Αντιμέτωποι με την κρίση, που έχει επιτείνει τα οικονομικά προβλήματα και τη διστακτικότητα του αγοραστικού κοινού, βρίσκονται οι έμποροι στις λαϊκές αγορές της πόλης. Αν και οι ίδιοι καταβάλουν προσπάθειες να κρατήσουν τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα, ώστε να μπορέσει ο κόσμος να κάνει τις αγορές του, η κίνηση παραμένει υποτονική και ο τζίρος τους κατρακυλά όλο και περισσότερο. Οι συγκρατημένοι πλέον καταναλωτές, που αγοράζουν μόνο τα απαραίτητα, αλλά και οι τουρίστες που αντιμετωπίζουν την λαϊκή αποκλειστικά και μόνο ως ατραξιόν, χωρίς κανένα αγοραστικό ενδιαφέρον, κάνουν τους παραγωγούς-εμπόρους να αντιμετωπίζουν με απαισιοδοξία το μέλλον.
Τα «Ρ.Ν.» βρέθηκαν στην λαϊκή αγορά της Πέμπτης, και συνομίλησαν με αρκετούς παραγωγούς και καταναλωτές. Κοινή συνισταμένη των όσων μας ανέφεραν είναι ότι αν και οι καταναλωτές εξακολουθούν να εμπιστεύονται την ποιότητα και τις τιμές που βρίσκουν εκεί, ωστόσο η αγοραστική τους δύναμη είναι τόσο περιορισμένη που δεν τους επιτρέπει παρά να ξοδεύουν ελάχιστα χρήματα για τις αγορές των απολύτως απαραίτητων, καθιστώντας έτσι οριστικό παρελθόν την περίοδο που έφευγαν από τους πάγκους φορτωμένοι με πολλές και γεμάτες σακούλες.
Αυτό το κλίμα μας μετέφερε ο παραγωγός, Γιάννης Περνιεντάκης, δηλώνοντας στην εφημερίδα: «Ο κόσμος έχει σταματήσει να ψωνίζει όπως παλιά, η κίνηση είναι πολύ μειωμένη αν και τις τιμές τις κρατάμε πολύ χαμηλές. Εμείς εμπορευόμαστε εποχιακά φρούτα και θα μπορούσαμε να έχουμε πολύ υψηλότερες τιμές. Σε αυτά τα προϊόντα συνήθως οι τιμές είναι ανεβασμένες. Εξαιτίας της κρίσης, όμως, καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος δεν μπορεί να αγοράσει άνετα, όπως το έκανε παλιότερα και προσπαθούμε να βοηθήσουμε όπως μπορούμε από την πλευρά μας. Κάθε πέρυσι και καλύτερα έχω να πω. Ο κόσμος χρόνο με τον χρόνο δυσκολεύεται όλο και περισσότερο».
Σε αντίστοιχο κλίμα και όσα μας δήλωσε η κυρία Αγγελική Καλοκύρη για το αγοραστικό ενδιαφέρον, τις τιμές των προϊόντων της, αλλά και για τον ανύπαρκτο τζίρο από τους τουρίστες. «Υπάρχει μεγάλη πτώση στο τζίρο μας τα τελευταία χρόνια και το χειρότερο είναι ότι δεν βλέπουμε να υπάρχει κάποιο σημάδι βελτίωσης όσο περνάει ο καιρός. Οι Έλληνες έρχονται στην λαϊκή, δεν έχουν κόψει αυτή τους τη συνήθεια που κρατάει χρόνια. Όμως δεν αγοράζουν τις ποσότητες που συνήθιζαν να αγοράζουν. Παλιά γέμιζαν τις τσάντες με λαχανικά, τώρα όμως παίρνουν τα μισά, περιορίζονται σε πολύ μικρές ποσότητες. Αν και οι τιμές είναι πολύ καλές, γιατί οι περισσότεροι από εμάς είμαστε και παραγωγοί και διαθέτουμε τα προϊόντα μας κάνοντας ότι καλύτερο μπορούμε για τους αγοραστές, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρέπει να σεβαστούμε λίγο και τον παραγωγό, τη δουλειά που κάνει και τα έξοδά του. Εμείς δεν μπορούμε να μειώσουμε περισσότερο τις τιμές, παράγουμε μικρή ποσότητα και αν κατέβουν περισσότερο θα έχουμε θέμα σοβαρό. Δεν μπορώ να πω ότι βλέπω βελτίωση ούτε τώρα με τον τουρισμό. Οι τουρίστες έρχονται μαζικά και κοιτάζουν, γεύονται και φεύγουν. Δεν περιμένουμε πολλά από αυτούς, δεν έρχονται εδώ με σκοπό να αγοράσουν παρά μόνο αν δουν και να φύγουν».
