Η επιτομή των Οκτώ του λόγου μερών του Κωνσταντίνου Λάσκαρη, που εκδόθηκε στο Μιλάνο το 1476 και θεωρείται σήμερα ως η πρώτη καθαυτό ελληνική έκδοση, τυπώθηκε σε ιταλικό τυπογραφείο, με επιμελητή τον Κρητικό Δημήτριο Δαμιλά, σχεδιαστή και των τυπογραφικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση.
Κρητικής ιδιοκτησίας ήταν και τα δύο πρώτα ελληνικά τυπογραφεία που ιδρύθηκαν στη Βενετία, μητροπολιτικό κέντρο και για τους Κρήτες της εποχής. Ιδρυτές του πρώτου ήταν οι ουνίτες Λαόνικος Κρης, πρωτοθύτης Χανίων και ο Αλέξανδρος από τον Χάνδακα, διακεκριμένοι αντιγραφείς χειρογράφων στο εργαστήρι του Μιχαήλ Αποστόλη. Με στόχο ιδιαίτερα πρωτοποριακό για την εποχή, αφού επέλεξαν να μην αποταθούν στους ευγενείς, τους λογίους ή τους φοιτητές της Δυτικής Ευρώπης αλλά στο ελληνικό μαθητικό κοινό εξέδωσαν το 1486 τη Βατραχομυομαχία και το Ψαλτήρι με στοιχεία που είχαν σχεδιάσει, χαράξει, και κόψει οι ίδιοι. Όμως η όλη προσπάθεια έκλεισε με την έκδοση αυτών των δύο έργων, γιατί ίσως η έλλειψη οργάνωσης στη διακίνηση του ελληνικού βιβλίου, κι άλλοι οικονομικοί λόγοι αποθάρρυνε την προσπάθειά τους. Για τον Αλέξανδρο γνωρίζουμε πως από τη Βενετία βρέθηκε στη Ρώμη 1494-1497, όπου είχε καλές σχέσεις με τον Πάπα Αλέξανδρο τον ΣΤ’. Επειδή όμως είχε εκλεγεί επίσκοπος του Αρκαδίου (2/2/1489) έφυγε για την Κρήτη το 1498. Πέθανε πριν από τον Μάρτιο του 1501. Η επιστροφή του Αλέξανδρου στην Κρήτη, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, καθώς αποτελεί στοιχείο που θα επικαλεστώ λίγο αργότερα για να δομήσω τον πρώτο προβληματισμό μου πάνω στην Κρητική τυπογραφία.
Στην ίδρυση του δεύτερου εν Βενετία ελληνικού τυπογραφείου πρωτοστατούν οι Ρεθυμνιώτες Νικάλαος Βλαστός και Ζαχαρίας Καλλιέργης. Το τυπογραφείο τους επανδρωμένο από τους εξοχότερους νόες των ελληνικών γραμμάτων που διέμεναν τότε στην Βενετία, θα λειτουργήσει για δύο χρόνια από το 1499 έως το 1500 και θα παράγει τέσσερα εξαιρετικής καλαισθησίας έργα. Το πρώτο, το Μέγα Ετυμολογικόν, η Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης έχει την τύχη να το διαθέτει και να το εκθέτει σήμερα στην έκθεση βιβλίου που πλαισιώνει τη σημερινή τιμητική εκδήλωση για τους Κρήτες τυπογράφους του 19ου-20ου αιώνα. Και αυτό όπως και όλα τα αρχέτυπα του τυπογραφείου των Νικολάου Βλαστού και Ζαχαρία Καλλιέργη διέπεται από Βυζαντινή λαμπρότητα που προσέδωσε η εκτεταμένη χρήση της ερυθροτυπίας τόσο στα ιδιαίτερα μεγάλης καλαισθησίας επίτιτλα, όσο και στα διαφορετικών διαστάσεων πρωτογράμματα. Ο Μάρκος Μουσούρος που πήρε μέρος στην έκδοση του έργου, με το αρχαιοπρεπές του επίγραμμα που προτάχθηκε στην αρχή του εντύπου, εξήρε την κρητική παρουσία στο εκδοτικό εγχείρημα.
