Ψυχοσάββατο κι ο δρόμος μ’ έφερε στο Νεκροταφείο για να δω το μνημείο των Ρώσων που πρόκειται να αποκαλυφθεί την Κυριακή, σε επίσημη τελετή.
Από το μικρό πορτάκι στο πίσω μέρος βρέθηκα συντομότερα στο σημείο προορισμού μου. Κι αφού θαύμασα το άρτιο αποτέλεσμα με τη σφραγίδα της τελειότητας που βάζει σε κάθε του μελέτη ο αντιστράτηγος ε.α Κώστας Παδουβάς, σκέφτηκα να βρω και τον τάφο των Κοβάλσκυ.
Τις ημέρες αυτές είμαι σ’ επαφή με συγγενείς τους στην Αθήνα αναζητώντας περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή του θρυλικού αυτού ζευγαριού που αγαπήθηκε τόσο από την τοπική κοινωνία.
Τελικά η Μελπομένη πήρε στον τάφο το «μυστικό» της τεχνικής της στον πηλό που της χάρισε διεθνή βραβεία στην έκθεση Θεσσαλονίκης. Ίσως δεν έτυχε να το ζητήσει κάποιος γιατί ήταν γνωστό πόσο δοτική ήταν η πανέμορφη αρχόντισσα.
Ο πρώτος παιδικός σταθμός
Θυμάμαι ακόμα το αρχοντικό τους πλάι στην οικία Βογιατζάκη. Εκεί έτυχε να λειτουργήσει και ο πρώτος παιδικός σταθμός, όπως τον ξέρουμε σήμερα, χάρις σε μια εκλεκτή δασκάλα που τιμά τον κλάδο.
Η κ. Σταυρούλα Λαγκουβάρδου εξακολουθεί να είναι η αγαπημένη ανάμνηση πολλών νέων συμπολιτών μας, που την έζησαν στον μαγικό της χώρο, όπου λειτουργούσε μια κυψέλη δημιουργίας.
Σ’ εκείνο το αρχοντικό όσο ζούσαν οι Κοβάλσκυ υπήρχαν τα πάντα εκτός από το γέλιο ενός παιδιού. Αυτός ήταν και ο καημός του ζευγαριού. Και πως τα έφερε η τύχη με την καινοτόμο δράση της κας Λαγκουβάρδου, πριν διοριστεί στο δημόσιο, να πλημμυρίσει ο χώρος χαρούμενες παρουσίες.
Οι μικροί τότε φιλοξενούμενοι αν και πέρασαν τόσα χρόνια ακόμα θυμούνται την ωραία ατμόσφαιρα, την ζεστασιά του περιβάλλοντος ίδια με την μητρική αγκαλιά, την κα Σταυρούλα και την κα Εύα να τους μαθαίνουν τόσα πράγματα για το περιβάλλον και τις αξίες του ανθρώπου. Γνώρισαν τόση αγάπη τα παιδιά σ’ εκείνο το αρχοντικό που είχε την επωνυμία «Χελιδόνια».
Το διαπίστωσα όταν αποφάσισα να ανεβάσω στον προσωπικό μου λογαριασμό στο F/B μερικές φωτογραφίες. Τα σχόλια ήταν πολύ συγκινητικά.
Στα «Χελιδόνια» η γλυκύτατη κα Σταυρούλα που σήμερα ζει στη Βιράν Επισκοπή έχτισε προσωπικότητες με βασικό υλικό την αγάπη και το σεβασμό στο συνάνθρωπο. Μετά την περίφημη κα Αμαλία η εκλεκτή αυτή εκπαιδευτικός άφησε τα δικά της ίχνη στην προσχολική αγωγή.
Ο παιδικός σταθμός που δημιούργησε έλυνε το πρόβλημα πολλών εργαζόμενων γονέων αλλά κυρίως φώτιζε τις παιδικές ψυχές και διεύρυνε τους πνευματικούς ορίζοντες με εξαιρετικές εκδηλώσεις. Πόσες τέτοιες ωραίες στιγμές δεν ζήσαμε στο δροσόλουστο περιβάλλον της αυλής;
Μια έκπληξη στον τάφο των Κοβάλσκυ
Χαμένη στις σκέψεις μου αυτές έφθασα κάποια στιγμή στον τάφο των Κοβάλκσυ. Όλα έλαμπαν από καθαριότητα σ’ αυτόν κι ας αριθμεί σχεδόν εβδομήντα χρόνια από την κατασκευή του.
