Για χρόνια ασχολούμουν με τη συγκέντρωση, επεξεργασία και ταξινόμηση των τοπωνυμίων της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου (39 χωριά – 8000 περίπου τοπωνύμια). Τα αποτελέσματα των ερευνών μου αυτών δημοσιεύτηκαν το 2011, σε έναν τόμο 660 σελίδων, από το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου, έκδοση «Γραφοτεχνικής» Ρεθύμνου. Ερευνώντας, λοιπόν, αυτόν τον θαυμαστό τοπωνυμικό πλούτο της παραπάνω επαρχίας, αλλά και του νησιού μας γενικότερα, ερεύνησα και τον προβληματικό τύπο της ονομασίας της πόλης μας, όταν αυτή εκφέρεται στη γενική του θηλυκού («Ρεθύμνης»), προκειμένου να εκφράσει το όνομα της πόλης ή, συνηθέστερα, σε παλιότερες εποχές, του νομού. Από την έρευνά μου αυτήν έχω να καταθέσω τα εξής, επιμένοντας στην αποκατάσταση τού όλου ζητήματος, που μονίμως ανακύπτει στα ποικίλα δημοσιεύματα των τοπικών εφημερίδων (ενώ πριν από δέκα χρόνια είχε διαμειφθεί και σειρά όλη επιστολών, γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, από τις στήλες της έγκριτης τοπικής εφημερίδας «Κρητική Επιθεώρηση», χωρίς, πάντως, απ’ ό,τι παρακολουθώ, ουσιαστικά, μέχρι σήμερα, αποτελέσματα).
Σύμφωνα, λοιπόν, με την απόφαση 286/8-2-1919 της Επιτροπείας των Τοπωνυμιών της Ελλάδος, επί του εγγράφου αριθμ. 2190 του Υπουργείου Εσωτερικών, της 4ης Φεβρουαρίου 1919, «η ονομασία τού νομού Ρεθύμνου είναι ορθή, διότι είναι αυτή η της πρωτευούσης αυτού εις ουδέτερον γένος εκφερομένη. Διετηρήθη δ’ εκ παλαιοτάτου χρόνου αύτη, διότι φαίνεται ότι από της αρχαιότητος ουδέποτε έπαυσε οικούμενος ο τόπος εκείνος και φέρων το αυτό όνομα. Ο τύπος του ονόματος της αρχαίας πόλεως, ως ασφαλώς γιγνώσκομεν εκ των νομισμάτων, είναι Ρίθυμνα. Εκ συμφυρμού τού αρχαίου τούτου τύπου και της σημερινής εκφοράς επλάσθη το όνομα της Ρεθύμνης. Όθεν φανερόν είναι ότι προτιμοτέρα η ονομασία τού νομού «Ρεθύμνου», εκτός αν εξ υπερβολικού φιλάρχαιου ζήλου απορρίπτοντες τον σήμερον εν χρήσει τύπον τού ονόματος ηθέλομεν εκλέξη τον αρχαίον.. τότε δ’ όμως δεν έπρεπε να ονομασθή νομός Ρεθύμνης αλλά Ριθύμνης (βλ. Ν. Γ. Πολίτου, Γνωμοδοτήσεις περί μετονομασίας συνοικισμών και κοινοτήτων, Εν Αθήναις 1290, σ. 156).
Η παραπάνω, λοιπόν, απόφαση της Επιτροπείας επί των τοπωνυμιών της Ελλάδας, του 1919, ξεκαθαρίζει σαφώς το θέμα. Προτιμότερη, λέγει, είναι η ονομασία «Ρεθύμνου» και όχι «Ρεθύμνης».
Το τοπωνύμιο, στην περίπτωση αυτή, δεν καταργείται, ούτε και χάνεται. απλά συγκεκριμενοποιείται σε έναν τύπο αντί των δύο με τους οποίους, αστόχαστα, εκφέρεται σήμερα. Δεν είναι, εδώ, η ίδια περίπτωση με την Αρκούδαινα – Αρχοντική ή το Γενί Γκαβέ – Δροσιά, που με τη μετονομασία τους το πρώτο τοπωνύμιο καταδικάζεται, πράγματι, σε αφανισμό μαζί και η ιστορία του. Στη περίπτωση του «Ρεθύμνου» το τοπωνύμιο δεν καταργείται, δεν χάνεται. Αυτό που σημαίνει Ρίθυμνα σημαίνει και το Ρέθυμνα και το Ρεθύμνη και το Ρέθεμνος και το Ρέθυμνο. Απλά, για λόγους πρακτικούς, διαγράφουμε το ανύπαρκτο, σήμερα, λόγιο απολίθωμα «Ρεθύμνης» (που προϋποθέτει ανύπαρκτη ονομαστική «Ρέθυμνα») και -τι πιο λογικό- κρατάμε τον τελευταίο υπαρκτό τύπο- «Ρέθυμνο»- στην αλυσίδα της εξέλιξης του τοπωνυμίου, όπως αυτός φέρεται σήμερα στο στόμα του λαού μας, σε ουδέτερο γένος. Το λόγιο δε απολίθωμα «Ρεθύμνης» το παραδίνουμε στους ειδικούς μελετητές, μαζί με τους άλλους πενήντα, περίπου, τύπους με τους οποίους διασώζεται η ονομασία της πόλης μας μέχρι σήμερα.
