Είναι μεγάλη η στιγμή που για πρώτη φορά η ζωή ανατέλλει. Μόνο που εκείνη την μεγάλη στ’ αλήθεια στιγμή, ο εγκέφαλός μας δεν μπορεί να την καταγράψει και να την ανακαλέσει διότι είναι ανώριμος, άγουρος ακόμη. Όμως και πάλι, δεν αργεί να έρθει η ώρα που εγώ, εσύ, όλοι μας, συνειδητοποιούμε για πρώτη φορά πως υπάρχομε, πως ζούμε, πως αναπνέομε οξυγόνο, και πως ορίζομε την ύπαρξή μας αποκλειστικά εμείς.
Αν ψάξουμε βαθιά μέσα μας, θα την ανακαλύψουμε εκείνη τη πρώτη στιγμή της ύπαρξης. Έχει καταγραφεί και υπάρχει σαν μια εικόνα θολή. Όλοι διατηρούμε μέσα μας και κρύβουμε επιμελώς αυτή την εικόνα, αρκεί να την ψάξομε στα πιο σκοτεινά δωμάτια της μνήμης. Κάπου θα τη βρούμε να αχνοφέγγει, σαν ένα φωτάκι που αναβοσβήνει, σαν αστεράκι μακρινό μέσα στο χάος.
Συνήθως είναι μια εικόνα από τη πρώιμη σχολική μας ζωή, ή μια σκηνή Χριστουγεννιάτικη, ή το πρόσωπο της μάνας. Η προσωπική δική μου εικόνα δείχνει κάποιο παιδικό παιχνίδι με τους συμμαθητές μου στο σχολικό διάλειμμα. Μπορεί η δική σου να είναι διαφορετική, όμως υπάρχει, και σίγουρα αν ψάξεις θα τη βρεις αυτή την εικόνα, το πρώτο χάραμα της δικής σου ύπαρξης.
Πιστεύω ότι έχει αξία για όλους, να σταθούμε και να παρατηρήσομε την αντίστοιχη εικόνα. Μπορεί να μοιάζει αχνή και αδύναμη, πλην όμως κρύβει απίστευτη δύναμη. Είναι το βαθύ φεγγοβόλημα της πρωτοφανέρωτης ζωής που εκτινάσσεται μέσα από τη σκοτεινή λίμνη του άπειρου χρόνου, αντιπαλεύοντας τη μαυρίλα. Δεν μπορώ να την περιγράψω πιο καθαρά, αλλά ξέρω ότι με καταλαβαίνεις.
Μιλώ για τη στιγμή που ένοιωσες ότι η ζωή σου δόθηκε δώρο. Τι αναπάντεχο δώρο! Μια ζωή χαρισμένη ολάκερη χωρίς περικοπές, χωρίς εκπτώσεις σ’ εσένα τον τυχερό!
Όταν κάποιος μου παραπονιέται για τα χρόνια του, που φύγανε σαν νερό και για την «παντέρμη» νιότη που χάθηκε τόσο γρήγορα, του ζητώ απλά να αναθυμηθεί εκείνη τη πρώτη εικόνα από τη δική του ύπαρξη. Να την κοιτάξει πρώτα καλά, έτσι χλωμή που διατηρείται μέσα στα ξεθωριασμένα χρώματα του άπειρου χρόνου, έστω και μόλις που διακρίνεται. Να την κρατήσει ευλαβικά στα χέρια. Ύστερα ίσως να την βάλλει κάτω από το μαξιλάρι του για να την αναθυμάται και να προσεύχεται σ’ αυτήν κάθε βράδυ.
Ιδίως τα κρύα βράδια του χειμώνα, ν’ αναθυμάται με κατάνυξη τα χρόνια του τα παιδικά, ν’ αναθυμάται ότι η ζωή, δώρο του δόθηκε από το πουθενά και από το τίποτα. Δώρο του δόθηκε χωρίς εκείνος να το ζητήσει.
Κι αν ίσως τελικά, ίσως λέω, αν το θελήσει – κι αν νοιώσει έτοιμος να ολοκληρώσει τον απολογισμό του εκείνη τη στιγμή, ας διαβάσει μεγαλόφωνα, με σταθερή φωνή, το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» του Κωνσταντίνου Καβάφη.