«Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» ισχυρίστηκε ο Μένανδρος και η ζωή τον δικαίωσε άπειρες φορές.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις: η διαλεύκανση της δολοφονίας ενός ήρωα που έχασε τη ζωή του όχι στο πεδίον της τιμής όπως ήταν η επιθυμία του, αλλά σε μια άτυχη στιγμή που ο στρατός μας ξεκουραζόταν πριν ξαναπέσει στη φωτιά του πολέμου κι ενός δραστήριου κοινοτάρχη από το Αμάρι.
Για την πρώτη έχουμε μια μαρτυρία από τον ίδιο που την εξιχνίασε. Ήταν ο Σταύρος Κελαϊδής που έζησε το γεγονός και διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στη δικαίωση του άτυχου στρατιώτη Ζωνουδάκη από τον Πλατανέ Αγίου Βασιλείου.Aυτός ήταν το τραγικό θύμα που δόθηκε το όνομά του σε ένα φυλάκιο στον Έβρο.
Ο Σταύρος Κελαϊδής (1884-1964) ήταν νομικός, Μακεδονομάχος, λόγιος και κρητολόγος.Μας έχει διασώσει και πολλές άγνωστες σελίδες του μετώπου με γεγονότα που έζησε και ως ανώτερος αξιωματικός της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Ένα από αυτά είναι και το παρακάτω που μας αφηγείται:
«Ο στρατός μας, προήλαυνε νικηφόρος προς την Ανδριανούλη. (οι ντόπιοι την έλεγαν μόνο Ανδριανού).
Όταν εφθάσαμε στον Έβρο, έγινε κάποια ανακωχή για αρκετές ημέρες.
Στην ανατολική όχθη, εφρούρουν Τούρκοι στρατιώται, εις δε την δυτικήν δικοί μας. Μεταξύ των αξιωματικών και των στρατιωτών, αμφότερων των παρατάξεων, ανεπτύχθησαν «φιλικαί» σχέσεις. Ελέγετο ότι, ο αγών θα ετερματίζετο δια διαπραγματεύσεων. Αξιωματικοί εκατέρωθεν, δια μιας λέμβου επικοινωνούν αντάλλασσαν επισκέψεις και προσεφέροντο καφέδες και αναψυκτικά.
Εν μια των ημερών επήγε κι ο Ζωνουδάκης εκ του χωρίου Πλατανέ της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Για κάθε ενδεχόμενον διέταξε τους άνδρας του φυλακίου, να προσέχουν και να παρακολουθούν με τα οπλοπολυβόλα επί σκοπού.
Μια στιγμή, εκεί που έτρωγαν κι έπιναν, ένας Τούρκος στρατιώτης, μ’ εφ’ όπλου λόγχη, διεπέρασε τον ατυχή Ζωνουδάκην, από τα νεφρά στην κοιλίαν!
Οι δικοί μας, αμ’ αντελήφθησαν τούτο, ήνοιξαν πυρ, κι άλλους μεν εφόνευσαν, άλλους δ’ ετραυμάτισαν.
Κατελήφθη η Ανδριανούπολις. Πολλοί Τούρκοι συνελήφθησαν, για να εξετάσωμεν αν προέκυπτε τι, εναντίων των, και τι, συγκεκριμένως.
Είχαμεν οργανώσει αντικατασκοπείαν. Ένας στρατιώτης μας από την Άγκυρα, του πρώτου διωγμού ομιλεί απταίστως την Τουρκικήν, ως μητρική του γλώσσα. Τούτον ενέδυσαν με φορέματα χωρικού, τον πήγαν στη αυλή της φυλακής, κι επί παρουσία εκατοντάδων Τούρκων κρατουμένων, τον έδειραν ανηλεώς, για να γίνη πιστευτόν, ότι ήταν Τούρκος, κι έπειτα τον έκλεισαν στας φυλακάς, για να εξακριβώσει τι: Μετά τινάς ημέρας τον πήραν, για να δικασθεί δήθεν. Μου τον έφεραν στο στρατοδικείο (Ήμουν εισηγητής).