Μπορεί, τώρα, ο Γ. Χατζιδάκις πρώτος να υποστήριξε ότι ο τύπος Ρέθυμνο(ν) επεβλήθη από την παραπάνω Επιτροπή τού 1919 και ότι είναι νόθος. Όμως, όπως και να έχει το πράγμα, ο τύπος αυτός επικράτησε απόλυτα στον 20ο αιώνα και αποτελεί, σαφώς, σήμερα, τη μόνη φυσική συνέχεια τού τοπωνυμίου. Επί πλέον, δεν νομίζω ότι απέχει φωνολογικά και μορφολογικά των λοιπών τύπων που διαμορφώθηκαν κατά την εξελικτική πορεία τού τοπωνυμίου από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα -συνεχίζοντας πεισματικά να διατηρεί τους χαρακτηριστικούς σημασιολογικούς φθόγγους [ε] και [υ]- [Ρίθυμνα, Ρέθυμνα, Ρεθύμνη, Ρέθεμνος, Ρέθυμνο(ν)]. Και, ακόμα, οφθαλμοφανώς, αποτελεί φυσική συνέχεια του προτελευταίου εξ αυτών («Ρέθεμνος»), που ήταν σε ευρεία χρήση ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα της Κρήτης, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας: «Εμένα λέσι Χάνδακα και Ρέθεμνος εσένα» (Μ. Τ. Μπουνιαλή, Κρητικός Πόλεμος, έκδ. Αγαθ. Ξηρουχάκη, Τεργέστη 1908, 582).
Με την καθιέρωση αυτήν αποφεύγεται, ασφαλώς, η ταλαιπωρία, η σύγχυση, η ασάφεια και η απορία, στην οποία οδηγεί η παράλληλη χρήση και των δύο τύπων τού ονόματος. Θυμάμαι φίλους μου, μορφωμένα παιδιά -μη Ρεθεμνιώτες, πάντως- κατά τα φοιτητικά μου χρόνια στην Αθήνα, αλλά και κατά τα στρατιωτικά μου στη μακρινή Φλώρινα, που μου ονόμαζαν την πόλη μας άλλοτε Ρέθυμνα και άλλοτε Ρέθυμνο, στο θηλυκό γένος (η… Ρέθυμνος). «Κώστα, πήγες στη Ρέθυμνο;», μου είχε πει κάποια φορά ένας συμφοιτητής μου, επηρεασμένος, φυσικά, από τη γενική Ρεθύμνης με την οποία έβλεπε στους τότε χάρτες να εκφέρεται ο νομός μας- κλίνοντας, και πάλι, λάθος το ουσιαστικό. Τόση σύγχυση και αμηχανία δημιουργεί αυτή η γενική Ρεθύμνης και, μάλιστα, στους αγνοούντες την ιστορία του ονόματος. Και άντε εγώ να του εξηγώ το φαινόμενο αυτό της διπλοτυπίας στο όνομα της πόλης μου [το Ρέθυμνο (η πόλη)- της Ρεθύμνης, χωρίς ονομαστική, (ο νομός)]!
Αυτό το ίδιο, ασφαλώς, πρέπει να ισχύσει και σε άλλες περιπτώσεις ελληνικών πόλεων και χωριών, που παρατηρούνται δύο τύποι στην εκφορά της ονομασίας τους (συνήθως λόγιος, παράλληλα προς τον λαϊκό). Να λέμε, δηλαδή, «Ακαδημία της Αθήνας» ή «Πανεπιστήμιο της Αθήνας», αντί «Ακαδημία Αθηνών» ή «Πανεπιστήμιο Αθηνών».
Κάνω τις προτάσεις μου αυτές, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι καμιά πολιτική βούληση και καμιά διδασκαλία δεν μπορούν, δυστυχώς- όπως τόνισα, εξάλλου, από την πρώτη παράγραφο τού άρθρου μου αυτού- εύκολα να επιβάλλουν αυτά τα πράγματα στον λαό, ο οποίος παραμένει στερρά προσηλωμένος στα παραδεδομένα, χωρίς να εξετάζει το αστόχαστο αυτών.