Της ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΤΕΡΖΑΚΗ
«Αφού υπάρχουν πάντα σύννεφα στον ουρανό
σημαίνει πως ο στεναγμός ήταν ανέκαθεν δημόσιο θέαμα»
Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός , 1988
Γνωρίζοντας πως «όσα περισσότερα είπες τόσα λιγότερα εδήλωσες», σήμερα που «οι ώρες του απογεύματος έχουν κάτι από θάνατο», που «είχαν ακυρωθεί όλες οι συμβάσεις κι είχαν χαλαρώσει οι δεσμοί”, το Ρέθυμνο, η Κρήτη, ο Ελληνισμός και, φυσικά, η Ορθοδοξία αποχαιρετούν έναν σημαίνοντα Ιεράρχη και πνευματικό άνθρωπο, τον αλύγιστο και εσαεί έφηβο ψυχή τε και πνεύματι Κρητικό, τον περί Θεού ομιλούντα, αλλά με και για τον Άνθρωπο διαρκώς συνομιλούντα Ηγέτη:
«Δεν υπάρχει πιο πένθιμο θέαμα απ’ το να δεις έναν άνθρωπο να τρώει μόνος».
Πού σταματά ο κληρικός, η σύμβαση του δόγματος, και αρχίζει ο μείζων Ποιητής;;; Πώς η συστηματική Θεολογία, την οποία κατέλαβε στα ύψιστα δώματά της, τέμνεται με το υπερφυσικό, το άρρητο, το άπειρο τελικά της Ποίησης;;; Μα «ποίηση είναι η καταφατική ματιά του Θεού μέσα από τα φθαρτά μάτια του ανθρώπου», «είναι η ευγενέστερη μορφή αποτυχίας που μας μεταθέτει σχεδόν μεροληπτικά σ’ εκείνη την απέραντη ελευθερία του εν ζωή ναυαγημένου». Και πότε η εξ αγχιστείας συγγένεια του ποιητή και του ιερωμένου γίνεται πια εξ αίματος;;; Μα όταν «θα νικήσουν όχι οι σάρκες, αλλά τα λουλούδια, όσο συχνότερα πεθαίνεις τόσο βαθύτερα ζεις»: η διαρκής ένσταση του Στυλιανού προς το παρόν των πραγμάτων, αυτή καθ’ εαυτή η επίκληση ενός μέλλοντος άλλου, ενός Κόσμου ελευθερίας και αγάπης, ορίζει τη συναλληλία δόγματος και πίστης, ελπίδας και οράματος για έναν καλύτερο Άνθρωπο. Γιατί η ύλη έχει τα όρια της, η υπέρβαση των συμβάσεων, των καθημέραν δεσμών απο-θεώνει την ύπαρξη, τη νοηματοδοτεί: «αντί να εξανθρωπίζεις το τοπίο, προτιμώ να εντοπίζεις τον άνθρωπο».
Υμνώντας αδιάκοπα, σχεδόν εμμονικά, με άφατη παιδική τρυφερότητα, σε ίμερον εφήβου, την αγάπη, αυτήν «τη μόνη μου χωρίς προϋποθέσεις προυπόθεση», την έσπειρε παντού και πάντα, εντός του, εκτός και πέραν, στους ανθρώπους ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα, θρησκεία, κοινωνική ή οικονομική προδιαγραφή: ένας Μοναχός, διαρκώς στρατευμένος στον Αγώνα κατά της μοναξιάς, «αν σας δείχνω κομμάτια απ’ τον κόσμο είναι γιατί δεν μπορώ να τον σηκώσω ολάκερο μόνος». Και με ένθεο ζήλο, αλλά και υπεράνθρωπο κόπο εργάστηκε ακάματα για τη Διασπορά, τους Έλληνες όπου γης, για τη γλώσσα και την ιδέα ιδίως στην Υπερωκεανία»: όσοι δημιουργούν έξω από την πατρίδα έχουν διαλέξει δυο φορές το περιθώριο: για την γενέτειρα απόμακροι κι ανυπολόγιστοι για τη θετή πατρίδα ύποπτοι και ξένοι. Όμως αυτός που γνώρισε διπλή ορφάνια γύμνασε την ψυχή του στη σιωπή κι έχει το νέκταρ των Μουσών μιαν άλλη γεύση όταν το γεύεσαι άστεγος στη δεσποτεία των τεσσάρων ανέμων…».
Ολίγες και αδύναμες οι λέξεις ενώπιον του διαμετρήματος, εφάπτονται απλώς και ψηλαφούν το επί γης αποτύπωμα του Στυλιανού, ανεξίτηλο και πύρινο, σε όσους, τον γνώρισαν, τον αγάπησαν, τον διάβασαν.
Και αφού «δεν τα κρατάμε όλα οι ζωντανοί», όπως έγραφε ο αγαπημένος του Ελύτης, αφού όπως ο ίδιος τόνιζε, όχι ως ήττα, αλλά ως συγκινητική αυτογνωσία, «με την ποίηση δεν αναβάλλεις τον θάνατο, αυτό θα ήταν ψευδαίσθηση μία ακόμη πύρρειος νίκη. Κάθε σου ποίημα ομολογία απιστίας αν δεν ισοδυναμεί με την ανάσταση ενός νεκρού», μπορούμε μόνον να κρατήσουμε εντός μας λίγο από το φως που εξέπεμψε με τις λέξεις και τις πράξεις του και να του επιστρέφουμε εσαεί ως ταπεινό αντίδωρο, πέραν της μνήμης, την έμπρακτη υπαγωγή μας στη διδαχή του για έναν ασυμβίβαστο, περήφανο, αγώνα προς την ελευθερία -και το φως. Αυτό το φως, στο οποίο ανήκει πια αμετάκλητα ο ιεράρχης ποιητής:
«Σε τελική ανάλυση όλα τα σχήματα είναι προσπάθεια συνεργασίας με το φως»!!!
«Ω πάντων επέκεινα τι γαρ θέμις άλλο σε μέλπειν;;;», είπε ο Γ. Ναζιανζηνός – ιδανικό διαβατήριο για την αναχώρηση ενός δικαίου.
Και στην καλοστραθιά του Αυστραλίας Στυλιανού στο επέκεινα τον συνοδεύει ο πόνος και η οδύνη της γενέτειράς του, του Ρεθέμνους, των χωριών μας στο Αρκάδι, της Κρήτης ολόκληρης-
Και φέτος την Άνοιξη θ’ ανθίσουν τα δέντρα στο Άδελε, Γέροντα-ολίγον λυπημένα, ωστόσο, καθώς απουσιάζεις. Αν και, πάλι, σφριγηλά και πεισμόνως, θα ενίστασαι:
«Στα δέντρα δεν είπαμε ποτέ
πως οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσω
έτσι εξηγείται πως βρίσκουν το κουράγιο
κι ανθίζουν κάθε άνοιξη!».
Και ναι, είχες δίκιο, Γέροντα: «η αγάπη δίδει σχήμα στον κόσμο».