Ανέφερεν ότι, ένας στρατιώτης Τούρκος του ’πε: «Σε κατηγορούν ότι είσαι απεσταλμένος του Μουσταφά Κεμάλ, κι ότι εστάλης για κατασκοπεία. Ευρήκαν τίποτε χαρθιά πάνω σου;
– Όχι
– Ε, τότε μη φοβάσαι. Να κι εγώ κρατούμαι, μα δεν ξέρουν τι έκαμα. Γιατί εγώ στο φυλάκιο δείνα (και του ονόμασε το κατόπιν φυλάκιον Ζωνουδάκη) με τη ξιφολόγχη μου διεπέρασα ένα Έλληνα αξιωματικό. Τότε μας έβγαλαν οι έλληνες κι εγώ ετραυματίστηκα στο χέρι, και μ’ εθεράπευσε στο Νοσοκομείο, ο γιατρός δείνα (και είπε το όνομα ενός διαπρεπούς Έλληνος ιατρού της Ανδρ/λεως).
Για να με πείσει δι’ ακόμη περισσότερο – διηγείται ο στρατιώτης μας – έβγαλε το σακάκι του και μου έδειξε την ουλή στο χέρι του».
Δεν ρώτησε το όνομά του, για να μην γίνει ύποπτος, συνεκράτησεν όμως καλώς την φυσιογνωμίαν του, εύκολο άλλως γιατ ’ήταν ψηλός με πολύ πλατύ πρόσωπο και μεσόσπανος που και που είχε λίγες τρίχες.
Την επομένη πήγα στη φυλακή. Γραφέα δήθεν είχαν τον κατάσκοπο. Μας εζήτησαν από την αράδα όλους έως ότου φθάσαμε στον δολοφόνο, οπότε συνθηματικώς μου υπέδειξεν ότι είν’ αυτός.
Τον πήρα στο γραφείο. Τα ηρνείτο όλα. Του ’πα κι έβγαλε το σακάκι του, και τον ρώτησα πού ετραυματίσθη. Έλεγεν άλλ’ αντ’ άλλων, ότε εκάλεσα τον κατάσκοπον με την προχθεσινή φορεσιά του.
Μόλις τον είδε ο φονεύς, έπεσε στο κάθισμά του άφωνος! Δεν είπεν άλλο τι, παρά τη λέξιν: «Σπιούνο!». Ετιμωρήθη ως τάξιζεν..
Στο φυλάκιο, εδόθη το όνομά του.
Τα παραπάνω ας θεωρηθούν ως Μνημόσυνο στον ατυχή Ζωνουδάκη…».
Αυτά έγραψε ο Σταύρος Κελαϊδής στην εφημερίδα «Το Βήμα» στο φύλλο της Πέμπτης 14 Φεβρουαρίου 1963.
Είχε πάρει την αφορμή μια μέρα περνώντας από το καφενείο του Νικολάου Ρισσάκη, εννέα μήνες μετά το θάνατο του ήρωα.
Συνειρμικά ήρθε στο μυαλό του η περίπτωση του Ζωνουδάκη που επίσης είχε δοθεί το όνομά του σε φυλάκιο.
Και θέλησε να καταγράψει το γεγονός τιμώντας και τον ήρωα που παραμένουν άγνωστα περισσότερα στοιχεία γι’ αυτόν. Άλλωστε οι περισσότεροι Ζωνουδάκηδες του Πλατανέ διασκορπίστηκαν στη δίνη των δίσεκτων καιρών σε άλλα χωριά κυρίως στον Κισσό.
Μια αποκάλυψη λίγο πριν την εκτέλεση
Αυτά που αναφέρει ο Σταύρος Κελαϊδής για τον Ζωνουδάκη έφεραν στο νου άλλο ένα ματωμένο χρονικό, μια ακόμα άδικη δολοφονία, που ο δράστης αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα, λίγο πριν οδηγηθεί από τους ναζί στο απόσπασμα για άλλη αιτία όμως και όχι για ηρωικές πράξεις.
