Για άλλη μία φορά η κυβέρνηση ακολουθεί αδικαιολόγητα τον δρόμο της «συσσώρευσης» πολλών διαφορετικών και σημαντικών ζητημάτων σε ένα νομοσχέδιο.
Πρόκειται για μια αρνητική μεθοδολογία που συστηματικά χρησιμοποιεί, πρακτική που αποδεικνύει το μεγάλο χάσμα μεταξύ αυτών που λέει και αυτών που κάνει. Το Σύμφωνο συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών έρχεται να ρυθμίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη σύναψη ενός συμβολαίου που υπογράφουν δύο άνθρωποι, μέσω του οποίου ορίζονται και ξεκαθαρίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που έχει ο ένας απέναντι στον άλλον. Κάποια χρόνια πριν και συγκριμένα, το 2008 στη συζήτηση για το σχέδιο νόμου σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία, ψηφίστηκε ο νόμος 3719 με τον οποίο νομοθετήθηκε η σύναψη συμφώνου συμβίωσης, η οποία όμως αφορούσε μόνο ετερόφυλα ζευγάρια. Πολλοί συνάδελφοι τότε, μεταξύ των οποίων και εγώ, στη βουλή είχαμε επισημάνει ότι ο αυτός ο νόμος είχε κενά ως προς αυτό το σημείο, και δεν ήταν συμβατός με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Είχαμε τονίσει δηλαδή ότι αυτή η ρύθμιση θα έπρεπε να έχει επεκταθεί και για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Τον Νοέμβριο 2013, μετά από προσφυγές Ελλήνων πολιτών, δυστυχώς η χώρα μας καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ λόγω του αποκλεισμού των ομόφυλων ζευγαριών από τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης στη χώρα μας. Συνιστά λοιπόν σήμερα υποχρέωση της Πολιτείας η αναγκαιότητα της νομικής αναγνώρισης των ενώσεων των ομόφυλων προσώπων. Η πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίζει με ισονομία τους πολίτες της σύμφωνα πάντα με το Σύνταγμα τις ευρωπαϊκές και διεθνείς υποχρεώσεις της. Το συγκεκριμένο μέρος του νομοσχεδίου έρχεται να δώσει λύσεις σε πρακτικά ζητήματα ασφαλιστικά, φορολογικά, κληρονομικά, συνταξιοδοτικά, που αντιμετωπίζουν οι ομόφυλοι κατά τις διατάξεις του ισχύοντος μέχρι σήμερα ν.3719/2008 στην Ελλάδα. Η αναγνώριση της συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών δεν θέτει σε κίνδυνο τους συνταγματικά προστατευόμενους θεσμούς και αξίες, τις παραδόσεις που κρατούν δυνατή και συνεκτική διαχρονικά την ελληνική κοινωνία. Η Ελληνική Πολιτεία με απόλυτο σεβασμό σε αυτά οφείλει να λαμβάνει υπόψη της υπόψη της την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα, να αντιλαμβάνεται τα κοινωνικά αιτήματα και να συμπορεύεται με την κοινωνία και να ρυθμίζει με δίκαιο τρόπο όλες τις ανάγκες που προκύπτουν για όλους τους πολίτες της. Να συμβάλλει με τις πράξεις της στην καταπολέμηση κάθε είδους διάκρισης και φόβου εις βάρος κάθε συνανθρώπου μας. Το Εθνικό Συμβούλιο κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και μπορεί να συμβάλλει στην καταπολέμηση του ρατσισμού. Ωστόσο, θεωρούμε ότι αυτό είναι πολύ δυσκίνητο και όχι καλά συγκροτημένο. Εκφράζουμε έντονες επιφυλάξεις μήπως τελικά καταλήξουμε να έχουμε άλλο ένα γραφειοκρατικό όργανο και όχι ένα θεσμό παραγωγής πολιτικής και συντονισμού για την πραγματική καταπολέμηση του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας, που άλλωστε αποτελεί και την πραγματική ανάγκη που πρέπει να αντιμετωπιστεί.- Το πολυνομοσχέδιο περιέχει αποσπασματικές, διάσπαρτες, σε χαρακτήρα διατάξεις, οι οποίες αφορούν τόσο ζητήματα του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όσο και της σωφρονιστικής νομοθεσίας και δεν εντάσσονται, όπως θα έπρεπε, σε μια συστημική και ολιστική προσέγγιση αντιμετώπισης των προβλημάτων που καλούνται να επιλύσουν. Το έχουμε τονίσει άλλωστε από το 2014, οι κώδικες, ο Ποινικός Κώδικας, ο Σωφρονιστικός Κώδικας, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας είναι έτοιμοι. Γιατί, όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στη νέα κωδικοποίηση, που τόσο ανάγκη έχει η χώρα.
Το παραπάνω είναι απόσπασμα της ομιλίας της Όλγας Κεφαλογιάννη στην ολομέλεια της βουλής κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τη ψήφιση του νομοσχεδίου «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις».
*Η Ολγα Κεφαλογιάννη είναι βουλευτής Α’ Αθηνών