Στους περισσότερους, η λέξη συντροφικό παραπέμπει αυτομάτως στα πολιτικά κόμματα και τα συντροφικά μαχαιρώματα που γίνονται. Παρ’ όλα αυτά η λέξη συντροφικό που ερευνώ δεν έχει καμία σχέση με δαύτα.
Η λέξη συντροφικό που εξετάζω έχει σχέση με τη γη την εποχή της τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με το Ισλαμικό δημόσιο δίκαιο η καλλιεργήσιμη γη στην υπόδουλη Ελλάδα χωρίστηκε σε 267 ζιαμέτια (μεγάλα φέουδα) και 1496 τιμάρια (μικρότερα φέουδα).
Το τιμαριωτικό σύστημα, πήρε την τελική του μορφή στα μέσα του 15ου αιώνα και ήταν ένα σύστημα φεουδαρχικής γαιοκτησίας. Τα οφέλη του απολάμβανε η κυρίαρχη τάξη. Το τιμάριο ήταν αποκλειστικά πρόσοδος για το Τουρκικό δημόσιο, συγκεκριμένης έκτασης γης.
Στην Κρήτη, το πρώτο φορολογικό διάταγμα, εκδόθηκε το 1671.
Παρότι το Ισλαμικό δίκαιο λέει ότι η γη ανήκει στον Αλλάχ που αντιπρόσωπός του είναι ο σουλτάνος, υπήρχαν τριών ειδών εγγείου ιδιοκτησίας.
Α). Τα mulk (αραβικά mulk, περσικά milk), οι Κρητικού τα έλεγαν μουλκ(ια), ήταν κτήματα μουσουλμανικής ιδιοκτησίας, και βρίσκονταν μέσα σε κατοικημένες πόλεις, οικισμούς ή σε άλλες κοντινές περιοχές. Οι παραγωγοί τους είχαν την πλήρη κυριότητα και το δικαίωμα να τα πουλήσουν, να τα κάνουν βακούφι, να τα δωρίσουν ή ακόμα και να τα μεταβιβάσουν στους κληρονόμους τους. Τα μουλκ(ια) φορολογούνταν με τη δεκάτη.
Β). Τα έρτζι χαράτζ(ι) (harac=κεφαλικός φόρος), που ήταν κτήματα μουσουλμανικής ιδιοκτησίας, και πλήρωναν διπλό φόρο, το χαράτζι ή χαράτσι και τη δεκάτη.
Γ). Τα έρτζι μιρί (miriye ή mumleket=οι δημόσιες γαίες), που ήταν τα κρατικά κτήματα τα οποία είχαν δοθεί στους σπαχήδες τιμαριούχους για εκμετάλλευση. Αυτοί και μόνον αυτοί είχαν το δικαίωμα να νοικιάσουν ή να παραχωρήσουν τα κτήματα σε τρίτους χριστιανούς, εισπράττοντας πάντα τους τακτικούς και έκτακτους φόρους. Ένα μέρος των τουρκικών κτημάτων ήταν αφιερωμένα σε ιερά μουσουλμανικά ιδρύματα και τα έλεγαν βακουφικά. Το βακούφι ήταν ουσιαστικά αιώνια κτήση, γι’ αυτό και διατηρήθηκαν για αρκετούς αιώνες. Τέτοια κτήματα υπήρχαν αρκετά στην Κρήτη.
Αν ο σπαχής είχε γιο ή γιους, μετά το θάνατό του, δικαιούνταν να κληρονομήσουν το τιμάριο του πατέρα τους. Για να το πάρουν όμως έπρεπε να αποδείξουν, με μαρτυρίες άλλων σπαχήδων ό,τι πράγματι ήταν γιοι του.
Οι φόροι που έμπαιναν στην παραγωγή ήταν καταπιεστικοί και δυσβάστακτοι. Τόσο η δεκάτη, όσο και το χαράτζ(ι) μουβαζάρ (ο στρεμματικός), αλλά και το χαράτζι ή χαράτσι (ο κεφαλικός) για κάθε αγρότη που καλλιεργούσε γη.
Δύο είδη φορολογίας γαιών λοιπόν υπήρχε, οι δεκατιζόμενες και οι χαρατζιγιέ γαίες.
Οι ακτήμονες αγρότες που έπαιρναν εδάφη για να τα καλλιεργήσουν έπρεπε υποχρεωτικώς να υποκύπτουν στους όρους που έθεταν οι αγάδες, κοτζαμπάσηδες, μπέηδες και τσιφλικάδες οι οποίοι είχαν συγκεντρωμένη τη γη στα χέρια τους. Οι όροι αυτοί ήταν 4 ειδών:
1) Το συντροφικό ή μεσακάρικο ήταν όταν ο αγρότης καλλιεργούσε τη γη του φεουδάρχη με έξοδα δικά του και αφού αφαιρούσε τα έξοδα και το φόρο της δεκάτης από την αξία της σοδιάς ό,τι έμενε το μοιράζονταν με τον γαιοκτήμονα.
2) Το τριτάρικο όπου ο αγρότης που καλλιεργούσε τη γη του γαιοκτήμονα κατέβαλλε όλα τα έξοδα, από την παραγωγή αφαιρούνταν ο φόρος της δεκάτης και από το υπόλοιπο που έμενε δινόταν στο γαιοκτήμονα το ένα τρίτο.
3) Το γεώμορο ή αποκοπή όπου ο γεωργός υποχρεωνόταν να καταβάλλει τη δεκάτη και να αποδώσει στον γαιοκτήμονα τόσο γέννημα, όσο χρειαζόταν για να γίνει η σπορά του επόμενου έτους, είτε είχε είτε δεν είχε σοδειά το χωράφι. Ειδικά για τις ελιές η αποκοπή ήταν το 1/7 του ελαιοκάρπου.
4) Το παρασπόρι όπου οι γαιοκτήμονες έβρισκαν εργάτες αγρότες από άλλες περιοχές, τους πλήρωναν όλα τα έξοδα (καλλιέργειας και συντήρησης) και είχαν ακόμα το δικαίωμα να τους υποβάλλουν σε αγγαρείες όπως και τα ζώα τους. Μέρος της γης σπέρνονταν αποκλειστικά για τις ανάγκες του γαιοκτήμονα. Τελικά ο καλλιεργητής έπαιρνε ψίχουλα, δηλαδή τα παρασπόρια, απ’ όπου πήρε και το όνομά του το είδος αυτό του συστήματος. Όλοι οι καλλιεργητές απέφευγαν να κάνουν μια τέτοια συμφωνία γι’ αυτό το παρασπόρι δεν ήταν τόσο διαδεδομένο όσο τα άλλα τρία συστήματα.