Είναι μερικές φορές που η ζωή υπογράφει σενάρια που σου κόβουν την ανάσα. Όπως διαπίστωσα στην περίπτωση μιας μεγάλης προσωπικότητας του περασμένου αιώνα, του Στυλιανού Τσουπάκη, που βρήκε τραγικό θάνατο, πέφτοντας θύμα ληστείας. Η δολοφονία του στα 1928, είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση σε ολόκληρο το νομό και είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του Εθνάρχη επιστήθιου φίλου του θύματος.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με αφορμή τον άδικο θάνατο του φίλου του, έδωσε εντολή να ενισχυθεί άμεσα το φυλάκιο Ποταμών, που ήταν στο έλεος ζωοκλεπτών και άλλων κακοποιών.
Πέρασαν χρόνια χωρίς καμιά πρόοδο της έρευνας για τον εντοπισμό των δραστών. Μέχρι που η θεία δίκη έριξε φως στην περίεργη αυτή υπόθεση.
Ένας άξιος κοινοτάρχης
Για το Στυλιανό Τσουπάκη ήξερα όσα αναφέρει το γενεαλογικό δέντρο των Τσουπάκηδων της Νίθαυρης που είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει ο απευθείας απόγονός τους και εκλεκτός φίλος κ. Νικολέων Τσουπάκης.
Ήταν γιος του Ιωάννη Τσουπάκη, οπλαρχηγού και δημάρχου Αποδούλου. Είχαμε αναφερθεί στη μεγάλη αυτή προσωπικότητα που ίδρυσε και το πρώτο σχολείο της Αμπαδιάς στη Νίθαυρη για να διαφυλάξει την εθνική μνήμη μέσα από τη γνώση. Ήταν κι αυτό ένα όπλο για ν’ αντιμετωπιστεί η θηριωδία των Τούρκων της περιοχής που είχε ξεπεράσει κάθε όριο.
Ο Στυλιανός, όπως το ήθελε ο πατέρας του, έμαθε γράμματα και μάλιστα για ένα διάστημα υπηρέτησε ως δάσκαλος στο σχολείο της Νίθαυρης.
Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό συνέχισε την καριέρα του στο ταχυδρομείο όπου έφθασε στο βαθμό του προϊσταμένου πρώτα στο ταχυδρομείο Αποδούλου και μετά στης Αγίας Γαλήνης.
Η αγάπη του για τον τόπο του τον ώθησε να διεκδικήσει την κοινότητα Νιθαύρεως και να εκλεγεί.
Από τα νιάτα του έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Βρισκόταν κοντά του σε κάθε επανάσταση, έτσι που κέρδισε όχι μόνο την εκτίμηση, αλλά και τη φιλία του μεγάλου ανδρός.
Σαν κοινοτάρχης ο Στυλιανός Τσουπάκης, συνήθιζε να εμπνέει τους εύπορους της περιοχής που είχαν κάνει την τύχη τους στις μεγαλουπόλεις ή στην ξενιτιά για να βοηθούν τον τόπο τους.
Κι ήταν μεγάλη η χαρά που πήρε εκείνη την ημέρα που ειδοποιήθηκε να πάει στη χώρα για να εισπράξει ένα σημαντικό ποσόν – ίσως και 30.000 δρχ. – για τον εξωραϊσμό του χωριού και την κατασκευή μιας βρύσης.
Οι καιροί δεν ευνοούσαν τις μετακινήσεις. Στους Ποταμούς, που έμεναν αφύλακτοι στο έλεος των ζωοκλεπτών, έπρεπε να έχεις τύχη για να περάσεις αλώβητος.
Ο Στυλιανός όμως ήταν αποφασισμένος. Έφτασε κάποτε στη χώρα. Δυστυχώς όμως γι αυτόν δεν μπόρεσε να εισπράξει το ποσόν, λόγω γραφειοκρατίας, και για να μην καθυστερεί πήρε δικά του χρήματα για να πληρώσει τους εργάτες και αμέσως μετά το δρόμο του γυρισμού. Ο θάνατος όμως τον περίμενε εκεί στους Ποταμούς και μάλιστα με τη χειρότερη διάθεσή του να θερίσει μια ζωή, αλλά με εξαιρετικά βίαιο τρόπο.
Ένας απόγονος αφηγείται
Για το θάνατο του ηρωικού του προγόνου μου είχε μιλήσει ο Ζαχαρίας Τσουπάκης, από τους μακροβιότερους κοινοτάρχες της Νίθαυρης με πλούσιο απολογισμό έργου.
