Τον σπουδαίο Κρητικό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο θα αναγορεύσουν το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος, την Τετάρτη 1 Απριλίου, και ώρα 18:30, στο αμφιθέατρο Δ3, στην Πανεπιστημιούπολη Ρεθύμνου.
Η αναγόρευση του τιμωμένου θα γίνει από τον αναπληρωτή πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης καθηγητή Βασίλειο Καρδάση.
Βιογραφικό του Νίκου Κούνδουρου
Ο Νίκος Κούνδουρος, γεννήθηκε στην Αθήνα, αν και όλοι νομίζουν πως έχει γεννηθεί στην Κρήτη. Οι γονείς του, από ατελείωτες γενιές Κρητικών, δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί Αθηναίος. Τον πήραν τυλιγμένο μέσα σε μια πάνα, τον πήγαν στην Κρήτη και έτσι είναι γραμμένος στα δημοτολόγια του Δήμου του Αγίου Νικολάου το 1926. Έτσι σφραγίστηκε η παρουσία του σε αυτόν τον κόσμο με ένα πλαστογραφημένο πιστοποιητικό Κρητικού.
Μεγάλωσε στην Αθήνα μέσα σε μία φαμίλια κυνηγημένη από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Από τις πιο παλιές αναμνήσεις του εκείνη την περίοδο, είναι το σπίτι τους κυκλωμένο από χωροφύλακες, ο πατέρας του εξόριστος, η μάνα του με τα τρία παιδιά της και η αγωνία όλων τους για τη μοίρα του πατέρα.
Δεκαέξι χρονών εντάχτηκε στις τάξεις του ΕΑΜ. Πολέμησε, τραυματίστηκε έχοντας τρεις σφαίρες στο κορμί του από το φοβερό Δεκέμβρη του ’44, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε δύο φορές σε εξορία. Ένα άγριο περιστατικό της νεανικής του ηλικίας, μια πράξη εξέγερσης θα σημαδέψει την μετέπειτα ζωή του. Το περιστατικό αυτό ήταν η αρχή μιας περιπέτειας που θα τελειώσει τέσσερα χρόνια αργότερα με ένα «απολυτήριο» από τη Μακρόνησο στο χέρι.
Στη Μακρόνησο ο Κούνδουρος μαθαίνει το θέατρο και εκεί του πρωτοδημιουργήθηκε η ιδέα του κινηματογράφου. Έτσι, όταν το 1952 τελειώνει αυτή η περιπέτεια και μπαίνει η Ελλάδα σε περίοδο ύφεσης, ο Κούνδουρος παίρνει το δίπλωμα του από τη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου στο μεταξύ και σποραδικά κατάφερε να συμπληρώσει πέντε χρόνια σπουδών και αντί για αρχιτέκτονας βγαίνει με ένα δίπλωμα ζωγράφου και γλύπτη στα χέρια του. Τότε αποφασίζει να ανταλλάξει τα σιωπηλά εργαλεία του ζωγράφου με τις εικόνες και τα μεγάφωνα του κινηματογράφου.
Έτσι λοιπόν αυθαίρετα, με ένα αστείρευτο πείσμα και με τη βοήθεια μερικών φίλων, του Μάνου Χατζιδάκι, της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, του Αλέξη Διαμαντόπουλου, στήνεται η πρώτη ταινία η Μαγική Πόλις. Το 1954 ο Κούνδουρος βρίσκεται στο φεστιβάλ στην Βενετία με την πρώτη του ταινία να εκπροσωπεί επίσημα την Ελλάδα.
Δύο χρόνια μετά τη Μαγική Πόλη, το 1956, η κρατική εξουσία, μα και η Αριστερά, έμελλαν να ανησυχήσουν και πάλι με τη δεύτερη ταινία του Κούνδουρου, μια αλληγορία της ελληνικής κοινωνίας όπως την κληροδότησε στον τόπο η Κατοχή και ο Εμφύλιος πόλεμος. Ο Δράκος είναι η ταινία που φέρνει τον Κούνδουρο στην κορυφή των σκηνοθετών της εποχής του.
