Στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μας, εκεί που φυλάμε μεταξύ άλλων τα οικογενειακά λευκώματα και ενθυμήματα, διατηρούμε και ένα χειροποίητο αναγνωστικό των παιδιών μας. Ήταν μια ιδέα της γυναίκας μου, όταν το πρώτο μας παιδί άρχισε να προσεγγίζει την σχολική ηλικία, το έτος 1994. Ήταν τότε που η φίλη μας βιβλιοδέτης Μαρία μας έφτιαξε ένα από τα πιο «γλυκά» λευκώματα που έχουν βγει από τα χέρια της, με σκοπό τα παιδιά μας να εισαχθούν μέσα απ’ αυτό στον κόσμο του γραπτού λόγου. Η γυναίκα μου με το γιο μου κατασκεύασαν υπομονετικά από γυαλόχαρτο τα 24 γράμματα της αλφαβήτου, αρκετά ευμεγέθη, ώστε ο Κωστής, και αργότερα η Νεφέλη, να μπορούν να τα εξερευνούν με την αφή και να τα εντυπώνονται. Πάνω και δίπλα σε κάθε γράμμα κόλλησαν φωτογραφίες, ώστε να συνδυάσουν τους ήχους των γραμμάτων της αλφαβήτου με τους αρχικούς των ονομάτων των φίλων – δικών μας και των παιδιών μας.
Δεν χρειάζεται να ξαναγράψω ότι τη θέση του ιώτα, σ’ αυτό το λεύκωμα-αλφαβητάρι καρδιάς, την είχε καταλάβει δικαιωματικά ο Ιδομενέας Σταυρουλάκης. Κι ακόμη ότι το έψιλον κατέλαβε η οικογενειακή φίλη Έρικα, από τη Γερμανία. Έτσι, σκέτη, χωρίς το επώνυμο Lukovits. Άλλωστε τα παιδιά μας όταν ήταν μικρά τη φώναζαν συχνότερα Νάιν (nein), εξαιτίας των κραυγών της, όταν επιχειρούσαν να κάνουν κάτι επικίνδυνο, πράγμα όχι και τόσο σπάνιο. Ήταν η εποχή που στις παιδαγωγικές μας αντιλήψεις κυριαρχούσε το Summerhill, το «Σχολείο του λαού» όπως αποκαλούνταν του Alexander Neill, και τα «Θρανία της Άνοιξης» του Mario Londi και η Έρικα ήταν εκείνη που προσπαθούσε να μας πείσει ότι τα παιδιά χρειάζονται όρια στην ανατροφή τους, άποψη που ενστερνιστήκαμε πολύ αργότερα, αλλά δυστυχώς εκ της πείρας μας και όχι εκ των συμβουλών της, που θεωρούσαμε πολύ «γερμανικές»…
Την είχαμε γνωρίσει το 1984 στο σπίτι της μεταφράστριας στα γερμανικά του βιβλίου μας για το Ρέθυμνο Μαργαρίτας Μπάουερ και ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Εκείνη την περίοδο στις εκτεταμένες καλοκαιρινές διακοπές της περνούσε δύο φορές την εβδομάδα με ομάδες επισκεπτών το φαράγγι της Σαμαριάς και μία το φαράγγι της Ίμπρου, μιας και δε βρίσκονταν ντόπιοι ξεναγοί να αναλάβουν τέτοιες «ξεθεωτικές» εκδρομές. Αργότερα που τη γνωρίσαμε καλύτερα, μάθαμε ότι ο πατέρας της είχε σκοτωθεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Ανατολικό Μέτωπο και ότι η ίδια, μοναχοκόρη, με τη μητέρα της έφυγαν πρόσφυγες από το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, που αργότερα προσφέρθηκε στην Πολωνία, προς το δυτικό, μπροστά στα προελαύνοντα ρωσικά στρατεύματα, προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα. Στη ρημαγμένη μεταπολεμική Γερμανία για να μεταβεί από το χωριό που εγκαταστάθηκαν στο πλησιέστερο γυμνάσιο χρειαζόταν να διασχίζει τον χειμώνα με τα σκι μια απόσταση αρκετών χιλιομέτρων, μαζί με τους συμμαθητές της, για να φτάσουν στο σιδηροδρομικό σταθμό και να ακολουθήσει στη συνέχεια μια διαδρομή δεκάδων χιλιομέτρων μέχρι να προσεγγίσουν την πλησιέστερη πόλη και το σχολείο της. Και το απόγευμα το αντίστροφο…
Η Έρικα έτυχε εκτεταμένης παιδείας, την οποία απέκτησε περισσότερο από αυτομόρφωση και λιγότερο από τις σπουδές της. Μέχρι και το τέλος της, πριν από λίγες μέρες, διάβαζε πλήθος βιβλίων ανά έτος, ιδιαίτερα από τότε που οι φίλοι της έκαναν δώρο ένα tablet και ο Κωστής της κατέβαζε σ’ αυτό κατά καιρούς δεκάδες δωρεάν βιβλίων. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί ήταν σχεδόν τυφλή, οπότε στο tablet είχε τη δυνατότητα να μεγαλώνει κατά βούληση το μέγεθος των γραμμάτων, αλλά και επειδή ήταν παράλληλα και «φτωχή», ως προς τα υπάρχοντά της. Αδυνατούσε να αγοράσει βιβλία και το αγαπημένο της National Geographic, ζώντας αποκλειστικά με τη minimum γερμανική σύνταξη, γεγονός που της επέτρεπε να καταναλώνει, μετά την αφαίρεση των παγίων εξόδων της, ελάχιστα ευρώ για τη διατροφή της. Κι όμως ποτέ δεν το έδειχνε, αντίθετα φαινόταν να περνά ως άρχοντας, απολαμβάνοντας το κρασάκι και την τσικουδιά της όταν μπορούσε και φορώντας εξαιρετικής αισθητικής ρούχα, που όμως προέρχονταν από δεύτερο χέρι, από φίλες που της τα χάριζαν.