Μια γνώριμη φιγούρα που προσπαθούσε να ανάψει το καρβουνάκι για να θυμιάσει, τράβηξε την προσοχή μου. Ναι δεν έκανα λάθος. Ήταν η καλή μου φίλη Ευγενία Ψαρουδάκη – Κοτζαμπασάκη, γνωστή φυσιοθεραπεύτρια και πρόθυμος άγγελος καλοσύνης για όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν έτοιμη να δώσει αγάπη και φροντίδα.
Τι ζητούσε όμως στον τάφο αυτό;
Με δισταγμό μετά τον χαιρετισμό μας προσπάθησα να πάρω απάντηση στην απορία μου και η κα Ευγενία δεν με άφησε να περιμένω. Από την αφήγησή της μια νέα σελίδα ξεπήδησε από το κεφάλαιο του ζεύγους Κοβάλσκυ το ίδιο συγκινητική.
Η εκλεκτή συμπολίτισσα βίωσε σαν μητέρα το μεγαλύτερο δράμα που μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα που δικαιώνει την ευλογία της μητρότητας με την αφοσίωση στα παιδιά της.
Το 1986, την ώρα που η κόρη της Άσπα, περνούσε τη λεωφόρο για να πάει στο φροντιστήριό της για μάθημα έπεσε θύμα τροχαίου. Όλη η πόλη θρήνησε το χαμό του κοριτσιού. Τότε προκαθήμενος της Εκκλησίας των Ρεθυμνίων ήταν ο μακαριστός Τίτος Συλλιγαρδάκης, γνωστός για τη σοφία του και την άνεση που είχε να δίνει λύσεις σε κοινωνικά θέματα.
Εκείνος πρότεινε στους τραγικούς γονείς να γίνει ο τάφος των Κοβάλσκυ η τελευταία κατοικία και της μικρής Άσπας. Εκεί στην αγκαλιά του άτεκνου ζευγαριού να αναπαυθεί το αγγελούδι. Κι έτσι έγινε. Από τότε και κάθε Σάββατο η κα Ευγενία είναι στο νεκροταφείο και φροντίζει τον τάφο. Μπορεί η ζωή να τη δικαίωσε και μια άλλη Άσπα να ήρθε στην οικογένεια και μαζί με τη Μαρία να δίνει χαρές στους εκλεκτούς γονείς. Εκείνη όμως πάντα έχει την πρώτη Άσπα στη θέση της. Εκτός από το σπίτι που ανάβει συνέχεια το καντήλι μπροστά στη φωτογραφία της αδικοχαμένης έφηβης, κάθε Σάββατο γίνεται η επίσκεψη στον τάφο, ώστε και οι Κοβάλσκυ να έχουν τη φροντίδα που δίνουν παιδιά και εγγόνια στους μακαριστούς νεκρούς. Ο τάφος δέχτηκε κατά καιρούς βανδαλισμούς αλλά ακόμα υπάρχουν στοιχεία από την πρότερη υψηλής αισθητικής παρουσία του.
Το παλιό εκείνο νοσοκομείο
Στο πλαίσιο του αφιερώματός μας στην παρουσία των Ρώσων στο Ρέθυμνο και για τις ανάγκες της ταινίας που γυρίζεται, επισκεφθήκαμε το Τσάρειο Νοσοκομείο με τον εκλεκτό συγγραφέα, εκπαιδευτικό, ιστορικό ερευνητή και δημοτικό σύμβουλο κ. Νίκο Δερεδάκη που μας έχει δώσει μια εξαιρετική μελέτη.
Κι εκεί σε μια γωνιά προστατευμένη από την αμείλικτη ζέστη του πρωινού μάθαμε και πόσα δεν μάθαμε για την πρότυπη για την εποχή της νοσηλευτική μονάδα.