Ο Δράκος ήτανε θύμα εκείνου του διογκωμένου εθνικισμού που τύφλωνε τους δεξιούς, καθώς και της προσήλωσης στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό που τύφλωνε τους αριστερούς. Ο Δράκος προπηλακίστηκε, σφυρίχτηκε, κατέβηκε από τις αίθουσες, καταγγέλθηκε από μέρος της κριτικής.
Ο Δράκος προβάλλεται επισήμως στο Φεστιβάλ Βενετίας. Η τιμή που έγινε στο φιλμ του Κούνδουρου είναι πολύ μεγάλη. Είναι η πρώτη ουσιαστική νίκη του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ είναι η πρώτη και για χρόνια μοναδική ταινία που αγοράστηκε από το Μουσείο Κινηματογράφου στο Παρίσι.
Η επόμενη ταινία, σύμφωνα με τον κριτικό κινηματογράφου Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, οι Παράνομοι (1958), μεταφέρει το κοινωνικό νεοελληνικό αδιέξοδο στα φοβερά βράχια των Μετεώρων. Οι παράνομοι του είναι οι εξεγειρόμενοι Έλληνες, μείγμα των παλιών ανταρτών του Εμφυλίου. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι πάλι η βαθμιαία φθορά. Μια βαρβαρική δύναμη ξεπηδάει από τους φοβερούς βράχους και τις σκληρές μορφές κάτω από τον κάθετο ήλιο. Το θέμα είναι βγαλμένο και αυτό μέσα από τη σιωπή που είχε ακολουθήσει τον Εμφύλιο και από τα σκοτάδια της ανελέητης λογοκρισίας.
Η ταινία λογοκρίθηκε και αποσύρθηκε από τους κινηματόγραφους, προβλήθηκε όμως στο Φεστιβάλ του Βερολίνου την ίδια χρονιά και απέσπασε πολύ καλές κριτικές. «Μια ταινία με άγριο μεγαλείο, με σχεδόν βάρβαρο πρωτογονισμό και μαζί ένα τελείως σύγχρονο κινηματογραφικό ύφος. Την τοποθετούμε πάνω από όλα τα έργα που παίχτηκαν στο Φεστιβάλ» (Ραδιοφωνικός Σταθμός Βερολίνου).
Στο Ποτάμι (1960) συναντάμε και πάλι τον «Έλληνα του μεταπολέμου και τον ιδεατό χώρο της ελευθερίας. Πρόκειται για τη μοίρα ανθρώπων παγιδευμένων. Η εμμονή του γύρω από τον παγιδευμένο άνθρωπο δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η προσωπική του περιπέτεια κοντά σε αυτήν πολλών Ελλήνων, που νιώθανε παγιδευμένοι μέσα σε μια μετεμφυλιακή κοινωνία. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την ίδια χρονιά, το Ποτάμι πήρε τα βραβεία σκηνοθεσίας και καλύτερης μουσικής (Μάνος Χατζιδάκις με εκτελεστή στα καλύτερα σημεία της τον Βασίλη Τσιτσάνη).