«Κρης γαρ ο τορνεύσας,
τα δε χαλκεία Κρης ο συνείρας,
Κρης ο καθ’ εν στίξας, Κρης ο μολυβδοχύτης,
Κρης δαπανά νίκης ο φερώνυμος αυτός ο κλείων,
Κρης τάδε. Κρης ήπιος αιγίοχος».
Ένα χρόνο όμως μετά το τυπογραφείο των Βλαστού- Καλλιέργη διαλύεται και το τυπογραφικό υλικό περνά στα χέρια Ιταλών τυπογράφων. Όταν το 1509 ο Ζαχαρίας Καλλιέργης θα ξαναεπιδοθεί στην τυπογραφική τέχνη θα χρειαστεί να ξαναρχίσει από την αρχή. Τύπωσε τα Εξάψαλμα, την Έκθεση παραινετική του Αγαπητού Διακόνου το Ωρολόγιο και τον Απόκοπο. Οι Τρ. Σκλαβενίτης και Κωνστ. Στάικος, σχολιάζοντας αυτές τις εκδοτικές επιλογές καταθέτουν: «Ο Καλλιέργης είναι ο πρώτος λόγιος που επιχείρησε μέσω της τυπογραφίας να υποστηρίξει την παιδεία στο δοκιμαζόμενο γένος, όχι μόνο για να μην υστερήσουν οι Έλληνες σε εγκύκλιες γνώσεις, αλλά και για να διαμορφώσουν «νεοελληνική συνείδηση» μέσα από την γλώσσα και την ορθόδοξη πίστη». Όταν τον ίδιο χρόνο ο Καλλιέργης θα κλείσει το τυπογραφείο του στη Βενετία θα βρεθεί το 1514 στη Ρώμη, όπου θα διδάξει στο νεοσύστατο Ελληνικό Κολέγιο. Η παρουσία του εδώ χαιρετίζεται με ενθουσιασμό από τους ουμανιστικούς κύκλους και τον Πάπα, που επιθυμούν να μην υστερήσει η Ρώμη στην καλλιέργεια των αρχαίων γραμμάτων. Έτσι με την συμπαράσταση ενός από τους σημαντικότερους μαικήνες της Ιταλίας του Agostino Ghigi θα τυπωθούν οι Ωδαί του Πινδάρου το 1515, με νέα τυπογραφικά στοιχεία βασιζόμενα σ’ εκείνα του 1509. Και το βιβλίο αυτό εκτίθεται σήμερα εδώ. Δυστυχώς όμως είναι ακέφαλο και αυτό μας εμποδίζει να σας παρουσιάσουμε «την πληρέστερη σελίδα τίτλου ελληνικού βιβλίου», καθώς τα τυπογραφικά σήμερα πλαισιώνονται όχι μόνο από τον τίτλο αλλά και από τον τόπο έκδοσης, το όνομα του τυπογράφου, όπως και το όνομα του Πάπα που παραχώρησε το προνόμιο αποκλειστικότητας στην έκδοση».
