28 Οκτωβρίου 1945 και το Ρέθυμνο ετοιμάζεται πυρετωδώς να τιμήσει τη μεγάλη επέτειο.
Από το χάραμα η Φιλαρμονική του Δήμου παιανίζει το εωθινό στους δρόμους της πόλης και οι καρδιές γεμίζουν εθνική υπερηφάνεια. Είναι τόσο νωπές οι μνήμες από εκείνο το πρωινό, που ενώ τιμούσαν τη μνήμη των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων πληροφορήθηκαν οι Ρεθεμνιώτες πως κηρύχθηκε πόλεμος.
Αυτό το πρωινό πάντως του 1945, ελεύθεροι πια ετοιμάζονταν να ξεχυθούν στους δρόμους για να γιορτάσουν το σπουδαίο γεγονός.
Λίγο αργότερα οι καμπάνες των εκκλησιών σε χαρούμενες κωδωνοκρουσίες καλούν το εκκλησίασμα για τη Θεία Λειτουργία και την Δοξολογία που θα ακολουθούσε χοροστατούντος βεβαίως του τότε Μητροπολίτη Αθανασίου Αποστολάκη.
Ο νομάρχης Χρίστος Τζιφάκης ήρωας της Αντίστασης, ο δήμαρχος Τίτος Πετυχάκης και όλες οι άλλες αρχές είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους.
Η είσοδος της σημαίας με τιμητική φρουρά λεβεντόκορμους στρατιώτες έφερε δάκρυα στα μάτια. Ιδιαίτερα στον Διοικητή του Συντάγματος Αριστείδη Παναγιωτάκη που είχε τόσα να θυμηθεί στη θέα του ιερού συμβόλου.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου είχε αναλάβει τη διοίκηση του Ι τάγματος και οδηγήθηκε στον κεντρικό τομέα του Αλβανικού Μετώπου. Η μοίρα των Κρητών στρατιωτών ήταν τραγική, γιατί από το ζεστό κλίμα που είχαν συνηθίσει βρέθηκαν στα χιόνια που κυριολεκτικά τους αποδεκάτισαν στην πλειοψηφία τους από τα κρυοπαγήματα. Κι όμως πολέμησαν με τόση γενναιότητα.
Ενδεικτικό της ταλαιπωρίας τους είναι ότι από τους 2.000 μάχιμους στρατιώτες είχαν τεθεί εκτός μάχης τα ¾ των ανδρών του Συντάγματος.
Εκεί ο Παναγιωτάκης έδειξε τον απαράμιλλο ηρωισμό του. Πολλές φορές αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες, έσωζε τους άνδρες του χωρίς να υπολογίζει τη δική του ζωή. Ριχνόταν στη μάχη χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο και παρέσυρε έτσι στη δόξα τους στρατιώτες του που έπαιρναν θάρρος από την τόλμη του ανωτέρου τους.
Στις επιχειρήσεις της Τρεμπεσίνας αρνήθηκε να δεχθεί την επίθεση από το ύψωμα 1923 ως ακατάλληλο και μπροστά στις προτροπές του συνταγματάρχη Κραουνάκη έσκισε τα γαλόνια του. Τέλος επικράτησε η γνώμη του, καταλήφθηκε ο αυχένας και συνελήφθησαν 225 αιχμάλωτοι Ιταλοί με τον μονόχειρα διοικητή τους!
Τον Απρίλη του 1941 βρισκόταν σε καταυλισμό με τους στρατιώτες του στη Μονή Βελλά. Εκεί τους κοινοποιήθηκε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και οι στρατιώτες φοβούμενοι την αιχμαλωσία συγκεντρώθηκαν να φύγουν. Τους πρόλαβε 500 μέτρα έξω από τον καταυλισμό. Ανέβηκε σ’ ένα βράχο και τους φώναξε:
«Αυτή τη σημαία του Συντάγματος που μας παρέδωσαν οι νέες της Ρεθύμνης με την εντολή να τη διαφυλάξετε, πού την αφήνετε;».