Τον επισκεφθήκαμε με την πολύτιμη συντροφιά του κ. Νικ. Τσουπάκη, ανιψιού του, στο σπίτι του κοντά στο Μουσικό Σχολείο.
Αρχικά μιλήσαμε τον αδελφό του Ιωάννη, που έπεσε ηρωικά στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας.
Και μετά ήρθε η κουβέντα στο θείο του Στυλιανό που με συγκίνηση άρχισε να μας αφηγείται το συναξάρι του που γράφτηκε στους Ποταμούς το 1928.
– Ο θείος ο Στυλιανός, μου είπε ο αείμνηστος συμπολίτη με έντονη συγκίνηση στο βλέμμα, σκοτώθηκε το 1928 στους Ποταμούς πέφτοντας σε ενέδρα ληστών.
Εκείνη την εποχή όπως θα φαντάζεστε δεν υπήρχε αμαξωτός από τα Αμαριώτικα. Έτσι οι Αμαριώτες φορτώνανε τα λάδια στα μουλάρια και το πήγαιναν στο Ρέθυμνο. Έτσι κι ο Τσουποστελιανός. Ήταν περήφανος άνθρωπος κι επειδή περίμεναν οι εργάτες στο χωριό που θα έκαναν τα έργα για τα οποία έστελνε κάποιος μια γενναία δωρεά, ο Στυλιανός είχε σηκώσει δικά του λεφτά να πληρώσει. Και με αυτά γύριζε στο χωριό.
Όταν εκεί στους Ποταμούς είδε τους ληστές, αντιστάθηκε με πείσμα. Με τον αρχιληστή μάλιστα πιαστήκανε στα χέρια. Θα τον είχε καταφέρει, γιατί τον είχε βάλει κάτω και τον είχε πιάσει από το λαιμό, αλλά σιμώνει ο ορτάκης του και με τον υποκόπανο του τουφεκιού του τον χτυπά στο κεφάλι…
Ενώ μιλά ο κ. Τσουπάκης σκεπτόμαστε αρκετές ακόμα φήμες γύρω από το γεγονός αυτό. Λέγεται πως μετά το χτύπημα στο κεφάλι οι ληστές τον άφησαν αιμόφυρτο, πήραν τα χρήματα κι εξαφανίστηκαν. Κάποια άλλη φήμη θέλει να του έκοψαν και τη γλώσσα για να μην τους μαρτυρήσει καθώς τους είδε. Η εγκυρότερη πηγή πάντως αναφέρει ότι ο άτυχος κοινοτάρχης μεταφέρθηκε βαριά τραυματισμένος στο νοσοκομείο, χωρίς να μπορούν οι γιατροί να του προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια. Πως αλλιώς θα ξέραμε και τις λεπτομέρειες από την επίθεση.
Αναστατώθηκε ο τόπος μετά το θάνατο αυτό. Όπως διαβάζουμε σε ευχαριστήριο που δημοσιεύτηκε στην «Κρητική Επιθεώρηση» ο Εθνάρχης έξαλλος με το γεγονός δημιούργησε το Φυλάκιο Χωροφυλακής στους Ποταμούς. Για πρώτη φορά ένοιωθαν ασφαλείς όσοι περνούσαν από εκεί. Δεν ήταν πια το πάλαι ποτέ αφιλόξενο και επικίνδυνο πέρασμα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των χωροφυλάκων.
Η θεία δίκη
– Περνούσε ο καιρός χωρίς να μπορεί η χωροφυλακή να εντοπίσει τους δράστες.
Ο άτυχος Στυλιανός είχε τρεις γιους. Τον Νίκο, τον Γιάννη και τον Μιχάλη. Ο Γιάννης που ήταν δικηγόρος έκανε το παν για να μάθει ποιος σκότωσε τον πατέρα του. Μάταια… Μέσα στους ατέλειωτους δρόμους που έκανε αναζητώντας στοιχεία, αρρώστησε βαριά από πνευμονία και πέθανε.Ούτε όμως κι οι άλλοι συγγενείς κατάφεραν να φθάσουν στους δράστες της δολοφονίας του Στυλιανού παρά τις προσπάθειές τους.