Εγκαταλείποντας την τυπογραφική παραγωγή των Κρητών στη Βενετία και τη Ρώμη και πριν επικεντρωθούμε «επιτέλους» στην τυπογραφία του 19ου και 20ου αιώνα στην Κρήτη, θα ήθελα να επιβιβαστώ στην ίδια γαλέρα με τον πρωτοπόρο Κρητικό τυπογράφο Αλέξανδρο από τον Χάνδακα, που επέστρεφε στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη για να γίνει επίσκοπος Αρκαδίου. Χωρίς, δυστυχώς, να έχω εντρυφήσει στην περίοδο της κρητικής ενετοκρατίας, η επιστροφή ενός Τυπογράφου ιερωμένου στο νησί, μου γεννά μια σειρά από «αφελή» ίσως για τους γνώστες της εποχής ερωτήματα. Για ποιο λόγο δεν επιχειρήθηκε η εφαρμογή της τυπογραφικής τέχνης, κάποια στιγμή μέσα στη μακρά διάρκεια της ενετικής κατάκτησης και στην Κρήτη, και μάλιστα σ’ αυτή την περίοδο που με ευφορία ονομάζεται «κρητική αναγέννηση»; Τι ήταν τελικά η Κρήτη για τους Ενετοκρητικούς, μήπως μόνο ο χώρος των εύφορων υποστατικών τους, ενώ το αδιαμφισβήτητο πνευματικό κέντρο παρέμενε και γι’ αυτούς η Γαληνοτάτη;;;
Πολύ θα ήθελα να έβρισκα κάποιες ασφαλείς απαντήσεις.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ανθίζει η τυπογραφία στην Κρήτη, ως επιτακτική ανάγκη μιας εγγράμματης και συνειδητοποιημένης αστικής τάξης που διεκδικώντας την εθνική της κατοχύρωση επείγεται να εκφράσει και να διαχύσει τις ιδέες της, διά του τύπου, και στον τόπο της. Δείγματα της γραφής της Κρητικής λογιοσύνης της εποχής έχουν ήδη δοθεί στα τυπογραφικά καταστήματα των Αθηνών και του εξωτερικού. Ενώ κάποιοι έχουν υποστηρίξει με το έργο τους τα Κρητικά Τυπογραφικά Καταστήματα της πρωτεύουσας. Έτσι ο Εμ. Βιβυλάκης, το 1869 επιστρέφοντας από τη Γερμανία θα εκδώσει το έργο του Ο Πρωρεύς των εν Κρήτη ναυτιλλομένων: ή ακριβής περιγραφή των παραλίων, λιμένων και όρμων αυτής, στο Τυπογραφείο Ραδαμάνθυος.
[Κάτι που θα συνεχιστεί και μετά την Ένωση, όταν η πρωτεύουσα θα επιβληθεί και θα απορροφήσει εν μέρει τον πατριωτικό τοπικισμό, όπως διαφαίνεται από την έκδοση στα 1921 του Ημερολόγιου του Μανούσου Κούνδουρου από το εν Αθήναις τυπογραφείο του Γ. Η. Καλέργη].
Ενώ πάντως η λειτουργία τυπογραφείων παραμένει απαγορευμένη στην Κρήτη μέχρι το 1878, οπότε με το άρθρο 15 της Σύμβασης της Χαλέπας επιτρέπεται η ίδρυση και λειτουργία τυπογραφείων και φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, αξίζει νομίζω να αναφερθώ σ’ ένα παράδοξο «έντυπο» που «κυκλοφόρησε το 1859 για να διακινήσει τις εθνικοαπελευθερωτικές ιδέες των Κρητών. Δημιουργοί του οι αδερφοκτοί: Βασίλης Ψιλάκης διευθυντής τότε του Ελληνικού Σχολείου και συγγραφέας αργότερα της τρίτομης ιστορίας της Κρήτης, ο φαρμακοποιός Δημήτρης Μαζαλής ή Μαζαλάκης, ο γιατρός Π. Λυκούδης, ο μεγαλέμπορος Σπύρος Μαρκαντωνάκης, ο Ιάκωβος Καλαϊτζάκης, ο Τζανής Μπιτσάκης ή Τσιριμονάκης και ο Μανόλης Μοάτσος: Αυτοί με το ψαλίδι έκοβαν από εφημερίδες που εκδίδονταν στην Αθήνα ή από άλλα έντυπα και βιβλία λέξεις ή φράσεις ολόκληρες και τις κολλούσαν με τάξη πάνω σε κόλλα χαρτιού ώστε να σχηματίζουν κείμενο.