Αμέσως μετά την άφιξη των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη το 1897, ο ρώσικος στρατός ανέλαβε τη διοίκηση του Τμήματος του Ρεθύμνου υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Θεόδωρου Ντε Χιοστάκ. Οι Ρώσοι, ως ομόδοξοι, έδειξαν πολλές φορές δείγματα συμπάθειας προς τους Ρεθεμνιώτες και μάλιστα, κατά την παραμονή τους στον τόπο κατασκεύασαν πάμπολλα κοινωφελή έργα, όπως δρόμους, γέφυρες, το μητροπολιτικό μέγαρο και την καθολική εκκλησία. Γι’ αυτά μας μίλησε διεξοδικά ο φιλόλογος, θεολόγος, συγγραφέας κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης.
«Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν οι Ρώσοι στο Ρέθυμνο, μας λέει ο κ. Δερεδάκης, άρχισαν να αναζητούν οικόπεδο κατάλληλο για την ανέγερση νέου σύγχρονου Νοσοκομείου. Βρήκαν το χώρο του πρώτου Δημοτικού Κήπου του Ρεθύμνου. Το οικόπεδο το είχε πουλήσει έναντι συμβολικού τιμήματος στο δήμο Ρεθύμνου ο Σεΐχης Χασάν Μπαμπά το 1894, για να δημιουργηθεί ο πρώτος δημοτικός Κήπος της πόλης.
Στις 4 Ιανουαρίου 1898 ο υποπρόξενος της Ρωσίας στο Ρέθυμνο, Γεώργιος Ιωσήφ Χατζηγρηγοράκης, μαζί με το Ρώσο Διοικητή Θεόδωρο Ντε Χιοστάκ και το Δήμαρχο Γιουσούφ Αληγιαζιτζιδάκη επισκέπτονται το δημοτικό κήπο και κρίνουν να χτιστεί εκεί το νέο Νοσοκομείο της πόλης.
Η κατασκευή του Νοσοκομείου άρχισε κατευθείαν και ολοκληρώθηκε το 1899. Το Νοσοκομείο του Ρεθύμνου ήταν το πιο σύγχρονο νοσηλευτικό ίδρυμα της Κρήτης εκείνη την εποχή. Είχε δυναμικότητα 25-30 κλίνες και χειρουργείο με στέγη από γυάλινα κεραμίδια, τεχνολογικό επίτευγμα για την εποχή. Πληρούσε όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές της εποχής και ο εξοπλισμός του χειρουργείου προερχόταν από το Παρίσι. Το κόστος του ανήλθε σε 20.000 χρυσά φράγκα.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 6 Μαΐου 1899, ημέρα των γενεθλίων του Τσάρου Νικολάου του Β’, από τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης, Πρίγκιπα Γεώργιο. Ο Γενικός Πρόξενος της Ρωσίας παρέδωσε στον Πρίγκιπα Γεώργιο το δωρητήριο, με το οποίο ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας δώρισε το νοσοκομείο στους κατοίκους του Νομού και ο Πρίγκιπας με τη σειρά του το έδωσε στο Δήμαρχο της πόλης Γιουσούφ Αλιγια(ζι)τζιδάκη.
Ο πρώτος διευθυντής
Πρώτος Διευθυντής του δημοτικού νοσοκομείου διετέλεσε ο Θεμιστοκλής Μοάτσος. Διευθυντής του Νοσοκομείου, επίσης, χρημάτισε και ο γιατρός Βασίλης Σπανδάγος. Τα επόμενα χρόνια έγινε στο ίδρυμα προσθήκη τμήματος «Κοινών Γυναικών» το 1902-1903. Η διάδοση των αφροδίσιων νοσημάτων, λόγω της παρουσίας μεγάλου αριθμού στρατιωτών, κυρίως Ρώσων, είχε αποβεί μεγάλο πρόβλημα για τη δημόσια υγεία της πόλης.
Την περίοδο της ανταλλαγής των πληθυσμών (1922), σημειώθηκαν ορισμένα κρούσματα μεταδοτικών ασθενειών, από το συνωστισμό των προσφύγων στους καταυλισμούς.
