Της Εύας Λαδιά
Σήμερα το ιστορικό μας οδοιπορικό θα ξεστρατίσει από τον καθιερωμένο του προορισμό και θα κάνει μια στάση στον τρόπο που διασκέδαζαν οι Ρεθεμνιώτες, στο διάβα του χρόνου, ανοίγοντας το Τριώδιο.
Γιατί και τότε η ανάγκη για διαφυγή από τα προβλήματα της καθημερινότητας, ήταν πιεστική.
Ιδιαίτερα όταν η Κρήτη πήρε μια ανάσα ξεφεύγοντας από τον Τουρκικό ζυγό.
Οικογενειακά γλέντια
Οι σημερινές συνθήκες γλεντιού, βέβαια, στη διάρκεια της Αποκριάς διαφέρουν από τον παλιό εκείνο τον καιρό, αφού όλα τώρα εστιάζονται γύρω από το Καρναβάλι
Τότε ήταν διαφορετικά. Τα γλέντια ήταν οικογενειακά. Οι άνθρωποι δεν είχαν χρήματα για καλοπέραση, αλλά ήξεραν με απλό μεζέ, να συνοδεύουν το κρασί και να κλέβουν μια του χάρου.
Στα «τζάκια» τώρα οι επιφανείς οικογένειες του τόπου διασκέδαζαν διαφορετικά.
Οι μεγάλοι σύλλογοι, αυτός των «Κυριών» πρώτα και το Λύκειο Ελληνίδων στη συνέχεια, ετοίμαζαν τους μεγάλους χορούς, που ήταν και το μεγάλο κοσμικό γεγονός.
Η είσοδος φυσικά ήταν με …προϋποθέσεις. Από το ένδυμα μέχρι τη συμπεριφορά.
Ο απλός κόσμος πάλι διασκέδαζε φτωχά, μεν, αλλά ίσως πιο ουσιαστικά.
Ας ξεκινήσουμε όμως το επίκαιρο ιστορικό μας οδοιπορικό από τα Περιβόλια για να καταλήξουμε στο Ρέθυμνο.
Απόκριες στα Περιβόλια
Ο καταξιωμένος συγγραφέας μας κ. Αλκιβιάδης Μαυράκης στο βιβλίο του «Περιβόλια Ρεθύμνου-Το συναξάρι ενός τόπου» σημειώνει ότι «…οι Περβολιανοί δεν πήγαιναν πίσω, σε όλες τις εκδηλώσεις της αποκριάτικης χαράς.
Από τη μέρα που άνοιγε το Τριώδιο και κάθε Κυριακή οι συγγενείς μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια του σογιού, έτρωγαν, έπιναν και αναθυμόνταν κι αυτοί τα παλιά.
Τέλος κατέληγαν στο γλέντι με τη βοήθεια των τόσων κι τόσων οργανοπαιχτών και τραγουδιστάδων που είχε η περιοχή…».
Και συμπληρώνουμε από το βιβλίο του αείμνηστου δασκάλου Δημήτρη Ν. Βιβυλάκη «Τα Περιβόλια του Ρεθύμνου στου κύκλου τα γυρίσματα…».
«…Όπως κι αλλού έτσι και στα Περβόλια οι απόκριες έδιναν την αφορμή για ένα ξέσπασμα σε γλέντι, χαρά και τραγούδι. Εξεχνούσαν για λίγο τις σκοτούρες της πολυβασανισμένης ζωής των και ζούσανε λίγες μέρες σαν σε κόσμο άλλο, όπου κυρίαρχος δεν ήτανε κόπος, ο μόχθος, η στέρηση και η μιζέρια, αλλά η ξεγνοιασιά, το γλέντι κι ο επίπλαστος πλούτος και η αφθονία.
Κι ήταν πράγματι κάποια αφθονία, γιατί πολλοί έτρεφαν ένα χοίρο, που τον έσφαζαν την Τσουκνοπέμπτη ή και πρωτύτερα και τον άφηναν για οικογενειακή κατανάλωση και ευωχία.
Εφύλαγαν από το προηγούμενο καλοκαίρι ένα τυρί, πεντέξι οκάδες κι έναν αθότυρο για τις μέρες της Τυρινής. Δεν έλειπε και η ξυνομυζήθρα.
Έτσι στα τραπέζια της αποκριάς, κυριαρχούσαν τα λαζάνια με τυρί, οι μυζηθρόπιτες οι οματές του χοίρου, η τσιλαδιά (πηχτή) και ο βραστός χοίρος.
Γλυκό των ημερών ήταν ο «τσουλαμάς».
Τις μέρες αυτές κανείς δεν έμενε μόνος στο σπίτι με την οικογένειά του.
