Είναι καλύτερο να μη μιλάς και να σε θεωρούν ανόητο παρά να μιλάς και να μην αμφιβάλουν γι’ αυτό. Παρακολουθώντας το κοινοβουλευτικό έργο και τις τοποθετήσεις διαφόρων βουλευτών, η παραπάνω φράση σίγουρα μας έχει έρθει πολλές φορές στο νου. Τη βδομάδα που μας πέρασε είχε την τιμητική της με αφορμή την καταψήφιση από την κυβερνητική πλειοψηφία, της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, σχετικά με την ίδρυση ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών, πανεπιστημίων. Θα αφήσουμε ασχολίαστο το γεγονός ότι πολλοί βουλευτές και υπουργοί που καταψήφισαν τη συγκεκριμένη αναθεώρηση έχουν, είτε σπουδάσει, είτε εργαστεί σε ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια στιγμή υπαρξιακής αγωνίας των πολιτικών μας ταγών και δεν είναι καλό να τους ζορίζουμε με ζητήματα ψυχαναλυτικής φύσης τόσο κοντά στις εκλογές!
Θα σταθούμε σε δύο επιχειρήματα κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης, των κκ. Κατρούγκαλου και Γαβρόγλου. Ο κ. Κατρούγκαλος, Υπουργός Εξωτερικών, νομικός με μεγάλη ακαδημαϊκή εμπειρία και ο ίδιος, υπερασπιζόμενος την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, ισχυρίστηκε ότι η άρνηση του κόμματός του είναι, στην πραγματικότητα, μέριμνα ώστε να μην παρατηρηθούν και εδώ φαινόμενα υπερδανεισμού των φοιτητών που παρατηρούμε σε άλλες χώρες και κυρίως στην Αμερική. Έχει δίκιο ο κ. Υπουργός. Σε πολλές χώρες οι φοιτητές τελειώνουν τις σπουδές τους έχοντας φορτωθεί ένα μεγάλο δάνειο. Σε εποχές που οι κοινωνίες δοκιμάζονται οικονομικά, όπως τα χρόνια που ο ίδιος ασχολείται με την πολιτική εκπροσώπηση της χώρας, το πρόβλημα φαίνεται εντονότερο καθώς μειώνονται οι εργασιακές ευκαιρίες που θα βοηθήσουν στην αποπληρωμή των δανείων. Άρα, στο επίκεντρο του προβλήματος δεν είναι τόσο τα ίδια τα δάνεια, αλλά, η εργασιακή απορρόφηση των πτυχιούχων. Στην πατρίδα μας όμως, ο υπερδανεισμός των φοιτητών δεν πρόκειται να συμβεί, ακόμη και αν οι τράπεζες είχαν χρήματα για να δανείσουν, ακόμη και αν τα δημόσια πανεπιστήμια λειτουργούσαν και στα προπτυχιακά τους προγράμματα με δίδακτρα, για έναν απλό λόγο. Η ελληνική οικογένεια, καλώς ή κακώς είναι θέμα άλλης ανάλυσης, θεωρεί τη μόρφωση των τέκνων, ακόμη και των ενήλικων, δικό της καθήκον. Γι’ αυτό ακριβώς χρηματοδοτεί, με το υστέρημά της τις περισσότερες φορές, κάθε είδους φροντιστηριακής εκπαίδευσης για χρόνια πριν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια και φυσικά και για την απόκτηση του ίδιου του πτυχίου!
Ο Υπουργός Παιδείας κ. Γαβρόγλου, ακαδημαϊκός καριέρας και ο ίδιος, επιχειρηματολόγησε κατά της αναθεώρησης του άρθρου 16, αμφισβητώντας την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων, λέγοντας ότι «τους ενδιαφέρουν τα κέρδη και όχι η ποιότητα της εκπαίδευσης». Η δαιμονοποίηση του κέρδους αποτελεί σταθερή «αριστερή» αξία! Περιμένω από τον κ. Υπουργό, με βάση αυτή τη συλλογιστική, να απαγορεύσει τη δυνατότητα παραγωγής ιδιωτικού έργου με αμοιβή, για τους δημόσιους υπαλλήλους. Έτσι θα δώσει την ευκαιρία στους αξιότιμους πανεπιστημιακούς δασκάλους των ελληνικών πανεπιστημίων, να αφοσιωθούν αποκλειστικά στο δημόσιο πανεπιστήμιο που υπηρετούν, χωρίς να δελεάζονται από τις σειρήνες του κέρδους, είτε αυτό προέρχεται από συνεργασίες με ξένα ιδιωτικά πανεπιστήμια, είτε από συμμετοχές σε ευρωπαϊκά και άλλα ερευνητικά έργα, είτε από την παραγωγή συγγραμμάτων. Γιατί να μη νομοθετήσει ο κ. Γαβρόγλου να γίνονται όλα αυτά αφιλοκερδώς ή ακόμη καλύτερα, υπέρ του προϋπολογισμού του υπουργείου του; Δε θα ήταν, αυτό, πιο κοντά στις «αριστερές» αντιλήψεις;
Αφήνοντας πίσω κάθε ειρωνική διάθεση που γεννήθηκε παρακολουθώντας τις τοποθετήσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, η οικονομική ανεξαρτησία είναι η ισχυρότερη μορφή ανεξαρτησίας, είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε σε επίπεδο χώρας. Υπάρχει πλήθος μελετών που δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει πολλαπλώς να ωφεληθεί από διαδικασίες απελευθέρωσης και διεθνοποίησης της εκπαίδευσης. Δυστυχώς, έχουμε την ατυχία να υπερτερεί η υποταγή και η μετριότητα. Η υποκρισία περισσεύει παντού, δείτε τη συνταγματική αλλαγή!
* Η Μαργαρίτα Γερούκη είναι πολιτική υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας στο ΠΟΤΑΜΙ