Η άνευ σχεδίου «αξιοποίηση» ακτών, η αυθαίρετη οικοδομή, η καταπάτηση δημόσιων εκτάσεων δεν έχει σταματήσει ούτε μια στιγμή. Αντίθετα, κατά καιρούς παρουσιάζει έξαρση, αποδεικνύοντας ότι η τεράστια σε μήκος ακτογραμμή της Ελλάδας έχει ακόμα χιλιόμετρα αδόμητα.
Κινούμενος στις Φωκικές ακτές του Κορινθιακού κόλπου ένα Κυριακάτικο πρωινό, εντόπισα μια όχι ιδιαίτερα μεγάλη σε μήκος και σχεδόν άδεια από κόσμο παραλία και θέλησα να απολαύσω το μπάνιο μου σε αυτή.
Καθόλου εύκολη διαδικασία, όπως τελικά αποδείχτηκε. Χρειάστηκε να κάνω δύο φορές αναστροφή επί της οδού, αναζητώντας μπρός – πίσω δίοδο μεταξύ των οικιών και των τουριστικών καταλυμάτων. Φευ! εις μάτην. Την στιγμή που πήρα απογοητευμένος τον δρόμο προς Γαλαξίδι, ανακάλυψα το μικρό χωμάτινο δρομάκι, την μοναδική είσοδο – έξοδο προς την παραλία.
Το παραπάνω θα έκανε κάθε πολίτη ευνομούμενης χώρας να αγανακτήσει. Κι όμως, είμαι βέβαιος ότι το μόνο που προκαλεί στους αναγνώστες του παρόντος είναι απορία: «Γιατί μας λέτε κάτι που συμβαίνει κατά κόρον σε όλη την Ελλάδα; Γιατί τονίζετε μια κατάσταση που είναι τόσο κοινή σε βαθμό που να θεωρείται φυσιολογική;»
Η λογική όμως του κοινού καλού έχει μεταναστεύσει προ ετών από τη χώρα. Δυστυχώς. Κυρίαρχη είναι αυτή του ατομικού συμφέροντος με φορέα της τον καταφερτζή, τον πονηρό, τον άνθρωπο των διασυνδέσεων. Τα «κονέ» είναι το μέτρο της κοινωνικής και όχι μόνο καταξίωσης.
Τα πολεοδομικά εκτρώματα που έχουν κατακλείσει την ελληνική ύπαιθρο -νόμιμα, νομιμοφανή ή παράνομα- δεν έπεσαν ξαφνικά από τον ουρανό. Κανείς δεν κοιμήθηκε με μια ελληνική ύπαιθρο -παρθένα για να ξυπνήσει με το τέρας της «αξιοποίησης» να έχει καβαλήσει τον εθνικό μας σβέρκο. Όλα έγιναν σταδιακά και πάντα με μια δύο έτοιμες δικαιολογίες στο στόμα ιθυνόντων τε και ελεγκτών: «αν θέλουμε τουρισμό, έχει κόστος» ή «ο λαός έχει ανάγκη ένα φθηνό εξοχικό, πως θα του το στερήσουμε;».
Χρειάστηκε προσπάθεια και αγώνας, ώστε να υιοθετηθούν από μερίδα του κόσμου αλλά και από κάποιους υπεύθυνους απόψεις περί ελευθερίας της πρόσβασης στις ακτές, περί ανάπτυξης με πρόγραμμα και σχέδιο, περί σεβασμού στο περιβάλλον, τα ευαίσθητα παραθαλάσσια και θαλάσσια οικοσυστήματα, στις διεθνείς συμβάσεις τις οποίες έχει συνυπογράψει και συν-διαμορφώσει η χώρα. Περί ανάγκης εφαρμογής νόμων και διατάξεων.
Σήμερα, στην Μετά την Καταστροφή περίοδο, οι εθνικοί μας τσιμεντάδες, οι μηχανοδηγοί της «ανάπτυξης» που εκτροχίασαν την ταχεία που μας οδηγούσε στις πεδιάδες της αφασίας και του πλασματικού πλούτου, παρουσιάζουν τη νέα θεωρία της ανάπτυξης: ξενοδοχειακά συγκροτήματα ή τουριστικά ακίνητα παντού. Με ανάλογη προσαρμογή του νόμου φυσικά. Προσαρμογή προς το καλύτερο; Το καλύτερο ως έννοια είναι αμφισβητήσιμο. Η προσαρμογή γίνεται με ένα και μόνο στόχο: την διευκόλυνση των επενδύσεων. Αν αυτό περιλαμβάνει την καταστροφή του περιβάλλοντος, ποιος αλήθεια νοιάζεται; Εμείς λεφτά θέλουμε, τις καρέτες-καρέτες ας τις νοιαστούν οι πλούσιοι.
Κοιτώντας τον πυρήνα του συγκεκριμένου σκεπτικού, δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτό που γέμισε με αυθαίρετα και ημινόμιμα άσχημα και ατάκτως ερριμμένα κτίσματα τις παραλίες και τις παράκτιες περιοχές της Ελλάδας: πάντα και τα πάντα γινόταν στο όνομα της ανάπτυξης και της αξιοποίησης.
Είναι γεγονός εμπειρικά τεκμηριωμένο ότι σε εποχές «φτώχειας» οι κάθε είδους ευαισθησίες αμβλύνονται μέχρις εξαφανίσεως και κάποιες απόψεις, δαιμονοποιούνται και διώκονται από την πνευματική ελίτ της εποχής. Οι απόψεις περί ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος ανήκουν στις τελευταίες. Η άρθρωση λόγου που αντιτίθεται σε κάποια «επένδυση» θα δεχτεί άμεσα επίθεση.
Ευθύνη γι’ αυτό έχουν σαφώς οι γραφικές ή βίαιες υπερβολές του λεγόμενου περιβαλλοντικού κινήματος. Το γεγονός όμως πόσο δικαιολογεί την υιοθέτηση από την πολιτεία και μέρος των διαμορφωτών γνώμης, του άλλου άκρου; Πόσο δικαιώνει πρακτικές που βάζουν το λαό αντιμέτωπο με ψευδεπίγραφα διλήμματα επιλογής ανάμεσα σε άσπρο και μαύρο παραγνωρίζοντας δεκάδες αποχρώσεις του γκρι;
Η απορία λοιπόν παραμένει και τίθεται ως βασανιστικό ερώτημα προς κάθε αρμόδιο ή αναρμόδιο, προς κάθε πολίτη που θέλει να λέγεται υπεύθυνος: έχουμε αποφασίσει τι είδους τουριστική ανάπτυξη θέλουμε; Σε ποιο τουριστικό προϊόν θα επικεντρώσουμε την εθνική μας προσπάθεια; Έχουμε αποφασίσει πότε, που και με ποιους όρους θα ευνοήσουμε την κατασκευή τουριστικών υποδομών; Έχουμε φροντίσει να προσαρμόσουμε κατάλληλα την νομοθεσία μας, ώστε αυτή να συμβαδίζει με τις διεθνείς μας υποχρεώσεις και με το σύνταγμά μας;
Tα τείχη όσο ψηλά και γερά κι αν είναι, κάποια στιγμή πέφτουν!
Έχουν περάσει 35 χρόνια, από τις 9 Νοέμβρη του 1989, που το τείχος του αίσχους, όπως το ονόμαζαν, το τείχος...