Πριν λίγες μέρες, την Τετάρτη 13 Μαρτίου, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο ενέκρινε την πρόταση της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, να ανασταλούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Στην έκθεση γίνεται αναφορά στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το κράτος δικαίου στην Τουρκία, ενώ παράλληλα καταδικάζει τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου και των θαλάσσιων υδάτων της Ελλάδας και τονίζει την ανάγκη άρσης του casus belli.
Αυτό είναι η μια πλευρά του νομίσματος που προστίθεται στο μακροχρόνιο σίριαλ της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η άλλη πλευρά είναι, ότι στην πραγματικότητα η ίδια η Τουρκία ελάχιστα ενδιαφέρεται γι’ αυτή την ενταξιακή πορεία. Προτιμά να συντηρεί διαύλους επικοινωνίας, μέσω των οποίων θα διατηρεί τα προνόμια μιας ειδικής σχέσης με την Ε.Ε., χωρίς να υπόκεινται σε υποχρεώσεις κυρίως σε ότι αφορά την εφαρμογή ενός κράτους δικαίου που θα έθετε υπό περιορισμό την παντοδυναμία του σουλτάνου Ερντογάν. Το «μπλόκο» αυτό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταψήφισαν οι Έλληνες ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ και του Ποταμιού, τασσόμενοι κατά της αναστολής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε.
Η κίνηση αυτή των Ελλήνων ευρωβουλευτών εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο μιας στρατηγικής, που έχει χαράξει η ελληνική εξωτερική πολιτική από τη δεκαετία του 1990 πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η στρατηγική αυτή αφορά την πλήρη στήριξη από πλευράς της Ελλάδας, της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θεωρούνταν από την ελληνική διπλωματία, ότι οι διαδικασίες εξευρωπαϊσμού θα «εξημέρωναν το θηρίο» και θα συνέβαλαν αποφασιστικά τόσο στην επίλυση του Κυπριακού, όσο και στις σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα. Αυτή η στρατηγική είχε μια λογική βάση όταν υιοθετήθηκε, στην προσπάθεια μείωσης της έντασης και επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Όμως μια πολιτική κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Έτσι λοιπόν, τα χρόνια πέρασαν και το θηρίο όχι μόνο δεν εξημερώθηκε, αλλά εξαγριώθηκε ακόμη περισσότερο.
Σήμερα λοιπόν, τίθεται το ερώτημα μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρηθεί αυτή η επί δεκαετίες ατελέσφορη στρατηγική. Για τρεις κυρίως λόγους:
Πρώτον, διότι αυτή δεν απέδωσε. Η Τουρκία αντί να εξημερωθεί αποθρασύνθηκε, έγινε πιο επιθετική, προκαλεί, εκφοβίζει, αμφισβητεί την κυριαρχία της Ελλάδος και της Κύπρου, εκβιάζει την Ευρώπη ανοιγοκλείνοντας τη στρόφιγγα του προσφυγικού.
Δεύτερον, με το ζόρι παντρειά δε γίνεται. Είναι οξύμωρο την ώρα που η ίδια η Τουρκία ουσιαστικά δείχνει να μην επιθυμεί την ένταξή της στην Ε.Ε., η Ελλάδα να δείχνει εμμονή υπέρ της ενταξιακής της πορείας.
Τρίτον, μια εθνική στρατηγική πρέπει να χαράσσεται πάνω στα πραγματικά δεδομένα και όχι σε ευσεβείς πόθους. Εδώ υπάρχει ένα δεδομένο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Η διαδικασία ένταξης δεν προχωράει και το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών μεγαλώνει. Υπό αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ίσως ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε σε αναθεώρηση της ακολουθούμενης πολιτικής.
Τις εμμονές σε ατελέσφορες εθνικές στρατηγικές τις έχουμε πληρώσει και στο παρελθόν. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και η ισχύ της στο διεθνές περιβάλλον πηγάζει κυρίως μέσα από τη συμμετοχή της σε διεθνείς και υπερεθνικούς οργανισμούς. Η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν πάσχει από διπλωματικές ικανότητες. Πάσχει από αγκύλωση και έλλειψη ικανότητας ελιγμών και προσαρμογής εντός νέων δεδομένων, δυνατοτήτων και ευκαιριών που παρουσιάζονται. Το χτίσιμο μιας εθνικής στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική με τον εξ ανατολών γείτονα μας, πρέπει να χαραχτεί πάνω στα νέα δεδομένα των τελευταίων ετών, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στις σχέσεις της με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ.
*Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – πολιτικός επιστήμονας