Του ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΨΗΝΑ*
Ένα από τα βασικά και διαχρονικά αιτήματα της κοινωνίας, που συχνά επικαλείται η εκάστοτε πολιτική εξουσία, είναι η βελτίωση της ποιότητας της δημόσιας εκπαίδευσης. Κατά κοινή ομολογία, όσο αυξάνεται η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα στο δημόσιο σχολείο, τόσο μειώνεται η ανάγκη για αναζήτηση ιδιωτικών υπηρεσιών εκπαίδευσης και άρα η ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών, η οποία ανέρχεται σύμφωνα με εκτιμήσεις σε 1.5 δισ. ευρώ ανά έτος. Βέβαια, μια παράμετρος που συνήθως αποσιωπάται έντεχνα από τους «μεταρρυθμιστές» της εκπαίδευσης είναι η όλο και μεγαλύτερη επικράτηση των κανόνων της αγοράς σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Εργαλειακές λογικές, υψηλός ανταγωνισμός, κόστος – όφελος, προσφορά – ζήτηση.
Η υπουργός Παιδείας με το νέο της πολυνομοσχέδιο, το οποίο σε λίγες ημέρες θα κατατεθεί στη Βουλή, υιοθετεί ένα επιχείρημα, το οποίο βασίζεται στο εξής σκεπτικό. Η αυστηροποίηση του εκπαιδευτικού πλαισίου με μια σειρά από μέτρα όπως, αυστηρότερες εξετάσεις σε περισσότερα μαθήματα, εισαγωγή του θεσμού της τράπεζας θεμάτων, εισαγωγή της βάσης του 10, μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ, επαναφορά της διαγωγής στους τίτλους σπουδών, επαναφορά των τριήμερων τετραήμερων και πενθήμερων αποβολών κ.α., θα βοηθήσει τη δημόσια εκπαίδευση να βελτιωθεί ποιοτικά και να ανακτήσει το χαμένο της κύρος. Είναι όμως ακριβώς έτσι ή πρόκειται για μια ακόμα άδηλη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος που είναι πολύ πιθανό να αυξήσει την ταξικότητα και την επιλεκτικότητα του σχολείου; Μήπως θα οδηγήσει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες μαθητών σε συγκεκριμένες σχολικές διαδρομές και πολλούς από αυτούς στη σχολική διαρροή; Οι αυστηρότερες εξετάσεις θα ενισχύσουν τα κίνητρα μάθησης των μαθητών ή θα προσθέσουν ένα ακόμη λιθαράκι στην ήδη γενικευμένη απαξίωση του δημόσιου σχολείου και θα οδηγήσουν πολλές οικογένειες στην αύξηση της δαπάνης τους για ιδιωτικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες; Η τράπεζα θεμάτων, ο εξετασιοκεντρισμός και οι αυστηρότερες ποινές θα βελτιώσουν την ποιότητα του δημόσιου σχολείου και θα βοηθήσουν στην εκπλήρωση των παιδαγωγικών του σκοπών και στόχων; Όλα τα παραπάνω αποτελούν καίρια ερωτήματα τα οποία ωστόσο, αν κρίνουμε από την ορμή και αποφασιστικότητα που έχει αναπτύξει το Υπουργείο Παιδείας, φαίνεται να έχουν απαντηθεί ήδη στο μυαλό εκείνων που νομοθετούν.
Αν θεωρήσουμε σαν δεδομένο ότι μελλοντικά, η ζήτηση για ανώτερες σπουδές θα παραμείνει σταθερή, τότε θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υποτίθεται επιδιώκει η κυβέρνηση και θα παρουσιάσει σαν νομιμοποιητική βάση για τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση στο ευρύ κοινό. Θα εκτοξευθεί δηλαδή στα ύψη η δαπάνη των νοικοκυριών για ιδιωτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης, μιας και ο ανταγωνισμός θα αυξηθεί κατακόρυφα, ειδικά σε σχολές που προτιμούνται περισσότερο από τους υποψήφιους. Περισσότερες εξετάσεις σημαίνουν περισσότερα συστήματα ιεράρχησης, ταξινόμησης και αποκλεισμού. Κατά συνέπεια, οι οικογένειες, σε αυτή την ανταγωνιστική λογική, θα επενδύσουν περισσότερα χρήματα στην εκπαίδευση, με την προϋπόθεση ότι τα διαθέτουν και με την προϋπόθεση ότι δεν θα αλλάξουν στρατηγική κοινωνικής κινητικότητας για τα παιδιά τους. Πολλές εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές θα προκύψουν αβίαστα, για όσους αποκλειστούν από τις ανώτερες σπουδές σε δημόσια ιδρύματα, εξαιτίας του αυστηρότερου πλαισίου επιλογής. Σε αυτό το σημείο φυσικά, πρέπει να λάβουμε υπόψη την προστασία και την ενίσχυση της ιδιωτικής αγοράς ακαδημαϊκών τίτλων και προσόντων που φρόντισε να εξασφαλίσει η Κυβέρνηση με προηγούμενες νομοθετικές της ρυθμίσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συναισθήματα όπως άγχος, πίεση, ματαίωση, αλλά και πρακτικές ανταγωνισμού και εργαλειοποίησης της «μάθησης», που χαρακτηρίζουν ήδη την εκπαίδευση σήμερα, θα διογκωθούν υπερβολικά.
Από την άλλη, σε μια περίοδο διαφαινόμενης οικονομικής κρίσης, είναι πολύ πιθανόν μαθητές από χαμηλότερα κοινωνικά-οικονομικά στρώματα, βιώνοντας τα αυστηρότερα στάδια αξιολόγησης που δεν θα συνοδεύονται απαραίτητα από ένα ενταξιακό και ποιοτικότερο σχολείο, να αλλάξουν στρατηγική, μειώνοντας το ενδιαφέρον τους για ανώτερες σπουδές. Οι δυνατότητες που ανοίγονται εδώ είναι δύο. Από τη μια, η σχολική διαρροή και από την άλλη η κατεύθυνση σε εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές προς αναζήτηση βιοπορισμού. Ωστόσο, η διαρκής εξειδίκευση στην αγορά εργασίας, οι συνεχείς της μεταλλάξεις και η ρευστότητα της απαιτούν συγκεκριμένες δεξιότητες, επικαιροποίηση γνώσεων και διαρκή κατάρτιση. Όλα αυτά με το αζημίωτο, φυσικά.
Έχοντας όλα αυτά υπόψη, τα οποία σημειωτέον αφορούν ένα πολύ μικρό κομμάτι της μεταρρύθμισης που προτείνεται, γιατί βιάζεται η Υπουργός Παιδείας να περάσει σαρωτικές αλλαγές, με μόλις μερικές εβδομάδες ηλεκτρονική διαβούλευση, χωρίς εξειδικευμένες και εμπειρικά τεκμηριωμένες μελέτες σκοπιμότητας και αποτελεσμάτων και χωρίς καμία εμπλοκή των άμεσα ενδιαφερόμενων (εκπαιδευτικών, μαθητών και των οικογενειών τους); Αντίθετα, το πιο συνετό για το μέλλον του τόπου θα ήταν να ανοίξει έναν δημόσιο διάλογο και να ακούσει τους ειδήμονες του χώρου της εκπαίδευσης και τους ανθρώπους που επηρεάζονται άμεσα από τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Στην παρούσα φάση άλλωστε, η κοινωνία δεν αντέχει περισσότερη πόλωση, αποκλεισμούς και διακινδύνευση.
* Ο Πολύβιος Ψήνας, είναι κοινωνιολόγος MSc.,MEd