Τα τελευταία κυρίως χρόνια παρατηρείται μια τάση αναγνώρισης και αναβίωσης της λεγόμενης «παράδοσης» που αφορά τη μουσική, το τραγούδι και τους χορούς των προγόνων μας!
Εκ πρώτης όψεως αυτό το φαινόμενο φαίνεται καλό, αφού συμβάλλει στη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας του λαού μας! Όμως αν εξετάσουμε το θέμα αυτό βαθύτερα, θα καταλήξουμε και σε κάποιες θλιβερές διαπιστώσεις. Η πρώτη και κύρια διαπίστωση αφορά την οικονομική προπάντων εκμετάλλευση του λαϊκού μας πολιτισμού, κατά την οποίαν παράγεται ένα προϊόν ξένο προς τα κρητικά ιδεώδη!
Η εκμετάλλευση αυτή προέρχεται από μερίδα «επιτηδείων», που κόπτονται ότι επιτελούν σπουδαίο έργο, αναμασώντας τη χιλιοειπωμένη λέξη «παράδοση» σε κάθε ευκαιρία, αδιαφορώντας για την πραγματική σημασία της. Οι επιτήδειοι αυτοί μπορεί να είναι ραδιοφωνικοί ή τηλεοπτικοί παραγωγοί, εταιρίες παραγωγής δίσκων (CD), δάσκαλοι παραδοσιακών χορών, καλλιτέχνες της κρητικής μουσικής κλπ.
Σήμερα θα επικεντρωθώ σ’ ένα θέμα που έχει προβληματίσει και κουράσει αφάνταστα τον κόσμο της Κρήτης, που απλώς το συζητεί αγανακτισμένος, αλλά ως συνήθως δεν προτείνει ούτε διεκδικεί ουδεμία λύση! Σε κάθε είδους κρητικό γλέντι αρκετοί οργανοπαίκτες αντιμετωπίζουν τους ακροατές τους σαν ένα κοπάδι προβάτων! Γαλουχημένοι από μια απαράδεκτη νοοτροπία που αφορά τη λεγόμενη «κρητική λεβεντιά» δυναμιτίζουν τη συνέχιση των «άσκοπων» πυροβολισμών ή σε κάποιες περιπτώσεις και τον παράλογο ανταγωνισμό της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών με τις κούπες, καθώς και την ενασχόληση με «επαναστατικές» δραστηριότητες (βλ. το διασκευασμένο τραγούδι 40 παλληκάρια από τη Λειβαδιά κλπ.).
Αυτό που κυρίως κουράζει υπερβολικά και εξοργίζει το εκάστοτε ακροατήριό τους είναι το μέγεθος των εντάσεων των ήχων τους, καθώς και οι μονότονες επιλογές τους. Ουδέποτε κατεβαίνουν στη θέση του ακροατή, για να «δουν» πώς ακούγονται! Αν δε κάποιος τους ζητήσει ευγενικά να χαμηλώσουν την ένταση, τον αγνοούν υπεροπτικά! Σε χορό πολιτιστικού συλλόγου που έπαιζε ο Βασίλης Σκουλάς, κάποιος ζήτησε να χαμηλώσουν την ένταση που ενοχλούσε. Στο διάλειμμα ο νοήμων καλλιτέχνης ζήτησε συγγνώμη που δεν είχε καταλάβει το πρόβλημα, για να το διορθώσει από μόνος του. Αν όλα τα παραπάνω δηλώνουν την κρητική λεβεντιά, εγώ παύω να είμαι υπερήφανη για την καταγωγή μου!
Ας έρθουμε τώρα στο 2ο θέμα του παρόντος κειμένου. Παρόμοια αφόρητη κατάσταση παρατηρείται και στις κάθε λογής καφετέριες που παίζουν μουσικές εντελώς «αδόκιμες» για τους συγκεκριμένους χώρους σε τρομερές εντάσεις. Στην Ελλάδα με την τεράστια μουσική παραγωγή αμέτρητου είδους και πλήθους ποιοτικών δημιουργιών, γιατί παρατηρείται αυτό το θλιβερό φαινόμενο;
Ο Έλληνας ή ξένος, περαστικός ή θαμώνας της καφετέριας, τι περιμένει ν’ ακούσει στο συγκεκριμένο χώρο; Μια απαίσια, μονότονη, χορευτική μεταμεσονύχτια μουσική κλαμπ ή μια ωραία, κυρίως ελληνική ή ξένη σε πολύ υποβλητική ποιότητα και ένταση μουσική; Εξάλλου οι περισσότεροι Έλληνες θαμώνες των καφετεριών επισκέπτονται αυτούς τους χώρους, για ν’ απολαύσουν τον καφέ ή το ποτό τους συζητώντας. Αντί γι’ αυτό, τους επιβάλλουν ν’ ακούνε το αποκρουστικό ντουκ ντουκ ντουκ σε ανυπόφορη ένταση που μόνο μουσική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί!
Η χρόνια έκθεση των αυτιών μας σε τέτοιες εντάσεις δεν προκαλεί προβλήματα μόνο στην ακουστική μας ικανότητα αλλά και στο νευρικό προπάντων σύστημα!!! Ό,τι μπορεί να προσφέρει η ευγενέστερη των τεχνών, εμείς το αγνοούμε ή το παραποιούμε! Το αρχαίο ρητό «ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ» ουδεμία εφαρμογή συναντά στη χώρα που το γέννησε! Σ’ αυτούς τους καιρούς που η ανάγκη για διασκέδαση, επικοινωνία και ενδυνάμωση είναι τόσο αναγκαία, ακόμη και στους χώρους των κοινωνικών εκδηλώσεων ή συναντήσεων, βαλλόμεθα από απαράδεκτες τακτικές που καθιστούν τη ζωή μας δυσκολότερη!
* Η Ευαγγελία Αγγελάκη-Βάμβουκα, είναι δασκάλα-Ρέθυμνο