Η δεκαετής ύφεση της ελληνικής οικονομίας, πέρα από τη μείωση των εισοδημάτων, την αύξηση της ανεργίας και το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων, οδήγησε σε μία επιταχυνόμενη, σχεδόν βίαιη, κλαδική εξειδίκευση. Η εξειδίκευση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του κλάδου του τουρισμού ως ενός απολύτως δομικού στοιχείου της οικονομίας της χώρας.
Είναι γνωστό ότι για το 2019, ο τουρισμός συνέβαλε (άμεσα και έμμεσα) στο 25% του ΑΕΠ (ΙNSETE Intelligence), ενώ αποτελεί σημαντικό πυλώνα για την απασχόληση, με μισό εκατομμύριο εργαζόμενους από καταλύματα και εστίαση το τρίτο τρίμηνο του 19, («Έρευνα Εργατικού Δυναμικού», ΕΛΣΤΑΤ) και συνολική συνεισφορά 850 χιλιάδες εργαζόμενους («Greece Country Report» WTTC). Επιπρόσθετα, οι διασυνδέσεις του τουρισμού με άλλους, συμπληρωματικούς ως προς αυτόν κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχουν διαμορφώσει τους όρους για την ανάπτυξη ενός ολόκληρου οικοσυστήματος επιχειρηματικότητας γύρω από αυτόν, που αφορά κλάδους όπως τα «Είδη διατροφής, ποτά και προϊόντα καπνού», τα «προϊόντα γεωργίας», οι «υπηρεσίες του λιανικού εμπορίου» αλλά και η «διαχείριση ακίνητης περιουσίας (real estate)» . Ειδικότερα η συμμετοχή του λιανικού εμπορίου στις υπηρεσίες διαμονής και εστίασης ανέρχεται στα 389 εκ. ευρώ (5.6% της ανάλωσης) τεκμηριώνοντας τη σημαντική διασύνδεση των δυο κλάδων. Όμως η διασύνδεση αυτή δεν έχει εκείνα τα γνωρίσματα που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν τη διασύνδεση αυτή οργανική. Περισσότερο αποσπασματική και ευκαιριακή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Ξεκάθαρα, η κρίση που δέχθηκε ο κλάδος του τουρισμού εκτιμάται ότι θα έχει αρνητικές πολλαπλασιαστικές συνέπειες σε αρκετούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Οι αρχικές προβλέψεις του ΣΕΤΕ ήταν για 20-25% των περσινών εισπράξεων, το οποίο τελικά επιβεβαιώνεται προς το χαμηλό όριο, δεδομένων των επιδημιολογικών χαρακτηριστικών που επιδεινώθηκαν νωρίτερα από την αρχική εκτίμηση των ειδικών.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία ως προς τα άμεσα έσοδα, ο τουρισμός φέτος θα κινηθεί στα 3,4 δισ. ευρώ σε σύγκριση με 18,2 δισ. ευρώ το 2019. Και αυτό έχει επίπτωση τόσο στην εθνική οικονομία, όσο και τις τοπικές κοινωνίες. Ο πολλαπλασιαστής του τουρισμού υπολογίζεται πάνω από 2 σε εθνικό επίπεδο, ενώ σε κάποιες περιοχές είναι σημαντικά μεγαλύτερος.
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω, ότι η πανδημία του COVID-19 έπληξε εκείνες τις οικονομίες (όπως φυσικά η Ελληνική) που εδράζονται σε ένα μοντέλο μαζικού τουρισμού, το οποίο έδειξε τα όρια του. Η προσέγγιση αυτών των ορίων επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει το σύνολο των επιχειρήσεων γύρω από τον τουρισμό. Στο επίπεδο αυτό η αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής για την κινητήρια δύναμη της οικονομικής μας ανάπτυξης είναι αναγκαία.
Η περίπτωση της περιφέρειας Κρήτης
Στην περιφέρεια Κρήτης τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το πρώτο εξάμηνο του 2020 είναι απογοητευτικά, πάντοτε σε σύγκριση με τις προσδοκίες που είχαν διαμορφωθεί στην αρχή του έτους. Κατακόρυφη μείωση της τάξης του 85% καταγράφηκε στις διεθνείς αφίξεις στο αεροδρόμιο Χανίων την περίοδο Ιανουάριος-Αύγουστος 2020, έναντι του αντίστοιχου 8μήνου του 2019 (σύμφωνα με την Fraport-Greece), δεδομένα τα οποία περιλαμβάνονται σε επίκαιρη έρευνα από από ερευνητές του ΜΑΙΧ και Πολυτεχνείου Κρήτης. Σύμφωνα με τα στοιχεία, στα Χανιά αφίχθησαν στο 8μηνο μόλις 130 χιλιάδες επιβάτες. Αναφορικά με τις αφίξεις αλλοδαπών τουριστών στο αεροδρόμιο Ηρακλείου και με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας Ηρακλείου, για την περίοδο Ιανουάριος-Αύγουστος 2020, σημειώνονται μόλις 543 χιλ. αφίξεις, καταγράφοντας μία εξίσου τεράστια μείωση της τάξεως του 78% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Τα παραπάνω δεδομένα αναδεικνύουν τις επιπτώσεις στο συνολικότερο οικοσύστημα της επιχειρηματικότητας στο νησί. Για παράδειγμα, στην Κρήτη, ο κλάδος των καταλυμάτων και της εστίασης περιλαμβάνει περίπου 10.500 επιχειρήσεις (18% του συνόλου των επιχειρήσεων) οι οποίες απασχολούν 57.600 άτομα. (28% της απασχόλησης). Αναμφίβολα επομένως η συμπίεση που δέχεται τόσο η επιχειρηματικότητα όσο και η απασχόληση λόγω του τουρισμού θα έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της εγχώριας ζήτησης επηρεάζοντας και τους υπόλοιπους κλάδους της περιφερειακής οικονομίας.
