Αρκετοί ήταν οι Ρεθεμνιώτες και ακόμα περισσότεροι οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Αργυρούπολης, οι οποίοι παραβρέθηκαν στην πέμπτη συνάντηση του κύκλου διαλέξεων «Ρέθυμνο: Ανακαλύπτοντας το παρελθόν μέσα από αρχαιολογικές μαρτυρίες». Το θέμα της συνάντησης ήταν «Η Λάππα και η εποχή της: παρουσίαση των ανασκαφικών δεδομένων της αρχαίας πόλης στο ιστορικό τους πλαίσιο» κατά τη διάρκεια του οποίου αυτή ήκμασε, καταλήφθηκε, καταστράφηκε, ανοικοδομήθηκε και εντέλει αναπτύχθηκε ξανά, φτάνοντας μέσα στην ιστορική της διαδρομή να αποτελεί την έδρα των Κρητών επαναστατών του 1821 και 1866.
Η εισηγήτρια της εκδήλωσης, κυρία Γαβριλάκη περιέγραψε αρχικά τη γεωγραφική θέση στην οποία βρίσκεται η αρχαία Λάππα. Χτισμένη στις παρυφές των Λευκών Ορέων και σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από την ακτή, απαντάται ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα σε γεωγραφικές καταγραφές. Ο Σκύλαξ (Γεωγράφος του 4ου π.Χ. αιώνα), ο Στράβων (1ος π.Χ.- 1ος μ.Χ. αιώνας), ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (Μαθηματικός, Γεωγράφος, Αστρονόμος από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου του 2ου αιώνα μ.Χ.), και οι Βυζαντινοί Στέφανος Βυζάντιος και Ιεροκλής αναφέρονται σε έργα τους στην αρχαία πόλη. Μάλιστα, όπως ανέφερε η ίδια «Ο Στέφανος Βυζάντιος συνδέει την ίδρυση της Λάππας με την Αργολίδα των μυκηναϊκών χρόνων». «Το απόμακρο παρελθόν της πόλης φαίνεται, ότι επιβεβαιώνεται ανασκαπτικά από την κεραμική των μινωικών και υστερομινωικών χρόνων που εντοπίστηκε σε ανασκαφές οικοπέδων κατοίκων της περιοχής εντός των ορίων του σύγχρονου οικισμού», πρόσθεσε.
Τα χρόνια μέχρι την κατάκτηση από τους Ρωμαίους
Η κατοίκηση της πόλης ήταν συνεχής μέσα στους αιώνες των απαρχών τις ιστορίας, μέχρι τη Γεωμετρική περίοδο και την άφιξη των δωρικών φύλων στο νησί. Τα τελευταία αναμείχθηκαν με τον γηγενή πληθυσμό, ενώ οι κάτοικοι της Κρήτης εξακολουθούσαν «Να επιλέγουν τις οχυρές θέσεις, οικισμούς, καταφύγια ως τόπους κατοίκισης, που θα εξελιχθούν στις πόλεις-κράτη του 6ου αιώνα π.Χ.». Κατά την περίοδο αυτή (970-710 π.Χ. περίπου) συντελούνται σημαντικές πολιτικές κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες θα οδηγήσουν στην ίδρυση των πόλεων κρατών του 6ου αιώνα π.Χ. Οι πόλεις των κατοίκων της Κρήτης κατά την περίοδο αυτή δεν είχαν σαφές φυλετικό στίγμα, αφού κατοικούνταν από «Ελληνικά και Μινωικά φύλα που ανήκαν σε διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες». Αργότερα, στην Αρχαϊκή περίοδο (710 π.Χ. ως 470 π.Χ), τα φυλετικά κράτη μετασχηματίζονται σε Πόλεις-Κράτη και την εξουσία αναλαμβάνουν οι γηγενείς σχηματίζοντας νέα καθεστώτα. Αρχίζει και χρησιμοποιείται το ελληνικό αλφάβητο, ενώ στην τέχνη είναι εμφανείς οι ανατολικές επιρροές. Παράλληλα τα ταφικά έθιμα αλλάζουν. Τις καύσεις της προηγούμενης περιόδου αντικαθιστούν οι ατομικές ταφές.
Μεγάλη ακμή φαίνεται πως γνώρισε η αρχαία Λάππα κατά την Ελληνιστική περίοδο, δηλαδή από το 323 π.Χ. ως το 67 π.Χ., οπότε και καταλαμβάνεται από τη Ρώμη. Σύμφωνα με την κυρία Γαβριλάκη, τα ευρήματα τμημάτων πλούσιων οικιών, ψηφιδωτών αλλά και η δημιουργία κατά την ελληνιστική περίοδο του Κοινού των Κρητών, στο οποίο μετέχει η Λάππα, μαρτυρούν την ακμή του τόπου. «Η ελληνιστική περίοδος χαρακτηρίζεται από τις σχέσεις με το εξωτερικό. Στις κρητικές πόλεις υπήρχαν ειδικοί θεσμοί για την καλλιέργεια των σχέσεων με το εξωτερικό κόσμο, του ξένους και τους μετοίκους», συνέχισε η κυρία Γαβριλάκη. Επίσης «Οι Κρήτες και μαζί μ’ αυτούς οι Λαππαίοι συμμετείχαν σε πανελλήνιους αγώνες και εορτές πανελληνίων Ιερών», ενώ το κανονιστικό ρυθμιστικό πλαίσιο της ζωής στον τόπο «Απαντάται με μορφή επιγραφών». Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις πληθυσμού για την Κρήτη της εποχής κυμαίνονται ανάμεσα σε 200 χιλιάδες και ένα εκατομμύριο κατοίκους.