Και μόνο στο άκουσμα της λέξης «Σημαία» όλοι γύρισαν πίσω σιωπηλοί. Από τη Μονή Βελλά έφθασαν στα Γιάννενα, αλλά κάποια στιγμή ο Παναγιωτάκης αντιλαμβάνεται Γερμανούς να ποδοπατούν σημαία άλλου συντάγματος. Αμέσως τρέχει και βγάζει τη σημαία από το κοντό και διατάζει δύο στρατιώτες να την κρύψουν στα θυλάκια τους. Ό,τι είχε συνεννοηθεί μαζί τους έγινε με απόλυτη συνέπεια. Φθάνοντας στο Ναύπλιο την παρέλαβε και την φύλαγε ως κόρην οφθαλμού μέχρι το τέλος πολέμου του. Στις 25 Μαρτίου 1945, την παρέδωσε στο Σύνταγμα στη διάρκεια επίσημης τελετής.
Και σήμερα θα μιλούσε γι’ αυτήν. Πράγματι μόλις τέλειωσε η Θεία Λειτουργία και η Δοξολογία αρχές και λαός συγκεντρώθηκαν στο χώρο που ήταν οι παλιοί Στρατώνες στη Σοχώρα και εκεί μίλησε ο Παναγιωτάκης για τη σημαία κάνοντας πολλά μάτια να δακρύσουν.
Το απόγευμα στην αίθουσα του Λυκείου Ελληνίδων πρόσκοποι και οδηγοί παρουσίασαν ένα εξαιρετικό πρόγραμμα που ενθουσίασε το κοινό.
Ο Κωστής Παπαδάκης
Δεσπόζει στη μνήμη επέτειο σαν κι αυτή ο Κωστής Παπαδάκης, ο πρώτος νεκρός ανταποκριτής του μετώπου, που είχε γεννηθεί στο Βάτο Αγίου Βασιλείου το 1911.
Μαθητής ακόμα αρχίζει να αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο με το ψευδώνυμο «Κωστής Πάλμης» και κάποια στιγμή δημοσιεύει και την πρώτη ποιητική του συλλογή που ήταν δυστυχώς και η μοναδική.
Τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα σημαδεύονται από τη φιλία και τις ατέλειωτες συζητήσεις με κορυφαίους της εποχής του πνεύματος και των ιδεολογικών ρευμάτων από τις πηγές δημοκρατικών παρατάξεων.
Με συνέπεια και χωρίς να χάσει χρόνο τέλειωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών κι επειδή η δημοσιογραφία ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του άρχισε να εργάζεται στο «Ελεύθερο Βήμα». Ο γέρο Λαμπράκης αμέσως διέγνωσε το ταλέντο και τις άλλες αρετές και τον ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή. Του έδωσε την εμπιστοσύνη και όλες τις ευκαιρίες για να αναδείξει τα πνευματικά του χαρίσματα.
Και ο Κωστής ανταπέδιδε δικαιώνοντας τις προσδοκίες του εκδότη του και με απέραντο σεβασμό στον ίδιο.
Σεπτέμβριο του 1940 τον καλεί στο γραφείο και του αναθέτει καθήκοντα ανταποκριτή στο Λονδίνο. Ίσως να ήθελε και να τον προστατεύσει από τη θύελλα που ερχόταν και σαν έμπειρος γνώστης των πραγμάτων ο ίδιος έκανε τις εκτιμήσεις του για το μέλλον του τόπου του.
