Τα ψηλά βουνά και τα νερά τους
Είναι γνωστό πως τα ψηλά βουνά, δέχονται κάθε χρόνο, εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού και ακόμη περισσότερα εκατομμύρια κυβικά μέτρα χιονιού. Τα νερά των έντονων βροχών αλλά και εκείνα που προκύπτουν από τα χιόνια που λιώνουν, κυλούν στις πλαγιές τους, μα συγχρόνως πολύ μεγάλες ποσότητες από αυτά, μπαίνουν και στα σωθικά τους. Μέσα στα έγκατα της γης, κυκλοφορούν σε υπόγεια ποτάμια και πολυδαίδαλα σπήλαια και κατεβαίνοντας όλο και χαμηλότερα, ψάχνουν εναγώνια διέξοδο στον αέρα, λες και θέλουν να αναπνεύσουν! Αν τα καταφέρουν και ξαναβγούν στην επιφάνεια, δημιουργούν τις πηγές. Γύρω από τα ψηλά βουνά συνήθως αναβλύζουν πολλές και μεγάλες πηγές. Στα Λευκά όρη στη Δυτική Κρήτη για παράδειγμα, εμφανίζονται οι πολύ μεγάλες πηγές: της Αγυιάς, των Μεσκλών, των Αρμένων και του Στύλου από τις οποίες εκρέουν εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού κατ’ έτος.
Τα νερά του Ψηλορείτη και το μεγάλο αίνιγμα
Ο Ψηλορείτης πέραν της περήφανης κορμοστασιάς του, που προβάλει σαν δίδυμη πυραμίδα καταμεσής στη Μεσόγειο, με τις δύο ψηλές κορυφές του, κρύβει στα σωθικά του και το μεγάλο του μυστικό. Ενώ δέχεται πολύ μεγάλες ποσότητες νερών, γύρω του, εμφανίζονται μόνον δύο πηγές με μέτριες παροχές, εκείνες του Ζαρού και της Γέργερης στις ανατολικές υπώρειές του προς το νομό Ηρακλείου. Αυτό είναι και το άλυτο αίνιγμα του αγέρωχου βουνού. Αλήθεια που πηγαίνουν τα υπόγεια νερά του! Μια εκδοχή, που είναι και επιστημονικά εξηγήσιμη, είναι το ότι τα υπόγεια αυτά νερά αφού διανύσουν στο εσωτερικό του Ψηλορείτη μια πολύ μεγάλη διαδρομή, καταλήγουν υπόγεια: 1ον στις υποθαλάσσιες πηγές στον όρμο του Μπαλί, οι οποίες λειτουργούν και ως Εσταβέλλες (δηλαδή, την Άνοιξη και το καλοκαίρι βγάζουν γλυκό νερό υποθαλάσσια και το φθινόπωρο λειτουργούν αντίστροφα, «καταπίνοντας» θαλασσινό νερό από τον πάτο της θάλασσας) και 2ον στις υφάλμυρες πηγές του Αλμυρού Ηρακλείου.
Το υδρογραφικό δίκτυο του Ψηλορείτη
Ολόγυρα στον Ψηλορείτη, έχει αναπτυχθεί ένα πολύ πυκνό υδρογραφικό δίκτυο με μεσαίους και μικρότερους χείμαρρους που αποστραγγίζουν τις μεγάλες ποσότητες χιονιού και βροχής που κυλούν στις απότομες πλαγιές του. Όσον αφορά τον νομό Ρεθύμνης όλα τα νερά του Ψηλορείτη από τη βόρεια πλευρά του, αποστραγγίζονται από τον Γεροπόταμο και μερικούς μικρότερους χείμαρρους, όπως τον Αρκαδιώτη, το Σφακορύακο και τον Πηγιανό. Ο κύριος όμως ποταμός είναι ο Γεροπόταμος που διατρέχοντας μια διαδρομή τουλάχιστον 40 χιλιομέτρων, ξεκινώντας από τις κορυφές του Ψηλορείτη και τα Τρία φαράγγια νότια της Αρχαίας Ελεύθερνας, καταλήγει στον Πάρναμο όπου και εκβάλει. Η υδρογραφική του λεκάνη, καλύπτει μια πολύ μεγάλη έκταση της τάξης των 180 τουλάχιστον τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Ο ήσυχος χείμαρρος που ενίοτε αγριεύει
