έκανε να παγώσει. Είδε την θάλασσα αφρισμένη, ένα ατμόπλοιο να κάνει ελιγμούς και δυο αεροπλάνα να απομακρύνονται. Η απορία και τα ερωτηματικά που του γεννηθήκαν θα έμεναν αναπάντητα προς ώρας, καθώς το πλοίο συνέχιζε το ταξίδι του με κατεύθυνση προς το Ηράκλειο».
Τα άσχημα μαντάτα θα έφταναν με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας. Το ατμόπλοιο, που την προηγουμένη είχε δεχτεί αεροπορική επίθεση από δυο ιταλικά -όπως διαπιστώθηκε- βομβαρδιστικά ήταν το επιβατηγό «Φρίντων» που εκτελούσε την γραμμή Πειραιάς-Χανιά-Ηράκλειο-Πειραιάς και βρισκόταν ανοικτά του όρμου Μπαλί, σε απόσταση 2 ν.μ. από την ακτή. Οι βόμβες έπεφταν γύρω του για αρκετή ώρα, αλλά χάρις στην ψυχραιμία του πλοιάρχου του Γεωργίου Βέη (βετεράνου του Α’ παγκοσμίου πολέμου), ο οποίος έκανε τους κατάλληλους ελιγμούς, το πλοίο σώθηκε. Το σήμα κινδύνου που εξέπεμψε, «έπιασε» το αντιτορπιλικό «Ψαρά» που έσπευσε ολοταχώς προς βοήθεια και το συνόδεψε μέχρι το λιμάνι προορισμού του, αλλά και το βρετανικό πολεμικό πλοίο «Greyhount» που έπλεε στο Αιγαίο και το οποίο αμέσως έστειλε σήμα στο Βρετανικό Ναυαρχείο. Το σήμα αυτό έχει καταγράφει στα βρετανικά αρχεία με ώρα: 16:23 (ώρα Γκρήνουιτς).
Πριν μερικά χρόνια, ένα μέλος του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, ο κ. Ιάκωβος Βαγιάκης, έγραψε στο περιοδικό «Περίπλους» ένα άρθρο για το πλοίο «Φρίντων» και τις συνέπειες της αεροπορικής επίθεσης. Ο συντάκτης, είχε ταξιδέψει με την οικογένειά του από τα Χανιά για Πειραιά στο αμέσως επόμενο ταξίδι του «Φρίντων» από αυτό της 15ης Αυγούστου κι όπως θυμάται: «Επιβιβαστήκαμε και μέχρι να αναχωρήσουμε και να ταχτοποιηθούμε πήγαμε στο σαλόνι. Εκεί είδαμε ότι όλα τα κρύσταλλα της τζαμαρίας του σαλονιού ήταν ραγισμένα. Ρωτήσαμε ένα καμαρότο το γιατί και πήραμε την απάντηση: «μα καλά δεν ακούσατε τι συνέβη στο προηγούμενό μας ταξίδι;» και στην απορία μας συμπλήρωσε, «οι βόμβες έπεφταν γύρω μας σαν βροχή και τα αέρια των εκρήξεων έκαναν αυτές τις ζημιές».
Το γεγονός, ο βομβαρδισμός δηλαδή του πλοίου έξω από το Ρέθυμνο, πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων. Ασφαλώς η κοινή γνώμη είχε συγκλονιστεί από τον τορπιλισμό του «Έλλη» και την απώλεια των εννέα μελών του πληρώματός του. Αλλά είναι πολύ εύκολο να αντιληφτεί κάποιος ότι αν οι ιταλικές βόμβες έβρισκαν στόχο κι έπλητταν το «Φρίντων» θα μιλούσαμε για μια τεραστία τραγωδία με δεκάδες νεκρούς και πνιγμένους, καθόσον το πλοίο ήταν επιβατηγό.
Στην πρώτη γραμμή
Ο δημοσιογράφος Κωστής Παπαδάκης ήταν εκείνη την εποχή στην αρχή της καριέρας του που όλα έδειχναν πως θα ήταν λαμπρή.
Γνώριζε καλά τι επρόκειτο να γίνει. Και δεν έβλεπε την ώρα να καταταγεί. Ο εκδότης του, ο μέγας Λαμπράκης του είχε προτείνει να φύγει αμέσως για το Λονδίνο, σαν ανταποκριτής.
Αν ήταν άλλες εποχές μπορεί και να το σκεπτόταν. Η αποστολή αυτή έδειχνε το σεβασμό του εκδότη στις ικανότητες του νεαρού δημοσιογράφου, που εκτός από χρήματα θα εξασφάλιζε και μια θέση μακριά από τους κινδύνους της πρώτης γραμμής.
Μου έλεγε σχετικά η αδελφή του αείμνηστη Μαρία Χουρδάκη, ιδρύτρια του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης: «Όταν ο Κωστής μου ανακοίνωσε την απόφασή του έχασα το χρώμα μου. Μη σε βλέπω έτσι με μάλωσε. Πρέπει να μείνω. Είναι χρέος τιμής. Εγώ θα εξασφαλιστώ σε μια θέση μακριά από τη φωτιά του πολέμου και θα κάνω τον ήρωα εκ του ασφαλούς; Και πως θα κοιτάζω στα μάτια εκείνους που θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή; Τα ίδια μου επαναλάμβανε και στο σταθμό που τον αποχαιρετούσα. Ήταν και η τελευταία φορά που τον έβλεπα».
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.