Απ’ τα χαράματα του βίου σου
χαροκαμένος, μα και χαρακωμένος
από τα χαράκια της ριζοβουνιάς του,
πήρες την κακοτράχαλη ορθοπλαγιά του
πάντοτε όρθιος και δίχως πλάγια μέσα,
κι ας σε πλαγιοκοπούσαν οι ανέμοι,
κι ας σε πλαγιέρνανε τ’ ανεμικά!…
Ποτέ σου δε διπλογονάτισες εσύ
παρά μονάχα μπρος στη Θέμιδα
ή της μητέρας σου την Οπτασία,
που ο Χάρος ύπουλα σαΐτεψε
πάνω στην άχαρή της γέννα!
Ούτε καμιά φορά έκανες πίσω,
παρά μονάχα για να πάρεις φόρα,
ώστε να υπερβείς τα διάφορα εμπόδια!
Και έφτασες στο πλάτωμα της κορυφής
με μια ψυχή που αετοφτέρωνε τα πόδια σου!
Κι έμεινες όρθιος κι ορθός ιππότης του Δικαίου
χωρίς ποτέ να γείρεις στο ελάχιστο προς τ’ άδικο
– έστω με την «ουδετερότητα» ως δήθεν άλλοθι!
Όρθιος και ορθός και σ’ όλες σου τις σχέσεις,
χάραζες τις χαρές που χάριζες στην άμμο,
ενώ αυτές που σου χαρίζονταν
πάνω στην μαρμαρόπετρα!…
Τι κρίμα!… «Ζήλεψε ο Χάρος,
με χωσιά μακρά σένα βιγλίζει
και λάβωσέ σου την καρδιά
και την ψυχή σου πήρε», φίλε Χάρη!
Όμως των χαρισμάτων σου τη μνήμη
ποτέ δεν θα μπορέσει να λαβώσει!
* * *
Λάβε για τώρα ως χοές
μ’ αυτό εδώ το… δισκοπότηρο
κρασί αιματόχρωμο απ’ τα συμπόσιά μας,
από τις εύθυμές μας συζητήσεις θυμαρόμελο,
ρακή από τις άθυμες για τα στραβά κι ανάποδα,
σκέτο ελληνικό καφέ απ’ τα Παλιά μας καφενεία,
που εσύ ιστόρησες στο μνημειώδες σου βιβλίο,
και δάκρυα απ’ το Πόνημά σου για το Ρέθεμνος,
που να χαρείς δεν πρόλαβες τη γέννησή του,
όπως και τη δική σου η δόλια σου η μάνα,
που τώρα σε υποδέχτηκε με χαρμολύπη!
Δάκρυα των δικών σου ή των φίλων σου
δεν έβαλα!… Είναι πολύ καυτά ακόμα
και θα ’καιγαν το… δισκοπότηρο!