Τα προβλήματα του Νοσοκομείου
Το ίδιο διάστημα, λόγω των αδυναμιών και των ελλείψεων του Δημοτικού Νοσοκομείου, είχε τεθεί, ακόμα και θέμα ιδιωτικοποίησής του! Γνωστοί Ρεθεμνιώτες γιατροί, είχαν υποβάλλει αίτημα για την αγορά του Νοσοκομείου, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση: α) τη ριζική ανακαίνισή του με δικά τους κεφάλαια, β) τη σχετική αποζημίωση του Δήμου και γ) την παραχώρηση ορισμένων κλινών σε άπορους Ρεθεμνιώτες. Το θέμα της ιδιωτικοποίησης του Νοσοκομείου τέθηκε σαν θέμα σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, που όμως δεν εγκρίθηκε.
Το 1922-1923 βρέθηκε στο Ρέθυμνο η ανθρωπιστική οργάνωση «Νοσοκομεία Αμερικανίδων γυναικών», με σκοπό την περίθαλψη των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Η συγκεκριμένη οργάνωση, αποτελούμενη από γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό, κατέλυσε στο δημοτικό νοσοκομείο Ρεθύμνου, του οποίου τη λειτουργία ανέλαβε εξ ολοκλήρου. Επικεφαλής της οργάνωσης ήταν η εθελόντρια γιατρός Εσθέρ Λαβτζόι, η οποία αγωνίστηκε με πάθος για τη συγκέντρωση χρημάτων στη χώρα της και την περίθαλψη προσφύγων στη χώρα μας.
Το Δημοτικό Νοσοκομείο συνέχισε να λειτουργεί στον ίδιο χώρο μέχρι το 1941. Κατά τη Μάχη της Κρήτης χτυπήθηκε από γερμανικά αεροπλάνα, παρά τα εμφανή σήματα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που υπήρχαν στη στέγη του. Μετά την απελευθέρωση, το 1952, λειτούργησε ως Σανατόριο για να εγκατασταθεί σε αυτό, τελικά, η Σχολή Χωροφυλακής.
Στις 7 Ιουνίου 1941, λόγω της καταστροφής του Δημοτικού Νοσοκομείου, ο Γερμανός Διοικητής του Ρεθύμνου έδωσε διαταγή να δημιουργηθεί κρατικό Νοσοκομείο για τις ανάγκες των τραυματιών της Μάχης της Κρήτης καθώς και των κατοίκων του Ρεθύμνου. Έγινε αμέσως επίταξη της Κλινικής Μαρούλη και της κλινικής Φραγγεδάκη.
Στις 23 Οκτωβρίου 1944, το Νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο κτήριο του Ορφανοτροφείου (σημερινό Μουσικό Γυμνάσιο), όπου κατά τη διάρκεια της κατοχής λειτουργούσε το γερμανικό στρατιωτικό Νοσοκομείο. Το Νοσοκομείο διέθετε 70 κλίνες και καινούργιο χειρουργικό και υγειονομικό εξοπλισμό. Το Νοσοκομείο παρέμεινε σε αυτόν το χώρο για τα επόμενα δέκα, περίπου, χρόνια, συστεγαζόμενο με το Ορφανοτροφείο.
Πολλά έργα λοιπόν άφησαν οι Ρώσοι πίσω τους να θυμίζουν το πέρασμά τους. Γιατί όμως να φρόντισαν τόσο πολύ το Ρέθυμνο;
«Από τις έρευνές μου μας λέει ο κ. Δερεδάκης, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ήταν θέμα ανταπόδοσης χάριτος από πλευράς του τσάρου στον εξάδελφό του τον πρίγκιπα Γεώργιο. Όπως είναι γνωστό σε ένα ταξίδι των δυο εξαδέλφων στη μακρινή Ιαπωνία κάποιος φανατικός προσπάθησε να σκοτώσει με το σπαθί του το Νικόλαο. Τότε ο Γεώργιος, που αντιλήφθηκε την κίνηση, σήκωσε το μπαστούνι του και καταφέροντάς το στο χέρι που κρατούσε το σπαθί κατάφερε να το αφοπλίσει κι έτσι σώθηκε ο μετέπειτα τσάρος. Και με τα έργα που δέχτηκε να γίνουν στο Ρέθυμνο ανταπόδωσε κατά τα φαινόμενα, τη χάρη στον εξάδελφό του».