Αρχικά ο Κωστής ενθουσιάστηκε με την ιδέα αλλά μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος παραιτήθηκε από την ιδέα αυτή και δήλωσε ότι πηγαίνει να καταταγεί. Μάταια ο Λαμπράκης τόνιζε στο νεαρό Ρεθεμνιώτη πόσο πιο απαραίτητος θα ήταν στα μετόπισθεν, στο μετερίζι της δημοσιογραφίας. Εκείνος ανένδοτος προχώρησε στη διαδικασία κατάταξής του. Από τις πιο σπαρακτικές εικόνες αυτή που περιγράφει η αδελφή του Μαρία, που τον ξεπροβόδισε στο σταθμό Λαρίσης. Κρεμασμένος από ένα παράθυρο ο Κωστής της έσφιξε το χέρι και τη διαβεβαίωσε ότι πηγαίνει στο μέτωπο με τη σιγουριά της νίκης. Ο έφεδρος αξιωματικός μηχανικού πλέον Κωνσταντίνος Μύρωνος Παπαδάκης βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Οι διαπιστώσεις ήταν απογοητευτικές. Ο Μεταξάς είχε παίξει καλά το παιχνίδι του πατριώτη, αλλά στην ουσία είχε τη χώρα εντελώς αποδυναμωμένη από βασικά αμυντικά όπλα. Θεός οίδε τι είχαν γίνει τα χρήματα από έρανο «για την άμυνα». Κι όμως ο Κωστής δεν πτοείται. Πολεμά με θάρρος. Και στέλνει «κάπου από το μέτωπο» και την πρώτη του ανταπόκριση στην εφημερίδα του το «Ελεύθερον Βήμα»:
«Κάπου εις το Μέτωπον 3 Νοεμβρίου 1940. Επτά μέρες τώρα και επτά νύχτες πολεμούμε. Τα κανόνια μας τα πολυβόλα μας, τ’ αεροπλάνα μας, τ’ αδέλφια μας, /όλοι εμείς που αποτελούμε τον ελληνικό στρατό με ψυχή γεμάτη θάρρος κι αυτοπεποίθηση πολεμούμε… Θα νικήσουμε έναν εχθρό για να δείξουμε σε όλους τους λαούς το δρόμο της ελευθερίας και της τιμής… Ας μάθουν όλες οι μανάδες που έχουν παιδιά στα σύνορα πως πρέπει να είναι υπερήφανες για στα παιδιά τους έλαχε ο κλήρος να δείξουν στον κόσμο πως η ελευθερία δεν χαρίζεται από κανέναν αλλά παίρνεται με το σπαθί».
Την επομένη ακριβώς, 4 Νοεμβρίου 1940, πέφτει νεκρός. Στο χέρι του είχε το περίστροφο που δεν μπορούσε βέβαια να τον βοηθήσει στον αεροπορικό βομβαρδισμό που είχε αρχίσει να θερίζει μαζί με αυτόν και άλλους νέους υπερασπιστές των ιδανικών μας.
Μαρδοχαίος Φριζής
Η έκρηξη του πολέμου βρήκε στην πρώτη γραμμή έναν ακόμα προσφιλή σε όλους τους Ρεθεμνιώτες αξιωματικό.
Ήταν ο Μαρδοχαίος Φριζής. Είναι κι από τους λίγους που ανέφεραν κάνοντας ρίμα το όνομα με το χαρακτηρισμό που το συνόδευε «Ο Φριζής ο Μαρδοχαίος, ο καλύτερος Εβραίος». Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, καθώς και ο ίδιος δήλωνε συχνά πως «ησθάνετο, ανέπνεε και εσκέπτετο ως αν ήτο Κρητικός».
Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, που βρήκε το θάνατο προσπαθώντας να είναι κοντά στους στρατιώτες του. Δεν είναι τυχαία που η είδηση της ηρωικής θανής του δημοσιεύτηκε με αρκετές λεπτομέρειες στην Κρητική Επιθεώρηση (Δεκέμβριος 1940).
Ο λαμπρός αυτός αξιωματικός τοποθετήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Είχε μια εξαιρετική οικογένεια και κατείχε μια από τις πρώτες θέσεις στην κοινωνική ιεραρχία. Αξιοσέβαστη και η σύζυγός του που φημιζόταν για την ομορφιά, την κομψότητα και την υψηλή αισθητική της.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 βρήκε τον Φριζή, διοικητή του υποτομέα Δελβινακίου της 8ης Μεραρχίας.
Η ομάδα του είναι επίσης αυτή που συνέλαβε τους πρώτους αιχμαλώτους πολέμου -περίπου 700 Ιταλούς- και που κράτησε τη γέφυρα του Καλαμά απωθώντας τους Ιταλούς «Κενταύρους». Αλπινιστές. Ο Μαρδοχαίος Φριζής είναι ανάμεσα σ’ αυτούς που ελευθέρωσαν την Κόνιτσα και προχώρησαν στο αλβανικό έδαφος ανακόπτοντας την προέλαση των Ιταλών, και επιτυγχάνοντας την αναστροφή του μετώπου.