Τα αποθαρρυντικά στοιχεία που παρατίθενται παραπάνω καταδεικνύουν τα όρια της εξάρτησης από το μοντέλο ενός μονοδιάστατου τουριστικού μοντέλου. Τουλάχιστον, έτσι λύθηκε εκ των πραγμάτων, προσωρινά, το δυσκολότερο πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας νησιωτικός προορισμός όπως της Κρήτης, αυτό του υπερκορεσμού. Η βιώσιμη διαχείριση των τουριστικών ροών σε δημοφιλείς προορισμούς είναι αφενός το στοίχημα που συζητάμε εδώ και χρόνια, και ταυτόχρονα, για τη σεζόν του 2020 μπαίναμε με αυτό ως φλέγον ζήτημα. Η φετινή καθίζηση μας δίνει τουλάχιστον χρόνο να πάρουμε στρατηγικές αποφάσεις για το τουριστικό προϊόν και τους επιμέρους προορισμούς στο νησί μας, κάτι που θα ήταν πολύ πιο δύσκολο σε μία «κανονική» τουριστική περίοδο, για ευνόητους λόγους. Είναι μεγάλο στοίχημα για τους εμπλεκόμενους, επαγγελματικούς φορείς και φυσικά την τοπική αυτοδιοίκηση, να εκμεταλλευτούμε αυτή την ευκαιρία, για να βρούμε ένα λειτουργικό και εφαρμόσιμο νόημα του κακοποιημένου όρου «βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη».
H μετατροπή της Ελλάδος σε κορυφαίο τουριστικό προορισμό, ο οποίος θα προσφέρει στον επισκέπτη αυθεντικές γαστρονομικές, πολιτισμικές και φυσιολατρικές εμπειρίες πρέπει να αποτελεί τον άξονα της στρατηγικής για την μεσομακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Η διαμόρφωση όμως ενός νέου μοντέλου βιώσιμου τουρισμού υψηλής προστιθέμενης αξίας, απαιτεί, ειδικά για την περιφέρεια Κρήτης, μια νέα στρατηγική με άξονα τον πολυθεματικό τουρισμό (τουρισμός υγείας, περιηγητικός τουρισμός, θρησκευτικός τουρισμός, αγροτουρισμός κ.λπ.) και την αξιοποίηση του άυλου κεφαλαίου του νησιού. Παράλληλα, τα «βιωματικά ταξίδια» που μπορεί να προσφέρει η Κρήτη (και η χώρα μας γενικότερα) μπορούν να την μετατρέψουν σε πόλο έλξης της Μεσογείου και να την κατατάξουν μεταξύ των κορυφαίων ευρωπαϊκών τουριστικών προορισμών. Αυτό είναι σε θέση να αυξήσει την ανθεκτικότητα του τουριστικού προϊόντος σε εξωγενή shocks, όπως η πανδημία του COVID-19. Στο επίπεδο αυτό η Κρήτη δύναται να αποτελέσει την αιχμή μιας εναλλακτικής στρατηγικής για την τουριστική παραγωγή η οποία θα είναι πλουραλιστική, παραγωγική και διακλαδική. Φυσικά, εδώ η μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα εκ φύσεως μπορεί να παίξει ρόλο καταλύτη σε αυτή την μετατροπή, βελτιώνοντας την post-trip behavior των ταξιδιωτών.
Μια τέτοια στρατηγική θα προσδιορίσει τους όρους ανάπτυξης ενός τουριστικού προϊόντος προσδίδοντας το «πολύφερνο» πλεονέκτημα της διαφοροποίησης. Ο πολυθεματικός τουρισμός είναι αυτό το οποίο θα αναβαθμίσει τη διασύνδεση μεταξύ του τουρισμού, του εγχώριου αγροδιατροφικού τομέα αλλά και της μεταποίησης. Η συνεπαγόμενη αύξηση των διακλαδικών δεσμών θα αυξήσει νομοτελειακά την παραγόμενη προστιθέμενη αξία, θα συμβάλλει στη δημιουργία ποιοτικών θέσεων απασχόλησης, θα αμβλύνει την αστικοποίηση και θα συμβάλει στην μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων.
Πρέπει εν τέλει να κατανοήσουμε ότι ο όρος βιωσιμότητα δεν είναι μία εύηχη λέξη που ακούγεται στα σχετικά πάνελ, αλλά αυτά που περιέχει ως νοηματοδότηση (αυθεντικότητα, σεβασμός στο περιβάλλον, αισθητική) συμπίπτουν με αυτά που θα αναζητά ο μετά covid πελάτης και είναι αυτά που θα διακρίνουν τους επιτυχημένους προορισμούς από τους υπόλοιπους, τους καταδικασμένους σε φθορά.