Ο Γεροπόταμος, τις μεγαλύτερες ποσότητές του, τις συγκεντρώνει έως την κωμόπολη του Περάματος, όπου εκεί η κλίση του ομαλοποιείται έως και τις εκβολές του στον Πάρναμο. Ακριβείς μετρήσεις των ετήσιων παροχών του σε βάθος χρόνων, δεν υπάρχουν. Όμως από μετρήσεις του ΙΓΜΕ της δεκαετίας του 1980 συμπεραίνεται η εκτίμηση πως η μέση ετήσια παροχή του, ανέρχεται σε 10 έως και 12 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού. Σε αυτά δεν υπολογίζονται οι ποσότητες του χειμάρρου Μαργαριτσανού, ο οποίος είναι παραπόταμος του και χύνεται σε αυτόν λίγο πριν καταλήξει στη θάλασσα. Οι εκτιμώμενες ποσότητες του χειμάρρου Μαργαριτσανού, ο οποίος αποστραγγίζει τους πρόποδες του Ψηλορείτη από την περιοχή των Αραβάνων και των Τριών φαραγγιών, είναι περίπου 2 εκατομμύρια κυβικά μέτρα το χρόνο. Στις ποσότητές τους αυτές δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν οι πλημμυρικές τους παροχές, αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα να μετρηθούν, καθότι η μεθοδολογία μέτρησης των χρόνων εκείνων, δεν ήταν προηγμένης τεχνολογίας. Αυτές οι πλημμυρικές καταστάσεις συνέβαιναν και συμβαίνουν ξαφνικά, μετά από έντονες βροχοπτώσεις και διαρκούν κάποιες ώρες ή το πολύ λίγα 24ωρα. Επίσης σημειώνουμε πώς ενίοτε, με μέση συχνότητα εμφάνισης τα 7-10 χρόνια, λαμβάνουν χώρα και υπερβολικές πλημμυρικές παροχές, όπου σε μόλις λίγα 24ωρα ο Γεροπόταμος παροχετεύει μερικά εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού στη θάλασσα.
Η τοπογραφία και οι καλλιέργειες του Κάτω Μυλοποτάμου
Λέγοντας κάτω Μυλοπόταμος, εννοούμε τους οικισμούς και τις περιοχές, που βρίσκονται σε υψόμετρο έως τα 350 μέτρα και οι οποίες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας. Ολόκληρη η περιοχή θεωρείται πεδινή ή ημιπεδινή με χαμηλούς λόφους, και κρίνεται ως η ευφορώτερη του Μυλοποτάμου. Εκτιμάται ότι διαθέτει 60.000 τουλάχιστον στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, που κατά 90% καλύπτεται από ελαιώνες. Σε ολόκληρη την περιοχή δεν αναβλύζουν σημαντικές πηγές και έτσι δυστυχώς δεν μπορούν για να αρδευτούν οι καλλιέργειες που υπάρχουν. Έχουν μείνει βέβαια και πολλές ακόμη χέρσες εκτάσεις γης οι οποίες θα καταστούν καλλιεργήσιμες εφόσον θα υπάρξει η δυνατότητα να αρδευτούν.
Οι εκτάσεις που δύνανται να αρδευτούν
Ωστόσο εκτιμούμε πως το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των ελαιώνων θα μπορούσαν να αρδευτούν στο σύνολο της έκτασης, που θα μπορούσαμε να την οριοθετήσουμε ως εξής: Ξεκινώντας από το νοτιοδυτικό της άκρο, δηλαδή τη περιοχή ανατολικά των Έρφων και των Σκουλουφίων και διατρέχοντας την ισοϋψή γραμμή του υψομέτρου των 230 μέτρων προς τα ανατολικά και συνεχίζοντας προς: νοτικά της Αλφάς και στη συνέχεια, βόρεια: του Σταυρωμένου, των Μαργαριτών, των Πασαλιτών, του Χουμερίου, του Δαμαβόλου, των Δαφνέδων, της Επισκοπής, των Μουρτζανών, των Απλαδιανών έως και του Δοξαρού όπου θα είναι και η κατάληξή της. Επίσης ως προς το βορεινό και ανατολικό της άκρο, οριοθετείται, από τους οικισμούς της Σκεπαστής, του Εξάνδη, του Μελιδονίου, του Αχλαδέ και της Αγυιάς.