Από τη Ρώμη στο Βυζάντιο και τους Βενετούς
Έπειτα από την εχθρική στάση των κρητικών πόλεων απέναντι στη Ρώμη κατά τον 3ο Μιθριδατικό πόλεμο, ρωμαϊκές λεγεώνες αποβιβάζονται στο νησί και το κυριεύουν. Από την καταστροφή γλυτώνει μονάχα η Γόρτυνα, η οποία διαφοροποίησε τη στάση της και την οποία οι Ρωμαίοι όρισαν ως πρωτεύουσα της νήσου. Διοικητικά έπειτα από την αρχική της ένταξη στην Κυρηναϊκή επαρχία, η Κρήτη τελικώς, είτε επί Διοκλητιανού, είτε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου εντάσσεται στη σημαντική συγκλητική Επαρχία της Μακεδονίας. «Σε αυτήν την περίοδο τοποθετούνται τάφοι από το ένα εκ των δύο νεκροταφείων της Λάππας στη θέση Πέντε Παρθένες κατά μήκος του ποταμού Πετρέ, που διατρέχει από τα δυτικά τον οικισμό. Οι τάφοι ήταν οικογενειακοί και ανήκαν στον τύπο των θαλαμωτών λαξευτών», ανέφερε σχετικά η κυρία Γαβριλάκη, περιγράφοντας στη συνέχεια ενδελεχώς τη δομή τους. «Στα τοιχώματα των μνημείων διακρίνονται ίχνη εργαλείων λάξευσης. Ίχνη λατόμευσης παρατηρούνται σε ολόκληρη την περιοχή. Εκτός από τα ίχνη λατόμευσης που εντοπίζονται στο χώρο του νεκροταφείου, το λατομείο της αρχαίας πόλης εντοπίζεται κατά μήκος του άλλου ποταμού δυτικά, του Μουσέλα, οπού εντοπίζονται ταυτόχρονα και τάφοι της ελληνιστικής περιόδου», συμπλήρωσε. Κι ενώ η πόλη φαινόταν να ακμάζει ξανά, ένας μεγάλος σεισμός τον 4ο αιώνα μ.Χ. την καταστρέφει ολοσχερώς. Έναν αιώνα πριν είχε επιβιώσει από άλλο σεισμό, όπως προκύπτει από τη μελέτη των στρωμάτων στα ανασκαμμένα οικόπεδα.
Η ύφεση δεν διαρκεί πολύ. Το χρονολογούμενο κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. ανασκαμμένο εντός οικισμού βυζαντινό εργαστήρι, αλλά και «Χώρος που μάλλον αντιστοιχεί σε εργαστήριο μεταλλουργίας του 12ου-13ου αιώνα μ.Χ. αποδεικνύουν ότι η ζωή συνεχίστηκε οργανωμένα και εντατικά». Τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο η πόλη ανήκει στο Φέουδο των Χορτάτζηδων, ενώ κατά τη βενετοκρατία και έπειτα από την αποτυχημένη επανάσταση, δόθηκε στον Αλέξιο Καλλέργη για τις υπηρεσίες του στους Βενετούς. Στη συνθήκη Βενετών-Καλλέργη αναφέρεται ότι «Ακμή δίδομεν και παρέχομεν σοι» την πόλη, δηλαδή τη Λάππα, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο-ορμητήριο των επαναστατών. «Από τη σπουδαία για τον οικισμό βενετσιάνικη περίοδο μένουν ακόμα γραπτά αλλά και εξαιρετικά κτίρια ενταγμένα στον οικισμό με πολύ ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά στοιχεία», επεσήμανε η ίδια.
Στο πέρασμα τον αιώνων το αρχαίο όνομα χάθηκε. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Γαϊδουρόπολη και Σαμαρόπολη. Η ονομασία Αργυρούπολη δόθηκε το 1821 από την Επαναστατική Επιτροπή, με σκοπό της αντικατάσταση των κακόηχων τούρκικων ονομασιών, εξαιτίας του μεταλλείου αργύρου, που σύμφωνα με την παράδοση υπήρχε εκεί, ή του ασημοχώματος που αναφέρεται πως υπάρχει σε γειτονικό λόφο. Κατά τις κρητικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα η Αργυρούπολη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, ως έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής αλλά και έδρα της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών το 1866 και το 1878. Επίσης οι έντεκα υδρόμυλοι της θέσης της Αγίας Δύναμης «Αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της προβιομηχανικής-πρωτοβιομηχανικής οικονομίας του 19ου αιώνα», τόνισε η προϊσταμένη της εφορίας αρχαιοτήτων Ρεθύμνου. Σημαντικό άλλωστε είναι και το δίκτυο των πλακόστρωτων δρόμων, των καλντεριμιών που συνδέουν τα διάφορα σημεία του οικισμού και το οποίο «σώζεται σχεδόν ακέραιο».