Στις 5 Δεκεμβρίου, βορειοανατολικά της Πρεμετής, ο Φριζής και οι άντρες του δέχθηκαν επίθεση από ιταλικά αεροπλάνα. Ο Φριζής έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να πέσουν στα χαρακώματα, παρ’ όλα αυτά, για να μην υπάρξει πανικός στους στρατιώτες, ο ίδιος παρέμεινε καβάλα στο άλογό του και συνέχισε να τους εμψυχώνει. Ως καβαλάρης έγινε εύκολος στόχος για τα εχθρικά αεροπλάνα. Στην αρχή τον γάζωσαν και έπειτα μία βόμβα τον αποτελείωσε. Σύμφωνα με αφήγηση του εγγονού του, επίσης Μαρδοχαίου Φριζή, ο ιερέας του στρατεύματος του έκλεισε τα μάτια με την επιθανάτια εβραϊκή προσευχή: «Άκουσε Ισραήλ, ο Κύριος ο Θεός σου, ο Κύριος είναι ένας».
Ο Μαρδοχαίος Φριζής, έπεσε υπέρ Πατρίδος την 5η Δεκεμβρίου 1940 στην Πρεμετή, μαχόμενος ως αντισυνταγματάρχης. Μετά τον θάνατό του έλαβε τιμητικώς τον βαθμό του Συνταγματάρχου.
Υστερίες στείρας εθνικοφροσύνης στο μέτωπο
Μέσα σε τόσες στιγμές άφραστου ψυχικού μεγαλείου βρέθηκαν αξιωματικοί με νοοτροπίες που δεν τίμησαν ποτέ το ελληνικό στράτευμα να επιχειρούν «κάθαρση» λες και οι κομμουνιστές που πολεμούσαν στην πρώτη κιόλας γραμμή θα εύρισκαν ευκαιρία να «προσηλυτίσουν» τους εθνικόφρονες φαντάρους. Κι όμως είχαμε και τέτοια ανεκδιήγητα περιστατικά.
Ένας σπουδαίος άνθρωπος και αγνός ιδεολόγος ο Εμμανουήλ Ρουμελιωτάκης μας διασώζει στο βιβλίο του «Γράμμα στο γιο μου» (από τον πόλεμο της Αλβανίας) «Πλέθρον» το παρακάτω θλιβερό περιστατικό που δείχνει όμως και τη λεβεντιά των Κρητών αξιωματικών κόντρα και στην ιεραρχία ακόμα.
Γράφει συγκεκριμένα ο Ρουμελιωτάκης:
«Στις 12 του Δεκέμβρη έρχεται διαταγή να παραδώσω τα είδη που ανήκουν στο λόχο, να πάρω τα ατομικά μου είδη και να πάω στο σύνταγμα να παρουσιαστώ.
Δεν ήξερα σε τι οφείλεται αυτή η μετάθεση και έβανα χίλια δυο στο μυαλό μου. Τι να με θέλουν; Θυμήθηκα στο δρόμο μια μέρα, πετάλωνε ένας ένα άλογο και ήταν πιο ατζαμής από μένα, και τον βοήθησα κι ένας ανθυπολοχαγός που βρισκόταν εκεί μου χε κρατήσει τα στοιχεία μου. Δεν είχα άλλο να σκεφτώ και σκέφτηκα αυτό. Δεν περίμεναν ποτέ αυτό που είδα κι άκουσα αργότερα.
Παράδωσα στον Γ. Βαρότση τα είδη της νοσοκομικής και πήρα τα πράγματά μου και πήγα στο σπίτι που ήταν έδρα του συντάγματος. Έξω σ’ ένα υπόστεγο στεκόταν και περίμενε και ο Ν.Φ. από την Επισκοπή με όλα του τα πράγματα. Τον ρωτώ τι ζητά και μου λέει ότι τον θέλει το σύνταγμα αλλά γιατί δεν ξέρει.