Ήρθε ο πόλεμος και η Κατοχή. Ολόκληρη η οικογένεια Τσουπάκη εντάχθηκε στην Αντίσταση. Από τους πιο δραστήριους ήταν ο Γιώργης. Ατρόμητος γύριζε τα βουνά για να τροφοδοτεί αντάρτες του Ψηλορείτη. Άλλους πάλι έκρυβε στο σπίτι του αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Εκεί στο τέλος, ενώ χάραζε η λευτεριά τον έπιασαν οι Γερμανοί με προδοσία. Ήταν το 1944. Ο Γιώργης οδηγήθηκε στις φυλακές της Φορτέτζας με γνωστή τη μοίρα κάθε έγκλειστου.
Ήταν συνήθειο μόλις έφερναν κάποιον να ρωτούν οι άλλοι από πού προέρχεται ο καινουργιοφερμένος.
Από τους έγκλειστους ένας έδειξε έντονη ταραχή όταν άκουσε ότι επρόκειτο για το Γιώργη Τσουπάκη.
– Ρωτήστε μωρέ αν είχε έναν αδελφό Στυλιανό που σκοτώσανε στους Ποταμούς, ανέθεσε σε κάποιους φανερά αναστατωμένος.
Κι όταν αυτοί επιβεβαίωσαν τις υποψίες του, εκείνος ομολόγησε πως αυτός είχε σκοτώσει τον κοινοτάρχη της Νίθαυρης.
Για την ομολογία αυτή γράφει ο Κριτόλαος Σ. Ψαρουδάκης στο βιβλίο του «Αγωνίες και Αγώνες μιας εποχής») Ηράκλειο 1991.
«…Συνήθως παίρνανε πρώτα για εκτέλεση τους καταδικασμένους από τα ποινικά δικαστήρια ζωοκλέφτες και άλλους κακοποιούς. Για να συμπληρώσουν τη λίστα των εκτελεστέων παίρνανε και από τους ομήρους.
Σε μια εκτέλεση ένας ζωοκλέφτης της λίστας των μελλοθανάτων φώναξε στους άλλους μελλοθάνατους
– Εσείς πάτε αθώοι μα εγώ όχι. Εγώ σκότωσα τον Τσουπάκη.
Έτσι έλυσε πάνω στο σταυρό του τη γλώσσα του που κρατούσε τούτο το μυστικό της μέσα στην αμαρτία 16 χρόνια …».
Μόλις ο Γιώργης έμαθε για την ομολογία του ζωοκλέφτη αφηνίασε. Με δυσκολία τον συγκράτησαν οι συγκρατούμενοι να μην εκδικηθεί το θάνατο του αδελφού του. Φαινόταν τόσο αποφασισμένος που τον μετέφεραν σε άλλο θάλαμο.
Όπως συνηθιζόταν οι Γερμανοί είχαν διαταγή να εκτελούν δέκα Έλληνες για κάθε ένα νεκρό Γερμανό στρατιώτη. Έτσι και κείνες τις μέρες βρέθηκε ένας Γερμανός σκοτωμένος στα Περιβόλια. Οι Γερμανοί ακολούθησαν τη διαδικασία. Μέσα στη δεκάδα που έστησαν στον τοίχο ήταν και ο δολοφόνος του Τσουπάκη καταγόμενος από το Καβούσι.
Σε λίγο καιρό άνοιξαν οι φυλακές, καθώς οι Γερμανοί υποχωρούσαν στα Χανιά. Ο Γιώργος Τσουπάκης απόλυτα δικαιωμένος πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό. Εκεί κάλεσε τα παιδιά του σκοτωμένου προέδρου και τους αφηγήθηκε το γεγονός αποκαλύπτοντας και τον δολοφόνο του πατέρα τους. Είχε όμως βρει κι αυτός την τιμωρία που του άξιζε.
Πηγές:
Σταύρου Κελαϊδή: « Από όσα θυμούμαι «Φυλάκιο Ζωνουδάκη» Εφημερίδα ΒΗΜΑ Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 1963.
Εύας Λαδιά: «Πως αποκαλύφθηκε ο δράστης μιας στυγερής δολοφονίας».