Η Λάππα ως σημαντικό οικονομικό και εμπορικό κέντρο της Κρήτης
Μετά την παράθεση του ιστορικού πλαισίου, η κυρία Γαβριλάκη αναφέρθηκε στο πλέγμα των εμπορικών και πολιτικών σχέσεων της αρχαίας Λάππας με εντός του νομού Ρεθύμνου αρχαίους οικισμούς, πόλεις και λιμάνια. «Κατατάσσεται από τον Πτολεμαίο στις Μεσόγειες πόλεις. Ο Σκύλαξ την τοποθετεί στο βορρά και της δίνει μεγάλη αξία εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης. Πιο διαφωτιστικός ο Στράβων, εξηγεί ότι ο αμφιμέτωπος έλεγχος του νησιού ήταν δυνατός εξαιτίας του μικρού πλάτους της νήσου στο σημείο αυτό», είπε η εισηγήτρια αναφερόμενη στη στρατηγική και εμπορική σημασία της πόλης για την Κρήτη. Από το βορρά οι ποταμοί της καταλήγουν στις ακτές, ενώ από το νότο η πρόσβαση στα παράλια ήταν δυνατή μέσω του φαραγγιού Ασής Γωνιάς και Καλλικράτη.
Ως εκ τούτου, η πόλη φαίνεται πως χρησιμοποιούσε λιμάνια και στα δύο παράλια του νησιού. Την Αμφιμάλλα (Γεωργιούπολη) στο βορρά και τον Φοίνικα Λαππαίων στο νότο. Για τη σημερινή θέση του αρχαίου λιμανιού του Φοίνικα, υπάρχει διαμάχη σε επίπεδο μελετητών. Κάποιοι το τοποθετούν στην περιοχή του Πλακιά, ενώ άλλοι στην περιοχή του Λουτρού Σφακίων. Πάντως τα στοιχεία που παρέθεσε η κυρία Γαβριλάκη συγκλίνουν στη δεύτερη εκδοχή. Στην περίπτωση αυτή, τότε στην ευρύτερη περιοχή Σελλιών-Πλακιά τοποθετούνται οι αρχαίες πόλεις Λάμωνος και Απολλωνίας, οι οποίες αποτελούσαν μαζί με το Φοίνικα σημαντικά προπύργια των Λαππαίων στο νότο.
Μέσω του ρωμαϊκού οδικού δικτύου που συνέδεε τη Λάππα με τη Ρεθεμνιώτικη ενδοχώρα αλλά και την πρωτεύουσα Γόρτυνα συνδεόταν εξίσου και «Οι σημαντικές πόλεις Κυδωνία και Άπτερα στη δυτική Κρήτη που δεν μπορούσαν λόγω των γεωγραφικών του θέσεων να έχουν εύκολη πρόσβαση προς τις νότιες ακτές και τη Γόρτυνα. Οι επιγραφικές μαρτυρίες που κατά καιρούς έχουν εντοπιστεί στη Λάππα επιβεβαιώνουν το ρόλο της στο πολιτικό τοπίο της Κρήτης και τη κομβική σημασία της για το ρωμαϊκό οδικό δίκτυο». Η οικονομική και εμπορική δραστηριότητα της πόλης αποδεικνύεται από ανασκαφικά ευρήματα όπως αγγεία και αμφορείς από την Κόρινθο, την Κω, τη Ρόδο, τη Χίο, τη Θάσο που ήρθαν στο νησί, ή από τους κρητικούς αμφορείς έχουν βρεθεί στην Ερέτρια, τη Ρόδο, ή την Αίγυπτο. Τέλος από τη μελέτη της ρωμαϊκής κεραμικής του 1ου αιώνα βεβαιώνονται επίσης σχέσεις με τη Δύση και διάφορες περιοχές της Ιταλίας και της Γαλλίας.
Αφού παρέθεσε τις επίσημες καταγραφές μνημείων της ευρύτερης περιοχής που ήταν γνωστά από τη βιβλιογραφία και παραδόσεις ή εντοπίστηκαν και αποτυπώθηκαν αργότερα, η κυρία Γαβριλάκη στάθηκε στις προσπάθειες ανάδειξης αυτών των ευρημάτων όπως τον ορισμό ζωνών προστασίας, διαδρομών των επισκεπτών, ή το μονοπάτι Ε4, το οποίο περνά από την περιοχή των Πέντε Παρθένων. Κάνοντας μια σύντομη αναφορά στη σημασία της συνεργασίας των κατοίκων του τόπου, πέρα από ιδιοτελή συμφέροντα, με τις αρχαιολογικές υπηρεσίες για την ανάδειξη και διατήρηση της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, η εισηγήτρια έκλεισε την ομιλία της αφιερώνοντάς την στους τεχνίτες των ανασκαφών της Αργυρούπολης.