Στις Μικρές Αφροδίτες (1963), ο δημιουργός αναφέρεται σε ένα αρχαίο ειδύλλιο, μέσα στην πανέμορφη φύση, με τις συγκρούσεις, τον πόθο και τα πάθη των ανθρώπων, σε διαφορετικές ηλικίες. Η ταινία αυτή είχε μεγάλη απήχηση τόσο στα διεθνή φεστιβάλ όσο και στις αίθουσες όλου του κόσμου όπου προβλήθηκε. Κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Στην συνέχεια έκανε την ταινία Οι τέσσερις εποχές που όμως δεν κυκλοφόρησε στο εμπόριο. Τα γυρίσματα της ταινίας έπεσαν την ίδια περίοδο με την επιβολή της δικτατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν η ταινία να ολοκληρωθεί στο εξωτερικό και να προβληθεί στην Γαλλική Ταινιοθήκη το 1971. Εφτά χρόνια αργότερα προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το ίδιο έτος προβλήθηκε και στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Το 1967 ήταν υποψήφια για την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Στο Παρίσι, ο Νίκος Κούνδουρος συνδέεται με τον Κώστα Ζουράρι· μαζί τους και ο Βεργόπουλος, ο Πουλαντζάς, ο Βέλτσος, ο Αξελός, και κυρίαρχος ο Καστοριάδης, όλοι μυαλά ελεύθερα. Το Πανεπιστήμιο τους ένωνε όλους αυτούς και ο μόνος που ήταν απέξω ήτανε ο Κούνδουρος. Έγινε όμως δικός τους, τους αγάπησε και τον αγάπησαν. Ο κοινός πόθος και ο καημός για την ταπεινωμένη πατρίδα έμοιαζε να τους ενώνει. Όμως δεν ήταν μόνοι. Οι φοιτητές από όλα τα πανεπιστήμια της Γαλλίας πηγαινοερχόντουσαν στο Παρίσι και συναντιόντουσαν, συντηρώντας μια ζωντανή πατρίδα. Ήρθε και η Μελίνα Μερκούρη. Το σπίτι της έγινε μια φωλιά για τους Έλληνες και ένας σύνδεσμος για την πατρίδα, καθώς εκεί φτάνανε πρώτα τα νέα και οι άνθρωποι που κατάφερναν να έχουν ένα διαβατήριο. Στο Παρίσι μετέχει σε κάθε κίνηση και σε κάθε εκδήλωση οργανωμένη από τους λογής λογής Έλληνες που είχανε βρει καταφύγιο στη φιλόξενη πρωτεύουσα της Γαλλίας.
Το 1974, με την πτώση της δικτατορίας επιστρέφει στην Αθήνα. Δε ρώτησε κανέναν και χώθηκε στο αεροπλάνο της Μελίνας. Ήταν αυτονόητο πως η παρέα της δημιουργούσε ένα είδος διαβατηρίου. Με το πρώτο αεροπλάνο φορτωμένο με τη λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα πατάει το πόδι του στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Γρήγορα ο Κούνδουρος πήρε μέρος στη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνίας που υποσχόταν μια νέα Ελλάδα. Στους δρόμους και στα μεγάλα γήπεδα ηχούσανε τα τραγούδια του Θεοδωράκη και ζητωκραυγάζανε για την καινούργια Δημοκρατία. Ο στερημένος λαός απαιτούσε Δημοκρατία και Ελευθερία.
Τότε γυρίζει τα Τραγούδια της Φωτιάς. Πρόκειται για την κινηματογράφηση δύο πολύ σημαντικών συναυλιών το 74, αυτής που έγινε στο Στάδιο Καραϊσκάκη με το Μίκη Θεοδωράκη και αυτής που έγινε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με το Γιάννη Μαρκόπουλο, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας (Ιούλιος 1974) καθώς επίσης και άλλες μαζικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς για την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Η ταινία αποτυπώνει με γλαφυρότητα και συνέπεια το κλίμα που επικρατούσε, μετά την πτώση της Χούντας. Κατά τη διάρκεια της ταινίας μιλάει ο αγωνιστής Χρήστος Ρεκλείτης, που έλαβε μέρος στην Αντίσταση εναντίον της δικτατορίας και ο οποίος περιγράφει, όλα τα φριχτά βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθη στα χέρια της Ασφάλειας, κατά τη διάρκεια της επταετίας, κατονομάζοντας στη διήγησή του όλους τους βασανιστές του.
Τον Αύγουστο του 1974 στην Κύπρο, γυρίζει το ντοκιμαντέρ με τον τίτλο Ελληνιστί Κύπρος. Ο Νίκος Κούνδουρος, με μικρή ομάδα τεχνικών και αυτόπτες μάρτυρες, βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον κόσμο, που καταδιωγμένος από τα τουρκικά αεροπλάνα ζητά προστασία στο νότο του νησιού. Ο φακός του Κούνδουρου καταγράφει την πραγματικότητα, ενώ απλοί άνθρωποι καταθέτουν τις μαρτυρίες τους. Η ταινία απεικονίζει τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησαν οι Κύπριοι, μέσα από νεκρούς και καταστροφές. Τις εικόνες της αγωνίας και της καταστροφής, διακόπτουν σε ίσα ρυθμικά διαστήματα, σύντομοι κοφτοί τίτλοι. Αναγράφονται οι χρονολογίες, που σηματοδοτούν την ιστορία και τις περιπέτειες της Κύπρου, όλα τα χρόνια της ζωής της.
