Όταν ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών απαιτούσε να εφαρμοστούν οι περικοπές στις συντάξεις, προκειμένου «να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος για φοροαπαλλαγές στις επιχειρήσεις», ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Το ευθύ και καθαρό αίτημα «κόψτε τις συντάξεις τους, για να αυξήσουμε τα κέρδη μας» είναι μια πιο ωμή διατύπωση του βασικού συνθήματος της Νέας Δημοκρατίας: «Η κοινωνική πολιτική του Τσίπρα χρηματοδοτείται από την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης». Ενός συνθήματος που έχει μάλλον ιδεολογικό και ηθικό παρά πολιτικό περιεχόμενο.
Πράγματι, φαίνεται ότι αρκετά μεγάλο μέρος του κοινού στο οποίο στοχεύει η Ν.Δ. έχει πειστεί ότι η πολιτική στήριξης των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, που υλοποίησε, από τον Αύγουστο και μετά, η κυβέρνηση Τσίπρα, χρηματοδοτήθηκε από φόρους που επιβλήθηκαν αναίτια και αχρείαστα. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Γενικά, σε συνθήκες σαν τις σημερινές η μεσαία τάξη θεωρεί ότι η κοινωνική πολιτική για τους ευάλωτους γίνεται με δικά της χρήματα. Και αυτό το εκμεταλλεύτηκαν άριστα η Θάτσερ και ο Ρίγκαν, καθώς και οι μεταγενέστεροι μουλάδες του των «ελεύθερων αγορών» και του «λιγότερου κράτους». Από την άλλη, το ερώτημα παραμένει: Σε μια κοινωνία με υψηλά ποσοστά ανεργίας, κοινωνικής επισφάλειας και φτώχειας, κληρονομιά της απίστευτης καταστροφής του 2010 – 2014, είναι αναγκαία τα επιδόματα και η κοινωνική πολιτική; Το γεγονός ότι η Ν.Δ., παρά τις διαμαρτυρίες της, σύρθηκε χωρίς πολλά – πολλά στην ψήφιση των κοινωνικών μέτρων του Τσίπρα, δίνει την απάντηση. Αλλά η διγλωσσία δεν είναι κάτι ξένο για το κόμμα του Κ. Μητσοτάκη. Ειδικά από τη στιγμή που εκτιμά ότι κερδίζει πολιτικά από την μεσαία τάξη σκυλοβρίζοντας τα επιδόματα που ψήφισε και αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο για την κατάργησή τους. Χωρίς, φυσικά, να λέει τι θα γίνει με τους ανθρώπους που θα αφεθούν στην τύχη τους.
Δύο σχέδια για τη μείωση των πλεονασμάτων
Μια ουσιαστική συζήτηση πάνω σε αυτά τα θέματα θα έπρεπε να ξεκινάει από την παραδοχή ότι η μεσαία τάξη όντως υπερφορολογείται. Και δεν είναι η κοινωνική πολιτική για τους αδύναμους που το επιβάλλει, κυρίως, αλλά οι δεσμεύσεις της χώρας για τα πλεονάσματα. Χρειάζεται λοιπόν, άμεσα, σοβαρή ελάφρυνση.
Η ελάφρυνση αυτή μπορεί να προέλθει από μια δίκαιη διαχείριση του οφέλους της ανάπτυξης, όπως έχει δεσμευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο πρόγραμμα της δεύτερης τετραετίας. Σημαντικό όμως είναι να υπάρξει και μία συμφωνία με τους δανειστές για τη μείωση των πλεονασμάτων. Για το ζήτημα αυτό, έχει κατατεθεί, από την ελληνική κυβέρνηση, πρόταση, που θα συζητηθεί στο Eurogroup και που προβλέπει μεταφορά μέρους από το «μαξιλάρι ρευστότητας» σε έναν εγγυητικό λογαριασμό.
Αντίθετα, ο Μητσοτάκης προσφέρει ως αντάλλαγμα για τη μείωση των πλεονασμάτων, την υλοποίηση κάποιων «επιθετικών μεταρρυθμίσεων», τις οποίες προς το παρόν δεν κατονομάζει, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αφορούν το ασφαλιστικό, τις εργασιακές σχέσεις και το κοινωνικό κράτος. Τα δύο σχέδια λοιπόν έχουν μεγάλη διαφορά.
Οριζόντιες ή κλιμακωτές ελαφρύνσεις;
Για ποια ελάφρυνση των μεσαίων στρωμάτων μιλάμε όμως; Η Νέα Δημοκρατία εξαγγέλλει ελαφρύνσεις για τους πάντες, από την κορυφή της επιχειρηματικής ελίτ μέχρι τους νέους επαγγελματίες και τους μικρούς επιχειρηματίες. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδιάζει ελαφρύνσεις κλιμακωτές, που θα είναι μεγαλύτερες όσο πιο αδύναμα είναι τα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων στα οποία στοχεύουν. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε ένα σχέδιο φοροαπαλλαγών και εισφοροαπαλλαγών που θα επιφέρει σοβαρή μείωση στα δημόσια έσοδα και θα προκαλέσει ανάλογο πλήγμα στις δομές του κοινωνικού κράτους. Στη δεύτερη περίπτωση, έχουμε ένα κοστολογημένο πρόγραμμα ελαφρύνσεων, επαρκές για τη στήριξη των μεσαίων στρωμάτων που το χρειάζονται πραγματικά, με διασφαλισμένη όμως τη συνέχεια της κοινωνικής πολιτικής. Έτσι, ώστε να μην αφεθούν οι πιο αδύναμοι στην τύχη τους. «Κοινωνική δικαιοσύνη» ονομάζεται αυτό.