Από την πλευρά της η έμπορος, Έφη Μουχεδάκη, επεσήμανε ότι μοναδική ανάσα για την ίδια και τους συναδέλφους της είναι η περίοδος που πληρώνονται μισθοί και συντάξεις και ο κόσμος έχει τη δυνατότητα και το απόθεμα χρημάτων για τις αγορές του. «Τα πράγματα είναι δύσκολα, η λαϊκή έχει κόσμο αλλά δεν ψωνίζουν, ο κόσμος διαμαρτύρεται όχι επειδή οι τιμές είναι υψηλές αλλά επειδή δεν μπορεί να ψωνίσει με τα λεφτά που παίρνει. Σκέπτεται πολύ πριν αγοράσει κάτι. Πριν την κρίση ο κόσμος ψώνιζε μεγάλες ποσότητες, ενώ τώρα περιμένουμε όλοι το τέλος του μήνα που πληρώνονται τις συντάξεις να ανέβει λίγο η κίνηση και να μπορέσει ο καθένας να ψωνίσει, τουλάχιστον τα βασικά. Οι Έλληνες τώρα πια ψάχνουν να βρουν ότι πιο φτηνό υπάρχει. Οι περισσότεροι περιμένουν να έρθουν ακόμα και στο τέλος της λαϊκής, που συνήθως πέφτουν οι τιμές, για να κάνουν τα ψώνια τους. Πελάτες που πριν κάποιο καιρό σήκωναν τους πάγκους, τώρα έρχονται και παίρνουν συγκεκριμένα και μετρημένα πράγματα. Όσο για τους τουρίστες, αυτοί μόνο κοιτάζουν και φωτογραφίζουν, ελάχιστες φορές αγοράζουν» δήλωσε σχετικά.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η κυρία Καλαμπαλάκη, δηλώνοντας: «Έχει πολύ κόσμο και μεγάλη κίνηση η λαϊκή αλλά δεν αγοράζουν όπως παλιά. Κάθε φορά περιμένουμε να δούμε αν θα ψωνίσει ο κόσμος ή ήρθε μόνο για να δει και να ελέγξει τις τιμές. Έχουμε το άγχος αν πληρώθηκαν και να μπορούν να αγοράσουν όσα χρειάζονται για να ζήσουμε και εμείς. Κάθε τέλος του μήνα τα πράγματα είναι πολύ καλά αλλά γενικά όλοι είναι απογοητευμένοι. Καμιά σχέση δεν υπάρχει με τα προηγούμενα χρόνια, όσο προχωράμε τόσο μεγαλώνουν τα προβλήματα. Δουλεύουν και δεν πληρώνονται. Πώς λοιπόν να περιμένουμε να έρθουν και να ψωνίσουν όπως ψώνιζαν παλιότερα;».
Σχολιάζοντας την κατάσταση που επικρατεί στην λαϊκή αγορά από την σκοπιά του εμπόρου ρούχων και όχι τροφίμων, η κυρία Καδιανή Μαμαλάκη, μας μετέφερε ένα πιο αισιόδοξο κλίμα σε σχέση με το ενδιαφέρον των τουριστών, αλλά συμφώνησε με τους συναδέλφους της για την αγοραστική αδυναμία των Ελλήνων. «Εμείς που πουλάμε ρούχα κινούμαστε λίγο περισσότερο με τους τουρίστες. Οι Έλληνες δεν αγοράζουν. Όσοι είχαν πάγκους πριν την κρίση στη λαϊκή μιλάγανε για καλούς τζίρους, τώρα όμως έχουμε πρόβλημα. Όσο περισσότερο περνάει ο καιρός τόσο μεγαλώνει το πρόβλημα. Εμείς συγκεκριμένα τώρα πια πουλάμε τα μισά από όσα πουλάγαμε όσο το οικονομικό πρόβλημα ήταν περιορισμένο. Γενικά, όμως, είναι πολύ λίγος ο κόσμος που ψωνίζει. Έρχονται, κάνουν παραγγελίες και ζητάνε να το πληρώσουν σε δόσεις. Υπάρχει μεγάλη οικονομική στενότητα. Έρχονται και μας λένε ότι δουλεύουν και δεν πληρώνονται και ζητάνε δόσεις» επεσήμανε.
Προβληματισμένοι με την οικονομική δυσχέρεια που αντιμετωπίζουν και την αγοραστική αδυναμία που αυτή τους δημιουργεί, δήλωσε η πλειοψηφία των καταναλωτών με τους οποίους μιλήσαμε. Δεν είναι σε θέση παρά να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, μας είπαν, ενώ τα πλούσια ψώνια ανήκουν πλέον στο μακρινό παρελθόν.
«Όπως όλος ο κόσμος έτσι και εγώ έχω περιορίσει τις αγορές μου. Ούτε τα μισά από όσα μπορούσα να αγοράσω κάποτε δεν έχω τη δυνατότητα πια, δυστυχώς. Αγοράζω ίσα ίσα τα απαραίτητα και πολλές φορές και αυτά ακόμα με δυσκολία» μας είπε η κυρία Αντιόπη.
«Πολύ περιορισμένα είναι τα πράγματα. Έχουμε μεγάλη οικονομική στενότητα. Οι τιμές είναι καλές αλλά η σύνταξη δεν φτάνει για πολλές αγορές» συμπλήρωσε η κυρία Χριστίνα.
Τέλος, η κυρία Αναστασία στην ερώτησή μας για το αν το τελευταίο διάστημα έχει περιορίσει επιπλέον τις αγορές της απάντησε: «Πάνε οι εποχές που γύριζα στο σπίτι με δέκα σακούλες πράγματα. Αυτό ήταν χρόνια πριν, όσο περνάει ο καιρός τόσο λιγότερα χρήματα παίρνω και τόσο πιο λίγα ψώνια κάνω. Αν και δεν είναι ακριβά, δεν μπορώ να ξοδέψω. Δεν μου φτάνουν ούτε για να περάσω το μήνα».
Να σημειωθεί ότι το τελευταίο διάστημα η λαϊκή αγορά πραγματοποιείται και στο Σπήλι, στον χώρο του πάρκινγκ, κάθε πρωί Παρασκευής, γεγονός που βρίσκουν θετικό οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής του Αγίου Βασιλείου.