Το 1978, γυρίζεται η ταινία 1922, που είναι βασισμένη στο βιβλίο του Ηλία Βενέζη «Το νούμερο 31328». Η ταινία του Νίκου Κούνδουρου αφηγείται τη Μικρασιατική καταστροφή και την μαρτυρική πορεία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που συνελήφθηκαν και οδηγήθηκαν στο θάνατο από τα στρατεύματα του Κεμάλ αλλά και τις ένοπλες ομάδες Μουσουλμάνων. Για λόγους διπλωματικούς και πολιτικούς, η προβολή της ταινίας υπήρξε απαγορευμένη μέχρι το 1982.
Το 1980, βρίσκεται στο ΚΘΒΕ, με πρωτοβουλία του Σπύρου Ευαγγελάτου, να σκηνοθετεί την Όπερα της πεντάρας του Μπέρτλοτ Μπρεχτ.
Στο τέλος του 1980 ο Κούνδουρος βρίσκεται, προς γενική έκπληξη όλων και κόντρα στην επί χρόνια αντιεξουσιαστική του πορεία, επικεφαλής της Διεύθυνσης Κινηματογράφου του υπουργείου Πολιτισμού, κατόπιν πρότασης του τότε υπουργού Πολιτισμού Ανδρέα Ανδριανόπουλου.
Το 1985 ο Κούνδουρος γύρισε το Μπορντέλο, όπου η εποχή της Κρητικής επανάστασης του 1895-1897 δίνει λαβή σε μια ταινία μπαρόκ μελέτης της παρακμής και της έξαρσης και με προεκτάσεις προς τους αρχετυπικούς ερωτικούς μύθους. Η υπόθεση τοποθετείται στην Κρήτη του 1897, σε μια από τις επαναστάσεις των Κρητικών κατά της Τουρκίας, συγκεκριμένα στα Χανιά, όπου η επέμβαση των ξένων δυνάμεων δεν επέτρεψε την ολοκλήρωσή της προκειμένου να διατηρηθεί το ρευστό καθεστώς στο νησί. Η ταινία αυτή παραμένει ως μια από τις πιο εντυπωσιακές και συζητημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Τον Φεβρουάριο του 1986, ο Κούνδουρος βάζει υποψηφιότητα για το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών με το Ενωτικό Ψηφοδέλτιο, εκλέγεται και στη συνέχεια γίνεται πρόεδρος της Εταιρείας.
Επιστροφή στην αρχαία τραγωδία για τον Κούνδουρο με μια τηλεταινία, την Ιφιγένεια εν Ταύροις (1991). Πρόκειται για την ομώνυμη παράσταση που ανέβασε ο Χρήστος Τσάγκας το 1991, στο θέατρο «Κνωσός» και ο Κούνδουρος την κινηματογράφησε και την μετέτρεψε σε τηλεταινία.
Η ταινία Μπάυρον – Μπαλάντα για ένα δαίμονα, που γυρίστηκε το 1992, καταγράφει τις τελευταίες μέρες του κολασμένου ποιητή μέσα στον πυρετό της Επανάστασης και τον ίλιγγο των αδιέξοδων παθών του. Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1992 πήρε τα βραβεία Καλύτερης ταινίας, Α’ αντρικού ρόλου (Μάνος Βακούσης), Β’ Γυναικείου ρόλου (Vera Sotnikova), Φωτογραφίας, Σκηνικών, Ήχου και Μοντάζ.
Το 1993, ο Κούνδουρος εκδίδει στον «Εξάντα», ένα βιβλίο για το φίλο του γλύπτη Μέμο Μακρή, με τίτλο Περιπλάνηση: Ο βίος και η πολιτεία του Μέμου Μακρή. Περιλαμβάνεται η οδύσσεια του κορυφαίου μας γλύπτη που, καταδιωγμένος λόγω της αριστερής του δράσης, κατέφυγε στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Βουδαπέστη, για να αφιερωθεί στη γλυπτική. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση.