Η εκδοχή της Ν.Δ. ίσως ακούγεται πιο ελκυστική σε κάποιους από τους «μικρούς» και τους «μεσαίους». Γιατί υπάρχουν όντως αυτοί που, υπό την επήρεια της ασύστολης προπαγάνδας σε ΜΜΕ και κοινωνικά δίκτυα, έχουν πειστεί ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς θέλει το κακό τους και το κακό της δουλειάς τους, για να μπορεί να ευνοεί τους αποτυχημένους και τους ξυπόλητους. Προτιμάνε λοιπόν να ακούνε για «30% οριζόντια μείωση του ΕΝΦΙΑ», παρά για «μείωση του ΕΝΦΙΑ 30% μεσοσταθμικά και επέκταση των σχολικών γευμάτων», παρ’ ότι το δεύτερο σχέδιο ενδεχομένως να τους ευνοεί περισσότερο. Χρειάζεται επομένως προσοχή. Και κυρίως χρειάζεται να καταλάβει ο κόσμος ποια είναι η πραγματικότητα του σχεδίου Μητσοτάκη και τι επιπτώσεις θα έχει επάνω τους.
Ενισχύοντας τους ισχυρούς ανταγωνιστές
Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός mall. Η πολιτική που εξαγγέλλει η Ν.Δ. μοιάζει πολύ φιλική για επενδύσεις τέτοιου τύπου, τόσο από φορολογικής, όσο και από εργασιακής αλλά και από χωροταξικής άποψης. Ο εμπορικός κόσμος μιας ολόκληρης πόλης μπορεί σήμερα να πιστεύει ότι η οριζόντια μείωση της φορολογίας (και το κλείσιμο του ματιού στην παραβατικότητα) τον ευνοεί εξίσου με τους ισχυρούς ανταγωνιστές του.
Όταν όμως το mall μπει σε λειτουργία, θα διαπιστώσει πώς λειτουργεί στην πράξη η οριζόντια φορολογική ελάφρυνση, ο μειωμένος ΕΝΦΙΑ και το μειωμένο εργασιακό και ασφαλιστικό κόστος. Γιατί όλα αυτά θα εξασφαλίσουν στο mall ανταγωνιστική δυνατότητα, ικανή να εξουθενώσει την εμπορική κίνηση μιας ολόκληρης πόλης όπως π.χ. ο Πειραιάς ή το Ηράκλειο.
Αυτό δεν ισχύει μόνο για τον εμπορικό κλάδο. Σε όλους τους τομείς της οικονομίας, οι ισχυροί παίκτες θα χρησιμοποιήσουν τη δύναμη που θα τους προσφέρουν οι «οριζόντιες» ελαφρύνσεις για να χτυπήσουν, μέχρις εξάλειψης, τον ανταγωνισμό των πιο αδύναμων. Ας θυμηθούμε αυτό που συνέβη όταν εφαρμόστηκε το αναπτυξιακό μοντέλο Σημίτη. Οι ισχυροί απέκτησαν τη δυνατότητα να μεγαλώνουν και να επεκτείνονται συνεχώς. Η επισφαλής απασχόληση εκτινάχθηκε σε βάρος της αυτοαπασχόλησης και της μικρής επιχειρηματικότητας.
Τα συνοικιακά καταστήματα και γραφεία έκλεισαν για να γίνουν πρακτορεία τηλεφωνικών εταιρειών, στοιχημάτων και τραπεζών. Και παραδοσιακά στρώματα της μεσαίας τάξης, όπως π.χ. οι μηχανικοί ή οι τραπεζικοί υπάλληλοι, μεταβλήθηκαν σε εργαζόμενους του βασικού μισθού.
Χρειάζεται λοιπόν να έχουν ανοιχτά μάτια και καθαρό μυαλό αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους «μεσαία τάξη». Τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονται με τα συμφέροντα των συνομιλητών του Κ. Μητσοτάκη. Ανταγωνιστής τους δεν είναι οι φτωχοί, οι αδύναμοι, ο κόσμος του κατώτατου μισθού, αλλά οι πραγματικά ισχυροί, αυτοί που δεν κατάλαβαν καν την κρίση και τώρα ζητάνε να χειραγωγήσουν την ανάπτυξη.
Γι’ αυτό το αίτημά της μεσαίας τάξης δεν πρέπει να είναι «σταματήστε να βοηθάτε τους αδύναμους» αλλά «φορολογήστε δίκαια». Και αυτό φέρνει τα μεσαία στρώματα πιο κοντά στο σχέδιο και το πρόγραμμα της Αριστεράς παρά στις προθέσεις της Νέας Δημοκρατίας.
* O Άγγελος Τσέκερης είναι δημοσιογράφος