Όταν τέλειωνε αυτή η διαδικασία, η χειροποίητη εφημερίδα κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι και από χωριό σε χωριό. Βεβαίως θα αναρωτιέστε, γιατί δεν κατέφυγαν στη διακίνηση μιας χειρόγραφης εφημερίδας και ακολούθησαν αυτή την κοπιαστική διαδικασία, χαραμίζοντας τα πολύτιμα και λιγοστά έντυπά τους. Η αιτία ήταν πως οι εγγράμματοι της εποχής ήταν λίγοι και εύκολα μπορούσαν οι τουρκικές αρχές να τους ανακαλύψουν.
Γρηγορότερα θα διόρθωνα, μια που και πάλι ένας από τους συνεργούς στο εγχείρημα, ο Δημήτριος Μαζαλης, κίνησε τις υποψίες του πασά και των οργάνων του και εξορίστηκε για αυτό του το παράπτωμα, αυτό στη Γραμβούσα.
Το πρώτο πάντως ελληνικό τυπογραφείο στο νησί, όπως παραδίδεται στα Απομνημονεύματα του Παρθενίου Περίδου: Η Κρητική Επανάστασις του 1866 εισήχθη «Εξ Ελλάδος» στα 1866, και στήθηκε στην Αγία Ρουμέλη Σφακίων, όπου εγκαταστάθηκε η επαναστατική επιτροπή. (Περίδου Επανάστασις 1866, σ. 142).
Μετά τη σύμβαση της Χαλέπας η τυπογραφία. Στα Χανιά μέχρι και το 1954 ο Μοάτσος θα καταχωρήσει στο αρχείο του 27 τυπογραφεία, ανάμεσά τους κι ένα λιθογραφείο. Σ’ αυτά αναγνωρίζεται και ένας Αθηναϊκός τυπογραφικός οίκος του γνωστού στις αρχές του 20ου αιώνα Μιχαήλ Σαλίβερου, που υποδεικνύει τη δυναμική της βιβλιοπαραγωγής στην Κρήτη. Στο Ηράκλειο η δυναμική είναι μικρότερη μια και οι διοικητικές ανάγκες καλύπτονται στα Χανιά μα ενδιαφέρουσα, αφού εδώ επιχειρείται επιτυχώς η αναστήλωση της κρητικής λογοτεχνίας, όπως θα διαπιστώσετε στην έκθεση.
Παράλληλα, μια νέα γενιά Κρητών λογοτεχνών, είναι όλοι τους ελάσσονες, θα εμπιστευτεί τα ηρακλειώτικα τυπογραφεία. Αναφέρω τον Λευτέρη Αλεξίου και αργότερα τον Μηνά Δημάκη και τον Άρη Δικταίο. Οι πιο δυνατές πένες πάντως οι Νίκος και Γαλάτεια Καζαντζάκη, Έλλη Δασκαλάκη, και ο Παντελής Πρεβελάκης θα θελήσουν να ανοίξουν τα λογοτεχνικά φτερά τους στην πρωτεύουσα. Ο Πρεβελάκης ζητώντας την προστασία του Κρήτα εκδότη Κώστα Ελευθερουδάκη. Ο Πέτρος και η Πετρούλα Ψηλορείτη των ελληνικών γραμμάτων από την άλλη, αντιμέτωποι με τις εκδοτικές δυσκολίες της πρωτεύουσας, δεν θα διστάσουν να καλέσουν σε βοήθεια τον πεπειραμένο τυπογράφο πατέρα της Γαλάτειας. Η Έλλη Αλεξίου μεταφέρει όλο τα τεκταινόμενα:
Στα ξαφνικά άρχισαν να καταφτάσουν στο Ηράκλειο γράμματα των Καζαντζάκηδων, που προσπαθούσαν να πείσουν τον πατέρα, να μεταφέρει τα καταστήματα στην Αθήνα. Του λέγανε πως τόσοι και τόσοι γίνανε εκατομμυριούχοι, σαν εκδότες, πως τα περίφημα αυτά μαγαζιά αδικοπηγαίνουν στο Ηράκλειο, ενώ στην Αθήνα ανοίγεται μπροστά τους ευρύ στάδιο… πως τα περιμένει τεράστια εκδοτική εργασία κλπ. κλπ.