Δεν είχαμε τελειώσει τη συζήτηση και να σου κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι, γενήκαμε δεκαοκτώ κι όλοι τα ίδια. Το μυστήριο όμως άρχισε να φωτίζεται ως ένα σημείο γιατί τι τροπή θα έπαιρνε κανείς δεν ήξερε. Ήμαστε όλοι γνωστοί μεταξύ μας, έμμεσα ή άμεσα και δεν χωρεί πια αμφισβήτηση ότι μας καλούν για τα φρονήματά μας.
Σε λίγη ώρα βγαίνει ο υπασπιστής του συντάγματος λοχαγός Δανδουλάκης και μας καλεί μέσα. Μπαίνουμε. Είχαν συγκεντρωθεί οι αξιωματικοί του συντάγματος ο γιατρός, ο παπάς, ο ταγματάρχης του Α’ τάγματος Αριστείδης Παναγιωτάκης, ο μόνιμος ανθυπολοχαγός τότε Γιάννης Φουσκάκης και ο διοικητής και υποδιοικητής του συντάγματος αντισυνταγματάρχες και οι δυο Θειακός και Κραουνάκης.
Απορήσαμε για την επισημότητα της υποδοχής και περιμέναμε να δούμε πως θα ξετελέψει. Μόλις μπήκαμε όλοι και σταθήκαμε προσοχή η φωνή του Θειακού αντήχησε σαν κραγμός κοράκου:
– Παπά ξομολόγησέ τους, γιατρέ υπόγραψέ τους τα διαβατήρια του θανάτου. Για σας δεν θα λειτουργήσουν στρατοδικεία. Έχω δώσει εντολή και στον τελευταίο στρατιώτη να σας εκτελέσει αν θελήσετε να χύσετε το δηλητήριό σας στις τάξεις του στρατού!
Όλη την ώρα που τα ‘λεγε αυτά εμείς διαβάζαμε τα πρόσωπα των αξιωματικών να δούμε τι εντύπωση τους έκαναν. Βγάλαμε το συμπέρασμα και η συζήτηση το απέδειξε πως οι αξιωματικοί δεν επιδοκίμαζαν αυτά που ‘λεγε ο διοικητής.
Το λόγο από μας πήρε ο Τ.Τ. Του ‘πε περίπου ότι η Κρήτη δεν βγάζει προδότες και ριψάσπιδες, ότι τα κόκκαλα των Κρητικών για την απελευθέρωση της Ελλάδος θα τα βρεις από το Ταίναρο ως τη Ροδόπη, ότι κανένα σημείο δεν συνηγορεί που να του επιτρέπει να σχηματίσει τη γνώμη ότι ‘μείς δεν θα πολεμήσουμε ή ότι εμείς είμαστε αντίθετοι από τον πόλεμο που μας επιβλήθηκε από τους επιδρομείς.
Πιο σταράτος ήταν ο Μ.Π. Αυτός του μίλησε σαν κομμουνιστής.
– Ο Τ.Τ., του λέει ο Μ.Π. σας είπε σωστά ότι σαν Κρητικοί και μόνο είμαστε υποχρεωμένοι από την παράδοση του νησιού μας, να πολεμήσουμε τον επιδρομέα, αλλά και σαν κομμουνιστές είναι γνωστή η θέση του κόμματός μας από το γράμμα του αρχηγού του και μου φαίνεται παράξενο πως σχηματίσατε τέτοια ιδέα (Σ.Σ. Ο στρατιώτης αναφέρεται στην επιστολή Ζαχαριάδη).
Ο Θειακός ομοιόβαθμος με τον υποδιοικητή ήταν ο μόνος αξιωματικός που δεν ήταν Κρητικός και οι δυο άλλοι, προπαντός ο Κραουνάκης, δεν τον χώνευαν, γιατί ήταν άνθρωπος του Μεταξά. Ο χειρισμός λοιπόν του ζητήματος όπως το έκαναν οι δυο άλλοι, προπαντός ο Τ.Τ. έφερε πιο κοντά μας τους πατριώτες μας αξιωματικούς.