Στο Ρέθυμνο οι απλοί άνθρωποι βίωναν διαφορετικά τις Απόκριες πάντα σε οικογενειακό περιβάλλον.
Η Περβολιανή καμήλα
Στα Περιβόλια όμως αναβίωνε και το έθιμο της Καμήλας. Και την περίφημη Περβολιανή Καμήλα περιγράφει θαυμάσια ο Γιώργης Καλομενόπουλος με τους παρακάτω στίχους:
Την προσμένουν όλοι
κάθε τέτοια σκόλη
σαν τη σημερνή
Δες την καταφτάνει
και φορεί …φουστάνι…
λινατσοπανί
Να την ξεπροβάλλει
γαϊδουριού κεφάλι
πόδια ανθρωπινά
«Γκελαμά ελ- Γκάλη»
μ’ όρεξη μεγάλη
το σκοπό αρχινά
Κι όλο αστεία κάνει
χαιρετά …δαγκάνει
και σκορπάει κέφι
Ένας …τα μαζεύει
κι άλλος τη χορεύει
παίζοντας το ντέφι
Γέλια, θεέ μου, γέλια
κάνουν τα κοπέλια
που απ’ το πρωί
την ακολουθούνε
που να θυμηθούνε
σπίτι και φαί
Μάνες καρτερούνε
κι όλες βλαστημούνε
βέργες σειούν και ξύλα
Νύχτα πια σιμώνει
δε γυρνούν ακόμη
Αχ! καμήλα σκύλα
Αποφτάνουν βράδυ
τα κοπέλια, ομάδι
μουλωχτά σπουργίτια
Των παιδιών η Μοίρα
ησυχία γύρα
θρήνος …μες στα σπίτια.
Μικρασιάτικα γλέντια
Στα χρονικά του τόπου τα μικρασιάτικα γλέντια αφήνουν εποχή. Μας αφηγείται σχετικά η κ. Βασιλεία Καζαβή που με τις διηγήσεις της θεωρείται η χρονογράφος της ξεριζωμένης γενιάς στο Ρέθυμνο:
«Όταν δεν βρίσκαμε μουζικάντηδες, έδινε ο επιτήδειος ρυθμό με τον ταβά και χορεύαμε…».
Αρχή Τριωδίου, πριν ακόμα ξεκινήσουμε για την εκκλησία και ν’ ακούσουμε το Ευαγγέλιο του Τελώνη και Φαρισαίου, στο τραπέζι είχαν πάρει τη θέση τους επιμελώς σκεπασμένα τα «κουρκουμπίνια». Μικρές μπουκίτσες από αφράτο φύλλο που «κολυμπούσαν» στο σιρόπι. Και στην Εκκλησία -Θεέ μου συχώρα με- ο δαίμονας που προκαλούσε την παιδική μας σκέψη ν’ αμαρτήσει μας έβαζε συνέχεια στο νου πρώτα εκείνο το πιάτο που περίμενε την επιστροφή μας αλλά και το μεγάλο καπέλο του «κουδουνάτου» (αρλεκίνου) στο ψιλικατζίδικο της γωνιάς που μας είχαν τάξει από τα Χριστούγεννα.
Ευωδία ασβέστη
Με την έναρξη του Τριωδίου, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα σπίτια με περισσότερη επιμέλεια. Ευώδιαζαν ασβέστη οι αυλές και τα δωμάτια. Γιατί περίμεναν κόσμο. Κέντρα δεν υπήρχαν για διασκέδαση, αλλά και να υπήρχαν που να βρεθούν τα χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες. Έτσι ήταν συνήθειο οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, πότε εδώ και πότε εκεί.
Ήταν πάντως θέμα φιλότιμου οι πολυφαμελίτες να περιμένουν τους άλλους.
Εμείς για παράδειγμα, μας λέει η κα Βασιλεία, ήμασταν οκτώ νομάτοι. Σε ποιο σπίτι να πάμε χωρίς να παραβαρύνουμε; Έτσι είχαμε συνέχεια καλεσμένους. Μαζί με τα σχετικά της προετοιμασίας ήταν και οι ορμήνιες σε μας τα παιδιά. Δεν έπρεπε να μιλάμε όταν συζητούσαν οι μεγάλοι, να μην είμαστε προπέτες, οι σκανταλιές έπρεπε να ξεχαστούν και βέβαια να καθίσουμε αδιαμαρτύρητα στο δικό μας τραπέζι που μας ετοίμαζαν για να μην ενοχλούμε τους μεγάλους. Ήταν μαζί μας και τα παιδιά των μουσαφιρέων, περνούσαμε καλά.
Από το Σάββατο της Κρέτινης, της βδομάδας δηλαδή που τρώνε κρέας ξέραμε και ποιούς θα περιμέναμε.
Η πόρτα πάντα ανοιχτή
Μέχρι να ετοιμαστεί το κρέας οι γυναίκες σερβίρανε χορταρόπιτες, τυρόπιτες, κεφτεδάκια (που είχαν ετοιμάσει από βραδύς). Εκτός που τους καλεσμένους ήταν αυτονόητο ότι η πόρτα πάντα ανοιχτή περίμενε τον καθένα. Ένα πανηγύρι είχε η γειτονιά στο Μασταμπά που έμενα. Μα φτωχοί, μα πλούσιοι γλεντούσαν όλοι. Και μπορεί όλο το χρόνο να πεινούσες αλλά τέτοιες μέρες έπρεπε να κάνεις και «τα μαλλιά σου φροκαλιά» που λέει ο λόγος για να καλοπεράσει ο καλεσμένος μας. Αν είμαστε τυχεροί και δεν είχαν προλάβει άλλοι, είχαμε και το βιολάτορα ή το σαντουριέρη στο γλέντι. Αλλά ήταν λίγοι. Όποιος προλάβαινε δηλαδή… Αν τώρα μέναμε χωρίς όργανα δεν μας άφηνε η όρεξη. Έπαιρνε ο κάθε πιτήδειος, άντρας ή γυναίκα έναν ταβά (ταψί) έδινε το ρυθμό κι άρχιζε το τραγούδι κι ο χορός.
Και μη φανταστείς ότι τραγουδούσαμε μόνο τα μικρασιάτικα που ξέραμε. Όσο φούντωνε το κέφι πιάναμε και τις μαντινάδες. Και ενώ οι άλλοι γλεντούσαν το μάτι της νοικοκυράς ήταν συνέχεια στο τραπέζι για να μην αδειάσει από μεζέ και κρασί. Αν δεν έφτανε και το κρέας πάλι εύρισκε λύση.
Έβαζε στο τηγάνι ελίτσες, τις έσβηνε με κρασί και να δεις τι ωραίος μεζές γινότανε. Το τραπέζι δεν το σηκώναμε για κανένα λόγο. Μπορεί μόνο να πλέναμε τα άδεια πιάτα για να έχουμε καθαρά όταν έρθουν κι άλλοι και το γλέντι συνεχιζότανε μέχρι αργά το βράδυ…
Κι άρχιζε το παιχνίδι
Όταν κουράζονταν από το χορό, μαζεύανε τα πράγματα στην άκρη, χωρίς να αδειάσει από τα πιάτα το τραπέζι, για να υπάρχει μεζές και κρασί, κι άρχιζαν τα παιχνίδια.
Από τα πιο αγαπημένα παιγνίδια ήτανε η «σαλάτα» κάναμε ένα κύκλο γονατιστοί απάνω στο χαλί. Γιατί πάντα οι απόκριες είναι χειμώνα κι ήταν τα χαλιά στρωμένα. Κάναμε λοιπόν ένα κύκλο και λέγαμε «Εσύ είσαι το μαρούλι, η ντομάτα, ο κάρδαμος, το σκόρδο, η αγκινάρα» ό,τι μπαίνει με δυο λόγια σε μια σαλάτα. Κάποιος μεγάλος έδενε ένα κόμπο σε μία πετσέτα κι έλεγε ο πρώτος καθώς ήτανε έτσι σκυμμένος» Να σηκωθεί το μαρούλι να πέσει ηηηηηηη ηηη ντομάτα». Αλλά το ηηηη αργούσε να το πει και ο άλλος του ‘δινε με την πετσέτα στην πλάτη.
Έπειτα παίζαμε την «Κουρελού». Εκεί να δεις γέλια… Έπρεπε βέβαια να παίζουν εκείνοι που σήκωναν τα πειράγματα. Γιατί τις Απόκριες γινότανε κι ένα καλαμπούρι παραπάνω. Παίζαμε φυσικά και το «Πως το τρίβουν το πιπέρι…». Κάποια στιγμή αποφάσιζαν να το διαλύσουν γιατί το πρωί τους περίμενε δουλειά. Να σας διευκρινίσω ότι αυτά γινότανε την Κυριακή της Κρεοφάγου. Τώρα όσοι θέλανε ντύνονταν και μασκαράδες. Εξαφανίζονταν κάποιοι και μετά γύριζαν μασκαρεμένοι.
Χρόνια παλιά
Το ιστορικό μας οδοιπορικό στις Απόκριες άλλων εποχών θα συνεχιστεί με αφηγήσεις Ρεθεμνιωτών που τις έζησαν.
Και θα ‘χουμε να γράφουμε πολλά μέχρι την Καθαρά Δευτέρα, καθώς η περίοδος της χαράς στο Ρέθυμνο έχει πολλά να καταθέσει, γιατί έγραψε κι αυτή πολλές σελίδες στα χρονικά του τόπου.