Μέσα στον ανεμοστρόβιλο των γεγονότων ο μπάρμπα – Αντρέας απολαμβάνει τον ελληνικό καφέ στο αγαπημένο του στέκι.
Ο μπάρμπα – Αντρέας μοιάζει με έναν αειθαλή πλάτανο στο κέντρο της πόλης. Ανάμεσα στα φρύδια του αναγνωρίζεις τ’ απομεινάρια της σοφίας και τα σενάρια της αβεβαιότητας. Το βλέμμα του είναι δόρυ αιχμηρό. Δεν ξεχνά, δεν συγχωρεί, όμως και δεν εκδικείται. Απλά θυμάται και αναπολεί. Σκέφτεται πως έφτασαν οι καλύτερες μέρες του χρόνου, το φθινόπωρο μυρίζει βροχή, κρύο, ζεστά σκεπάσματα, αχνιστά φλιτζάνια καφέ, νυσταγμένα μελαγχολικά πρωινά.
Δεν ασχολείται με το αν το νόμιμο είναι πάντα και ηθικό. Δεν γνωρίζει τι είναι οι υπεράκτιες εταιρίες. Δεν δίνει δεκάρα για ιστολόγια και για …γκουγκλ, ούτε καν την Κική Δημουλά γνωρίζει.
Ο μπάρμπα – Αντρέας νοιώθει πως ο κόσμος γύρω του κάνει κύκλους και στροβιλίζεται τόσο πολύ που δυσκολεύεται πια να τον παρακολουθήσει. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η ζωή του σήμερα. Μια ζωή που βυθίζεται αργά, μια ζωή που ζητάει βοήθεια.
Συμβαίνουν τόσα πολλά στο μυαλό του, που πραγματικά δεν ξέρει τι να πρωτοσκεφτεί. Φαίνεται πως φταίει κι αυτό το κυκλοφοριακό του. Ο γιατρός του το πε πως θα νοιώθει μερικές ζαλάδες που και που. Το οξυγόνο λέει που φτάνει στον εγκέφαλο δεν είναι αρκετό (μια ζωή, συνέχεια για οξυγόνο έψαχνε!).
Μα οι αναμνήσεις του, καθόλου δεν επηρεάζονται. Αναπολεί με δύναμη, με πάθος. Σαν και τότε που ήτανε νέος. Γιατί βέβαια, ασφαλώς, κάποτε υπήρξε νέος ο μπάρμπα – Αντρέας. Είχε ζήσει πολύ δυνατές συγκινήσεις. Μερικές απ’ αυτές σχεδόν τον κάνουν να κοκκινίζει. Νύχτες και νύχτες, φεγγαρόλουστες και χειμωνιάτικες, μέρες και μέρες με βροχή ή με λαμπερό ήλιο. «Στα πόδια μου κλονίζομαι, τη στράτα μου τη χάνω, μ’ ένα καλάθι οράματα στην κεφαλή μου απάνω».
Ο μπάρμπα – Αντρέας δεν ζητούσε πολλά. Ήθελε να μην ταράζουν την ψυχική μου ηρεμία. Ήθελε όμορφη μουσική και ωραίες εικόνες. Ήθελε να ανοίγει που και που ο ουρανός και να μπαίνει λίγο φως στη ζωή του. Προσπαθούσε να κάνει μόνο αυτό που ήξερε. Να κάνει μόνο ως εκεί που μπορούσε. Να δηλώνει μόνο ότι πραγματικά είναι. Να είναι ο εαυτός του. Να είναι σοβαρός, όχι σοβαροφανής. Να μη φοβάται να δίνει. Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Του φαινόταν σαν να βάδιζε ανάμεσα σε χιλιάδες άστρα.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός