Με τη χάρη του Θεού, των Τεσσάρων Μαρτύρων, τ ΄Αγίου Ιωάννη, τσ’ Αγιά Σοφιάς και τση Παναγίας τση Φανερωμένης αξιώθηκα κι οφέτος τον Αύγουστο μήνα να βρεθώ στο τόπο που εγεννήθηκα, στον Άϊ Γιάννη Αμαρίου. Χωρίς να το έχω προγραμματίσει, ασχολήθηκα με το «χαρκιδιό» του πατέρα μου και όπως λένε: «τρώγοντας έρχεται η όρεξη». Σιγά-σιγά λοιπόν έφερα στην επιφάνεια ένα παραδοσιακό θησαυρό, που κρυβότανε κάτω από κάθε είδους άσχετα πράγματα εδώ και πολλά χρόνια, τα οποία είχανε αποθηκευτεί σ’ αυτόν το χώρο. Ξεδιπλώθηκε μια λαογραφική σελίδα, ξεδήλιανε ένα όμορφο – φανταστικό όνειρο, που ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω. Κάθε μέρα και μια έκπληξη. Κάθε μέρα και ένα παραδοσιακό εργαλείο του πατέρα μου έβλεπε ξανά το φως. Το φυσερό, το αμόνι, η μέγγενη, οι τσιμπίδες, τα σφυριά, οι βαριές, τα κάρβουνα και πολλά άλλα που πριν από 50 και πλέον χρόνια είχανε σιγήσει. Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου, αφού όλα αυτά τα εργαλεία τα έζησα βοηθώντας πολλές φορές τον πατέρα μου στο χαρκιδιό. Στο τέλος έβγαλα λίγες ενδεικτικές φωτογραφίες των ευρημάτων μου, πρόχειρα τοποθετημένα. Μετά από αυτή την ευχάριστη εξέλιξη, πιστεύω πως όλα τα εργαλεία πρέπει να επανατοποθετηθούνε στη σωστή θέση τους. Κάτι παραπάνω πρέπει να κάνω και θα το κάνω, «συν Θεώ», στη μνήμη του πατέρα μου, μα και για να μείνει στις νεότερες γενιές. Αισθάνθηκα πως «αυτό που έκανα ήτανε το καλύτερο μνημόσυνο που θα μπορούσα να κάνω στον πατέρα μου». Θα παραθέσω λίγα στοιχεία σχετικά με την τέχνη του Χαρκιά, που άσκησε.
Γεννήθηκε στο χωριό Αποδούλου Αμαρίου στις 6 Αυγούστου του έτους 1895 και πέθανε στις 21 Ιουνίου 1975. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα για να επιζήσει, όπως του γεωργού, του χτίστη, του φελλουτζή, αλλά ιδιαίτερα του «χαρκιά» (σιδηρουργού). Ήτανε φημισμένος χαρκιάς στην εποχή του και διακρινότανε για την ευρηματικότητά του. Το επάγγελμα του χαρκιά ήτανε πολύ χρήσιμο σε κάθε χωριό τα παλιά χρόνια. Το Χαρκιδιό ή χαρκιάδικο ήτανε ένα μικρό συνήθως πετρόχτιστο δωμάτιο και συνεχώς μουντζουρωμένο από τους καπνούς. Οι χαρκιάδες ήσανε σχεδόν πάντα μουντζουρωμένοι στη μύτη και στο πρόσωπο από τα χέρια τους που ήτανε μουντζουρωμένα. Το επάγγελμα του χαρκιά παρέμεινε ως προσδιοριστικό της ταυτότητάς του μα και της γυναίκας του Μαρίας ως «Χαρκιαδίνας». Το πρώτο χαρκιάδικο και για πολλά χρόνια το είχε στο Αποδούλου και κατόπιν στον Άϊ Γιάννη, όπου παντρεύτηκε και έζησε ως το τέλος της ζωής του. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε κυρίως ήτανε : το αμόνι, το φυσερό και η μέγγενη. Στο αμόνι κοπάνιζε και επεξεργαζότανε τα σίδερα. Το φυσερό έβγαζε δυνατό αέρα για να ανάβουνε τα κάρβουνα και να πυρώνει τα σίδερα, αλλά ήθελε τέχνη – συγχρονισμό από αυτόν που το χειριζότανε. Το φυσερό ήτανε ένα είδος ασκί από μαλακό δέρμα καμήλας ειδικά διαμορφωμένο να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει. Η μέγγενη ήτανε ένα μεγάλο εργαλείο που βοηθούσε για να λιμαίρνει εκεί τα σίδερα. Είχε και άλλα εργαλεία, βοηθητικά όπως: τανάλιες, ζουμπάδες, σφυριά, βαριές, κοπίδια και άλλα δευτερεύουσας σημασίας. Έφτιαχνε αλέτρια (ολόκληρα), σκαλίδες, μανάρια, μπαλταδάκια, μαναροσκαλίδες, σκαπέθια, υνιά, λούρα, πανωζεύλια, τζένια, λοστάρια, μπίκους, κοντεμηρί, κλειδιά κ.λπ. Χρειαζότανε πολλές φορές βοήθεια για να χτυπούνε τα πυρωμένα σίδερα πάνω στο αμόνι και συχνά πολλοί χωριανοί επισκεπτότανε το χαρκιδιό, αλλά και τα παιδιά για να απολαμβάνουνε το όλο θέαμα. Τα ρούχα του ήτανε πάντα μουντζουρωμένα αλλά και τρυπημένα από καψίματα, αν και φορούσε πέτσινη ποδιά. Χρησιμοποιούσε ειδικά κάρβουνα για το πύρωμα και το μαλάκωμα των σιδηρικών. Χρησιμοποιούσε επίσης μαλακό σίδερο και ατσάλι. Το σιδηρικό κολλάει και βάφεται όταν είναι πυρακτωμένο, επεξεργαστεί σωστά και βουτηχτεί στο νερό και όπως λέει και η παροιμία: «…..στη βράση κολλάει το σίδερο…». Ο τρόπος φτιαξίματος όλων των εργαλείων και σιδηρικών που έφτιαχνε ήτανε ξεχωριστός, είχανε την ταυτότητά του και γι’ αυτό πολλοί λέγανε: «Αυτό το έσαξε ο Χαρκιάς από τον Άϊ Γιάννη». Ήτανε πρωτομάστορας στα βαψίματα και ατσαλαρίσματα. Συχνά έλεγε τις φράσεις: «Όποιος δε θέλει χτύπους στο χαρκιδιό δεν πάει» και «Θαρρείς πως είναι χαρκιάδες ούλοι απού φορούνε ποδιές», αλλά και λέξεις όπως: «Θα το μπαστίσω», λέξη τουρκ. προέλευσης που σημαίνει: θα το πατήσω, θα το πιέσω, θα το πλακώσω, και «θα το αυτόσω» που σημαίνει: θα το επεξεργαστώ και θα το φτιάξω, αλλά και προβαίνω σε σεξουαλική πράξη.
Θα αναφερθώ σε δυο πραγματικά γεγονότα τα οποία έζησα από κοντά και που πολλοί Αϊγιαννιώτες θυμούνται και εξιστορούνε στις διάφορες συζητήσεις. Κάποτε και ενώ ήμουνα σε μικρή ηλικία με πήρε και πήγαμε στην Αγία Γαλήνη για να πεταλώσομε στον «πεταλωτή» δυο γαϊδάρους που είχαμε. Μέχρι να γίνει το πετάλωμα επισκεφτήκαμε ένα Χαρκιδιό της Αγίας Γαλήνης, που εκείνη την ώρα ο χαρκιάς προσπαθούσε να βάψει ένα μπαλταδάκι. Σταθήκαμε στην πόρτα και παρατηρούσαμε τις αποτυχημένες προσπάθειες του συναδέλφου του χαρκιά.. Κάποια στιγμή νευριασμένος απευθύνθηκε στον πατέρα μου και του είπε: «Μωρέ κουμπάρε, ίμπανα θιαρμίζεις;». Και ο πατέρας μου ετοιμόλογος του απάντησε: «Μωρέ κουμπάρε, θαρρώπως δεν γατέχεις να βάφεις». Και εκείνος ανταπάντησε, τον προκάλεσε και τον προσκάλεσε: «Έλα τουλόγου σου που κατέχεις να το βάψεις». Δεν έχασε καιρό ο πατέρας μου, κατέβηκε το σκαλί,, του ζήτησε την πέτσινη ποδιά και σε λίγο χρόνο έβαψε το μπαλταδάκι. Τότε ο χαρκιάς της Αγίας Γαλήνης απευθύνθηκε στον πατέρα μου και του είπε: «Μωρέ κουμπάρε, ίμπανά ‘σαι ο χαρκιάς από τον Άϊ Γιάννη;», επιβεβαιώνοντας έτσι τη φήμη του.