Το 1994 σκηνοθετεί έναν θεατρικό δρώμενο την Αντιγόνη στη συνοριακή γραμμή της Ελλάδας με την πρώην Γιουγκοσλαβία που έχει μπει στη φάση του αλληλοσπαραγμού και της διάλυσής της.
Το 1996 στο Ηρώδειο σκηνοθετεί την όπερα του Μίκη Θεοδωράκη Ηλέκτρα.
Επόμενη ταινία Οι Φωτογράφοι, το 1998. Μια ταινία που στις μέρες μας παραμένει επίκαιρη με τα ζητήματα που θίγει (μαζικοί θάνατοι, αυταρχικά καθεστώτα, πλανητάρχες), με ένα διαφορετικό είδος κινηματογράφησης. Η ταινία πήρε το βραβείο καλύτερης φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το 1999, ο Κούνδουρος σκηνοθετεί στην Επίδαυρο, την ιστορία της Αντιγόνης του Σοφοκλή Εγώ η Αντιγόνη. Το 2000, στο Ηρώδειο σκηνοθετεί τον Ερωτόκριτο μαζί με το Γιάννη Μαρκόπουλο και το 2003, τη λυρική όπερα Ο Διγενής Ακρίτας και η βασίλισσα των Αμαζόνων.
Ο Νίκος Κούνδουρος βραβεύτηκε το 1995 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον ταξιάρχη του Φοίνικος.
Στις 14 Φεβρουαρίου, 2005 θα αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών από τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργο Μπαμπινιώτη.
Το 2009, από τις εκδόσεις «Ίκαρος» θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του Ονειρεύτηκα πως πέθανα. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα. «Είναι η ζωή της αφεντιάς μου μέσα από τη ζωή των άλλων» θα πει ο Νίκος Κούνδουρος για το βιβλίο του. Αυτόπτης μάρτυρας τόσων και τόσων χρόνων και ο νους δυσκολεύεται να βάλει τάξη στις μαρτυρίες ενός άνθρωπου χαμένου μέσα στη λευκή μάζα ενός λαού, ενός κόσμου που είναι ο λαός του και ο κόσμος του.
Στις 3 Νοεμβρίου του 2012 γίνονται τα αποκαλυπτήρια του μνημείου η Αρπαγή της Ευρώπης. Πρόκειται για ένα τεράστιο άγαλμα που δεσπόζει στη νέα προβλήτα του λιμανιού του Αγίου Νικολάου, στην Κρήτη. Στον Νίκο Κούνδουρο απονεμήθηκε το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Αγ. Νικολάου για την προσφορά του στον τόπο του και στην τέχνη.
Το γλυπτό αποτελείται από διακόσια πενήντα κομμάτια από ορείχαλκο, συναρμολογημένα με βάση αντίστοιχα καλούπια, σχεδιασμένο από τον ίδιο και φιλοτεχνημένο από τους γλύπτες Νίκο και Παντελή Σωτηριάδη, με την Ευρώπη πάνω στον ερωτευμένο Δία – ταύρο, να κρατά στο αριστερό της χέρι ένα περιστέρι, το σύμβολο της ελευθερίας, και στο δεξί της μία σφαίρα, που συμβολίζει τον κόσμο τον σημερινό.
Στα 86 του χρόνια πια, το 2013 σκηνοθετεί την ταινία Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη. Το πλοίο του τίτλου έρχεται από τον Παναμά και μεταφέρει πολεμικό υλικό στους Ισραηλινούς για να εξοπλιστούν στον αιώνιο πόλεμο εναντίον των Παλαιστινίων. Παράλληλα, στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο, διάφοροι επιτήδειοι μαζεύουν κορίτσια από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και τους υπόσχονται δουλειές για να τις κάνουν τελικά πόρνες, ενώ μια στοά μασόνων, λειτουργεί ως μεσάζοντας ανάμεσα στους Αμερικανούς και στους Ισραηλινούς…
(Σημ.: Η παραπάνω καταγραφή είναι της Μαρίας Καραμητσοπούλου, από προφορική αφήγηση του Νίκου Κούνδουρου, Αθήνα, Μετς, Μάιος 2014).