Ο Κραουνάκης με μια κρητικιά κατσούνα, κρεμασμένη στο μπράτσο του, πήρε το λόγο:
– Να τ’ αφήσεις αυτά του λέει, μα τα κοπέλια θα πολεμήσουν. Γιατί δεν θέλουν να πάνε οι Ιταλοί να τους …… τις γυναίκες τους. Άκουσες πώς σου το ‘παν; Η Κρήτη δεν βγάνει προδότες.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει ο διοικητής και παίρνει το λόγο ο Παναγιωτάκης, και σε τόνο μεσολαβητικό μεταξύ διοικητή και υποδιοικητή του λέει:
– Είμαι βέβαιος πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, τα παιδιά είναι πατριώτες και θα πολεμήσουν. Ενώ εκ των προτέρων είμαι υπεύθυνος για κάθε αντιπατριωτική τους δράση.
– Κύριε Φουσκάκη
Ένα κραχ ακούστηκε μέσα στην ησυχία ήταν το τακούνι του Φουσκάκη που το έφερε σε στάση προσοχής.
– Διατάξτε κύριε Διοικητά.
– Παράλαβέ τους.
Ο Φουσκάκης ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος, πειθαρχικός νέος και με μέλλον στο στρατό. Πίστευε πως είμαστε σαν κομμουνιστές εχθροί της πατρίδας. Όλα όσα έλεγε η προπαγάνδα, ενάντια στους κομμουνιστές τα πίστευε. Γι’ αυτό και τον έβαλαν διοικητή στον πειθαρχικό λόχο.
Εγώ με τον Μ.Π. πήγαμε στην 4η διμοιρία. Διμοιρίτη είχαμε έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό, Ανδρέα Δερμιτζάκη τον έλεγαν. Πράος άνθρωπος, καμιά σχέση δεν είχε με τον τουπέ του αξιωματικού. Εμάς μας φερόταν με κατανόηση.
Άλλαξα τώρα υποχρεωτικά και παρέα. Παρέα έκαμα τώρα με το νουνό του Σταύρου μας, με τον Κουτσαλεδάκη και με τον Πετρομανωλάκη το Βαγγέλη από το Βαρσαμόνερο, και μερικές φορές ερχόταν μαζί μας και ο Δεληγιαννάκης ο Γιάννης -ήταν στα μεταγωγικά και δεν μπορούσε να είναι μόνιμη παρέα μας…».
Στη συνέχεια του ημερολογίου του ο Ρουμελιωτάκης, αναφέρεται στα δεινά που πέρασε κάθε Έλληνας στρατιώτης στο μέτωπο, χωρίς όμως ούτε στιγμή να καμφθεί το ηθικό του…
«….Στη Βασιλιάδα για πρώτη φορά πήρα ψείρες. Τρομερό πράμα, είναι δύσκολο να το περιγράψει κανείς αν δεν τις δοκιμάσει.
Ένα απόγευμα μας διατάσσουν να είμαστε έτοιμοι και κατά τις πέντε ξεκινήσαμε. Είχαμε ξεκουραστεί κάμποσες μέρες. Εγώ στην πορεία αυτή ήμουν πιο αλαφρός, δε μου ‘χαν δώσει όπλο και ήμουν μόνο με το γυλιό μου. Νύχτα βαθειά φτάσαμε σε μια γυροποταμιά και καταυλιστήκαμε κάτω από θεόρατες λεύκες.
Από δω και μπρος ξέχωρα από τ’ άλλα βάσανα έχουμε και τις ψείρες. Μόλις μας άφησε η κούραση μας παραλάβαιναν οι ψείρες. Αυτά τα δυο αποτελούσαν την ποικιλία της ζωής μας ως τώρα γιατί αργότερα προστέθηκε μόνιμα και η πείνα. Για το κρύος ούτε λόγος. Ήταν το επιδόρπιο. Θυμάμαι που ετοιμαζόντουσαν οι μάγειροι να στήσουν καζάνι και δεν εύρισκαν νερό, ενώ δίπλα μας έτρεχε ολόκληρο ποτάμι. Ήταν θολό. Αυτό το παθαίναμε συχνά κατόπιν…».
Κι όμως παρά τις τόσες κακουχίες οι Έλληνες στρατιώτες έδειξαν τη δύναμη της ελληνικής ψυχής ταπεινώνοντας τον ύπουλο εισβολέα. Και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη…
Το αφιέρωμα συνεχίζεται.