Έφτιαχνε και βαριές δουλειές που δεν τις φτιάχνανε άλλοι χαρκιάδες της εποχής σε όλο το Ρέθυμνο. Χαρακτηριστικά θα αναφερθώ σε ένα χοντρό αρίδι φάμπρικας διαμέτρου 15-20 εκατοστών που είχε στραβώσει, μιας φάμπρικας στον Άϊ Γιάννη, αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο ιδιοκτήτης της φάμπρικας Ελευθέριος Μαριδάκης (Λευτεράκης), αφού εξάντλησε όλες τις δυνατότητες επισκευής (ξεστραβώματος) σε όλο σχεδόν το Ρέθυμνο και αφού δεν αναλάμβανε τότε να το φτιάξει κανείς, κατέληξε στο φημισμένο χαρκιά του Άϊ Γιάννη. Παρακάλεσε τον πατέρα μου κι εκείνος αποδέχτηκε με επιφύλαξη, αφού αντιλαμβανότανε τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε. Έβαλε λοιπόν στη φωτιά το αρίδι, εγώ βοηθούσα στο φυσερό και το ζέσταινε για δυο ώρες περίπου στο σημείο που ήθελε, ώσπου έγινε κατακόκκινο. Έχοντας την μεγάλη αντίληψη σε ποιο σημείο και πόσο είχε στραβώσει και που ήθελε το χτύπημα για να ξεστραβώσει, ανέθεσε σε έναν χεροδύναμο του χωριού να χτυπήσει με τη βαρέ, τον Ανάστο Μπαγουράκη, υποδεικνύοντάς του το σημείο και του είπε : «Βάρα μια, βάρα άλλη μια, βάρα και μισή ακόμη» και μετά απ’ αυτό έβαλε τον πήχη και το αρίδι ήτανε ίσιο και έτοιμο να ξαναχρησιμοποιηθεί. Το «βάρα και μισή» εμπεριέχει όλη την αντίληψη του φημισμένου χαρκιά. Έτσι κατάφερε να ξεστραβώσει το αρίδι αυτό χάρις στην επιμονή και την αντίληψή του. Και βέβαια έτυχε ιδιαίτερου θαυμασμού από όλο το χωριό που είχε συγκεντρωθεί για να δει το αποτέλεσμα και να απολαύσει το θέαμα.
Χάρις στις ικανότητές του, το θάρρος του, την πίστη και αγωνιστικότητά του για λευτεριά, συμμετείχε και στην κατασκευή πρωτοποριακού υδροηλεκτρικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατά την περίοδο της κατοχής από τους Γερμανούς και συγκεκριμένα τον Μάιο του 1943. Ο αείμνηστος Μάρκος Πολιουδάκης στο βιβλίο του: Η Εθνική Αντίσταση κατά την Γερμανο-Ιταλική Κατοχή στην Κρήτη,1η Ιουνίου 1941 έως 30 Ιουνίου 1945,Ρέθυμνο 2002, στις σελίδες 198-199 αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο: «Το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της Κατοχής» και αναφέρει: «…Η τροχαλία όμως έπρεπε να γυρίζει πάνω σε κουζινέτα. Πήγα στον Άϊ Γιάννη, στο Χαλκιά που λεγόταν Μανόλης, ήταν ζωηρός άντρας με μουστάκι αντρίστικο, νομίζω τον έλεγαν Φωτάκη, του είχαμε εμπιστοσύνη. Μου έφτιαξε δυο στρογγυλά σιδερένια καρφιά των 12 χιλιοστών. Του υπέδειξα ότι στα θηλυκά κουζινέτα απάνω, θα γύριζε η φτερωτή και θα έμπαιναν σε κάθε πάσαλο. Τα αρσενικά κουζινέτα έβαλε σε κάθε άκρη του άξονα. Οι πάσσαλοι ήταν χονδροί και μυτεροί για να καρφωθούν στο έδαφος. Πάνω σ’ αυτούς θα ζυγιαζόταν η φτερωτή, για να δουλεύει σωστά…Όλοι μαζί από τη χαρά μας χοροπηδούσαμε και τραγουδούσαμε. Ο Νίκος Σουρής, έβγαλε και λόγο: Με αυτό το μηχάνημα πολεμούμε τους πανίσχυρους Γερμανούς με τα πολλά τανκς και τα στούκας. Αυτό είναι το μυστικό όπλο μας εναντίον τους.»
Τέλος δεν χαλούσε χατίρι σε κανένα, εξυπηρετούσε όχι μόνο το χωριό αλλά και τα γυροχώργιουλα και το τεφτέρι του ήτανε συνεχώς γεμάτο βερεσέδια. Αρκετά από αυτά δεν διαγραφήκανε εν ζωή, παρά μόνο με το τέλος της ζωής του, τον Ιούνιο του έτους 1975 σε ηλικία 80 ετών.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του.
Σεπτέμβριος του 2020