Οι δυναμικοί καλλιεργητές
Στο σύνολό τους εκτιμάται πως σε αυτήν, υπάρχουν τουλάχιστον 1.300.000 ελαιόδεντρα της ποικιλίας «κορωνέϊκης» κατά ποσοστό 95% και τα οποία αρδεύονται σε ποσοστό μόλις 0,5%. Τα ελαιόδεντρα αυτά είναι σχετικά νέα σε ηλικία, με τα γηραιότερα να είναι περίπου 35 ετών. Αυτά άρχισαν να φυτεύονται στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αρχές του 1990, όταν άρχισαν οι καλλιεργητές της περιοχής να αντικαθιστούν τα παλαιότερα δέντρα που ανήκαν στην ιστορική ποικιλία της «χονδρολιάς» και τα οποία δεν απέδιδαν πια με την ποικιλία «κορωνέικη».
Συγχρόνως όμως με την αντικατάσταση της παλαιάς ποικιλίας, οι καλλιεργητές προχώρησαν και στο φύτεμα με «κορωνέικα ελαιόδεντρα» πολλών χέρσων εκτάσεων. Η σημαντική αυτή εξέλιξη στη καλλιέργεια των ελαιόδεντρων, φανερώνει τη δυναμική της ελαιοκαλλιέργειας αλλά και την δραστήρια και διορατική στάση των καλλιεργητών στη περιοχή του Μυλοποτάμου. Εκείνο όμως που αποθαρρύνει τους καλλιεργητές και λειτουργεί ως αντικίνητρο στο να συστηματικοποιήσουν και να εκσυγχρονίσουν τις καλλιέργειές τους, είναι η έλλειψη αρδευτικού νερού. Πολλοί από αυτούς προσπαθούν εναγωνίως να εξασφαλίσουν κάποιες τέτοιες ποσότητες για τις καλλιέργειές τους, με την ανόρυξη πηγαδιών ή γεωτρήσεων ή και ακόμη με τη μεταφορά νερού από μακρινές αποστάσεις με επιφανειακούς σωλήνες. Ωστόσο οι ποσότητες αυτές, αδυνατούν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες τους.
Η σημερινή δυναμική καλλιέργεια
Σήμερα τα 60.000 στρέμματα των ελαιώνων, έχουν μια μέση ετήσια παραγωγή ελαιόλαδου που ανέρχεται στους 1.800 τόνους ετησίως. Ρεκόρ για την παραγωγή της περιοχής, αποτέλεσε η ελαιοκομική περίοδος 2014-2015 κατά την οποία παρήχθησαν 3.000 περίπου τόνοι, με βάση τα στοιχεία των 9 λειτουργούντων ελαιουργείων. Την περίοδο αυτή, σε ολόκληρο το νομό παρήχθησαν 16.000 τόνοι ελαιόλαδου (στοιχεία ΣΕΔΗΚ).
Πώς θα υπερπολλαπλασιασθεί η παραγωγή
Έχει αποδειχτεί, ότι η ποικιλία της «κορωνέικης» ελιάς όταν είναι αρδεύσιμη, τριπλασιάζει την απόδοσή της. Τρανταχτό παράδειγμα για αυτό, αποτελούν οι ελαιώνες στην κοιλάδα μεταξύ των οικισμών των Λευκογείων και του Μαριού στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, οι οποίοι αρδεύονται με αρκετές ποσότητες νερού από το μεγάλο αρδευτικό έργο του Κουρταλιώτη. Συγκριτικά, η απόδοσή τους κρίνεται πολύ επιτυχής, αφού φτάνει ως και τα 40 χιλιόγραμμα ελαιόκαρπου μέση παραγωγή, ανά ελαιόδεντρο. Όμοια εκτιμούμε πως, αν οι ελαιώνες του Μυλοποτάμου αρδευτούν, και λόγω των κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής αλλά και λόγω της ποιότητας των εδαφών του, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τέτοιες αποδόσεις. Βάζοντας στόχο λοιπόν τον τριπλασιασμό της παραγωγής, προσδοκούμε σε μια ποσότητα τουλάχιστον 9.000 τόνων ελαιόλαδου ετησίως στον Μυλοπόταμο!
Ακολουθεί η Β’ Ενότητα στο επόμενο φύλλο με τίτλο: Ένα υβριδικό έργο που θα αυτοτροφοδοτείται ενεργειακά.