Μεγάλη βοήθεια στο Αρκάδι
Οι Ρώσοι όμως ανέκαθεν ήταν μια όαση ελπίδας για τους σκλαβωμένους Έλληνες. Ακόμα κι όταν αναζητήθηκαν χρήματα για την αναστήλωση του Αρκαδίου την πόρτα της Ρωσίας χτύπησαν οι μοναχοί.
Αναφέρει σχετικά ο αξέχαστος Κώστας Ξεξάκης σε συνέντευξή του στον Αντώνη Σανουδάκη:
«Μαζί με τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαναρή, ο Ακάκιος επήγε στη Ρωσία περί το 1900, για να εκλιπαρήσουν κάθε βοήθεια για το κατεστραμμένο από το ’66 Αρκάδι.
Από τη Ρουσία, έφεραν ένα πολύ μεγάλο πλούτο. Εκτός από τα ρούβλια, έφεραν και διάφορα αντικείμενα. Φορτία ολόκληρα από ιερά σκεύη, εικόνες, ευαγγέλια, καντήλια, θυμιατήρια και τα περισσότερο χρυσοποίκιλτα και διαμαντοστολισμένα. Βαρύτιμα άμφια και ράσα για όλους τους καλογήρους και οικιακά σκεύη άφθονα για όλα τα κελιά. Η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν κυριολεκτικά κατάφορτη από λαμπερά χρυσοποίκιλτα και αδαμαντοκόλλητα αφιερώματα. Εντυπωσιακά ήσαν προπάντων τα μεγάλα καντήλια, σαν μικροί πολυέλαιοι. Τον ίδιο πλούτο είχε και ο ναός στον Κορέ.
Ήμουν τακτικότατος επισκέπτης του Αρκαδίου επί πολλές δεκαετίες και κάθε φορά μπαίνοντας στο Μοναστήρι από τη Χανιώπορτα έπρεπε, πριν απ’ όλα, κατά το έθιμο για όλους τους επισκέπτες, να μπω πρώτα στην εκκλησία να προσκυνήσω και μετά κάθε άλλη επίσκεψη. Πάντοτε εστεκόμουν πολλή ώρα στην εκκλησία και αποθαύμαζα τον πλούτο των ιερών σκευών που την έκαναν να λάμπει ολόκληρη. Εκαμάρωνα και το μεγάλο Ρολόι-Εκκρεμές, που ήταν στημένο δεξιά, καθώς έμπαινα από την αριστερή κυρία είσοδο της πρόσοψης, και είχε ύψος περίπου 1,5 μέτρο. Αυτό το ρολόι το είχε αφιερώσει στην εκκλησία η μητέρα του πατέρα μου, Γαρυφαλιά, το γένος Νικολουδάκη, το 1898 όταν ο γιος της Ανδρέας προσήλθε στο Αρκάδι για να καλογερέψει και εκάρει Αναγνώστης. Αργότερα άλλαξε γνώμη…
Όλος αυτός ο πλούτος των ιερών σκευών της εκκλησίας τ’ Αρκαδιού, του Ηγουμενείου και των κελιών των καλογήρων, άρχισε από το 1941 και μετά να λιγοστεύει, όπως και οι μοναχοί… Τα περισσότερα έχουν αποτεθεί στο Μουσείο της Μονής κι άλλα, μου είπαν, είναι στην αποθήκη. Ελπίζω να φυλάσσονται και να διατηρούνται καλά εκεί.
Από το πλήθος των ιερών σκευών και αντικειμένων που έφεραν από τη Ρωσία ο Γαβριήλ και ο Ακάκιος, άμα εκαλύφθησαν οι ανάγκες τ’ Αρκαδίου, εκκλησίες, κελιά και μοναχοί, έμειναν και περισσεύματα. Απ’ αυτά εδόθησαν και σε «φίλους» τ’ Αρκαδιού».
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.