Ο πατέρας αντιδρούσε: «Θα αυξηθούν πολύ, τους έλεγε, τα έξοδα λόγω των ενοίκων… Εδώ νοίκια δεν πληρώνουμε… εγώ είμαι γέρος, για να μπω σε τέτοιες φουρτούνες… Εδώ η δουλειά είναι θεμελιωμένη…». Αυτοί όμως επέμεναν.
– Εγώ, του γράφει ο Νίκος, είμαι Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως. Θα εισηγηθώ την εγκατάσταση των μηχανών στις φυλακές Αβέρωφ, θα είναι έργο θεάρεστο. Θα βρουν οι νεαροί εγκληματίες ένα μέσο βελτίωσής τους. Η εργασία, η ειδίκευση, θα τους δώσει απασχόληση, υγιή προσανατολισμό… έπειτα λέτε πως είστε γέρος… εμείς τι είμαστε; Εμείς θα κινηθούμε. Εμείς θα αναλάβουμε τις ευθύνες. Εγκατεστημένο στις φυλακές θα παράγει με λιγότερα έξοδα… με δωρεάν νοίκι, με υποτυπωδώς πληρωνόμενους εργάτες…».
Ωραίο ήταν το σχέδιο, «θεάρεστο», μα φτιαγμένο μόνο στη φαντασία ενός ουτοπιστή. Ένα κι αυτό απ’ τα τόσα τολμηρά, που τον γέμιζαν κατά καιρούς.
Ο πατέρας δεν ήθελε, μα τον είχαν τρελάνει κι οι δυο τους. Και το γιατί είναι ευνόητο. Θα εξασφάλιζαν τις εκδόσεις των έργων τους και πάνω απ’ όλα θα εξασφάλιζαν τη σπιτική τους γαλήνη. [Η Γαλάτεια, που τη βασάνιζε η μόνιμη νευρασθένεια, θα ‘βρισκε επιτέλους αφτιά ν’ ακουμπάει τη δυσθυμία και τη γκρίνια της, τη δυσβάστακτη, ιδιαίτερα για τη φύση του Νίκου. Κείνη τη συνεχιζόμενη εναγώνια ψυχική αναταραχή… Με τον ερχομό μας θ’ αγκυροβολούσαν, θα απαγκιάζανε από διαφορετικές ο καθένας τρικυμίες. Και θα λυνόταν οπωσδήποτε το οικονομικό τους, γιατί κατοικώντας όλοι μαζί, θα ζούσαμε με τα μισά έξοδα].
Και λοιπόν με τη φοβερή πίεση, που ασκούσανε επί μήνες και (110) στο δύσμοιρο πατέρα, τον κάμανε ν’ αποφασίσει. [Με θλίψη του με θλίψη μας παρακολουθήσαμε την αναστάτωση των μαγαζιών. Συσκευάστηκαν τα τόσα μηχανήματα, τα αμέτρητα στοιχεία, οι κάσες… Φορτώθηκαν σε καΐκι, που ναυλώθηκε επίτηδες, και προτού καλά-καλά πιστέψουμε πως είχαν αφήσει το κρητικό ακρογιάλι, λαβαίνουμε τηλεγράφημα από τον Πειραιά, πως είχαν κιόλας φτάσει ύστερα από θαυμάσιο ταξίδι].
Ήταν καλοκαίρι του 1920…
Τα πιεστήρια και τα κασόνια με τα στοιχεία, ξεφορτώθηκαν έξω από το Αβερώφειο. Όπου κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει ούτε τι ήσαν, ούτε γιατί ξεφορτώθηκαν εκεί, ή για να τα προστατέψει…
Ένα απόγευμα, αλησμόνητα, έβρεχε. Το μικρό πιεστήριο ήταν γερμένο λοξά, σαν ανήμπορος γέρος. Με είχε πάρει ο πατέρας να δούμε τι γίνεται. Στάθηκε πολλή ώρα και κοίταζε με πονεμένη καρδιά τις μηχανές. Μοιάζανε έμψυχες. Και μήπως δεν ήσαν; Αυτές με τη δουλειά τους δεν μας είχαν μεγαλώσει; Ακάλυπτες, απροστάτευτες, οι κάσες βουνό, με τα στοιχεία, δέχουνταν την καταρρακτώδη βροχή. Η εγκατάσταση των μηχανών και του τυπογραφείου στο Αβερώφειο, ούτε καν είχε, φαίνεται, συζητηθεί στο Υπουργείο… Ο Νίκος θα το είχε φαντασθεί σαν υπόθεση ωραία, εύκολη και πραγματοποιήσιμη δίχως διαδικασίες, ενέργειες και εμπόδια από μόνη της… Πάντως μια μεγάλη περιουσία έμεινε κάμποσες μέρες στο δρόμο. Ο πατέρας πηγαινοερχόταν απελπισμένος και αβοήθητος. Κι ο Καζαντζάκης μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο, που με τόση φούρια και επιχειρήματα, με τόση πίεση είχε δημιουργήσει μαζί με τη Γαλάτεια, γιατί κ’ εκείνη έπαιξε σ’ αυτή τη φοβερή υπόθεση μέγιστο ρόλο, αφήνοντάς τα όλα σύξυλα, αφήνοντας έναν πατέρα σε απόγνωση, φεύγει από την Αθήνα για τη Γερμανία. Οι εκδοτικοί οίκοι που θα χαλούσαν κόσμο, η δωρεάν στέγαση, τα εκατομμύρια, που περίμεναν, όλα είχαν ξεχαστεί και σβήσει…
– Έπρεπε να ‘χω δυνάμεις έλεγε ο πατέρας, να τα ξαναφορτώσω και να τα ξαναπάω στην Κρήτη… μα πού κουράγιο… Καλά να πάθω, γιατί δε βάνω γνώση…
Νοίκιασε ένα τεράστιο μαγαζί στην οδό Μενάνδρου 15. Μετακόμισε εκεί τα πιεστήρια, τυπογραφείο, βιβλιοδετείο, κλπ. Και λίγους μήνες αργότερα, μετά το θάνατό του, που δεν άργησε, τα πουλήσαμε, γιατί, κάθε μέρα που περνούσε, μας δημιουργούσε μόνο χρέη… Έλλη Αλεξίου. Για να γίνει μεγάλος.
Το ότι ένας έμπειρος τυπογράφος σαν τον Γέρο Αλεξίου πήρε το ρίσκο να φορτώσει τις μηχανές και τα τυπογραφικά του στοιχεία στη Μαούνα και να κάνει μια νέα αρχή στην πρωτεύουσα, δεν μπορεί νομίζω να οφειλόταν μόνο στην υπερβολική αγάπη προς την πρωτότοκη την κόρη του, όσο στην αίγλη που ασκούσε η βενιζελική Αθήνα, πρωτεύουσα μόλις της Ελλάδας των Πέντε Θαλασσών και των δύο Ηπείρων. Βρισκόμαστε όμως στο καλοκαίρι του 1920 στην Αθήνα. Άραγε στα Ιουλιανά;;; Όπου τα έκτροπα που υποκίνησε η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου προξένησαν τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη. Αυτή κατά τη γνώμη μου στάθηκε μοιραία για την τύχη του τυπογραφείου του πεθερού του Καζαντζάκη. Το Νοέμβρη του 1920 ο Βενιζέλος χάνει στις εκλογές και ο Καζαντζάκης Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως μέχρι τότε, φεύγει για τη Γερμανία. (Αντικαταστάτη του στη διοίκηση του τυπογραφείου άφηνε τον λογοτέχνη τον Βασό Δασκαλάκη, σύζυγο μόλις της Έλλης Αλεξίου).