Γνωρίζουμε ακόμη ότι είχε συνδέσει τη ζωή της, με έναν γνωστό αρχιτέκτονα στη Νέα Υόρκη, τον οποίο και εκτιμούσε βαθύτατα. Κι όμως, είχε αναγκαστεί να τον αφήσει, μη μπορώντας να αντέξει το κλίμα και τους ρυθμούς ζωής της πόλης, παρότι εκεί συναναστρεφόταν με εκλεκτούς ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης, όπως ο Willem de Kooning. Την περίοδο εκείνη ήταν που είχε κάνει με τον σύζυγό της μια κρουαζιέρα με ιστιοπλοϊκό σκάφος στα νησιά του Αιγαίου. Από τότε ερωτεύτηκε την Ελλάδα και την επέλεξε ως δεύτερη πατρίδα της. Στις διακοπές της ερχόταν πάντα σ’ αυτήν, έχοντας με τα χρόνια αποκτήσει μια χορεία εκλεκτών Ελλήνων φίλων, όπως ο σκηνοθέτης και δάσκαλος υποκριτικής Διαγόρας Χρονόπουλος.
Σταμάτησε τα ταξίδια της στην Ελλάδα το 1967. Γιατί ή Έρικα είχε και αυτό το χαρακτηριστικό, την έντονη και εις βάθος πολιτικοποίηση, την οποία εξέφραζε και έμπρακτα. Ας μου επιτραπεί εδώ να αναφέρω ένα γεγονός. Δεν έβλεπε ποτέ στη ζωή της τηλεόραση, επειδή θεωρούσε ότι μ’ αυτήν θα χαράμιζε τον χρόνο της, ενώ αντίθετα απολάμβανε το ραδιόφωνο, από το οποίο και είχε μάθει εξαιρετικά ελληνικά. Τηλεόραση είδε δύο ουσιαστικά φορές, το 1969 με την προσελήνωση της ΝΑΣΑ και πριν από ενάμιση χρόνο, όταν ήρθε στο σπίτι μας και ζήτησε την άδεια να παρακολουθήσει την ορκωμοσία και την εναρκτήρια στη συνέχεια ομιλία του νέου προέδρου των ΗΠΑ Donald Trump, την εκλογή του οποίου αντιστοιχούσε με έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Ας ελπίσουμε σ’ αυτή την περίπτωση να έπεσε έξω…
Μετά τη δικτατορία ξανάρχισε να έρχεται διακοπές, στην Κρήτη πια, τη φύση της οποίας και τους ανθρώπους της ερωτεύτηκε δια βίου. Συνήθιζε να μένει στη Πίσω Γιαλιά, στη Μύρθιο και αργότερα στο Ροδάκινο, απολαμβάνοντας κυριολεκτικά τις θάλασσες του έρημου τότε Δαμνονιού και του Πολύριζου και του αραιοκατοικημένου Πλακιά. Αγάπησε τους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου, τονίζοντας ότι εκείνο που την προσέλκυσε καταρχήν σ’ αυτούς ήταν η ικανότητά τους να συγχωρούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση την εθνικότητά της, παρότι οι ομοεθνείς της είχαν διαπράξει εγκλήματα εις βάρος του τόπου. Κι ακόμη η χωρίς ανταλλάγματα και όρους φιλοξενία τους, παρότι η ίδια φρόντιζε πάντα να τους κρατάει όταν ερχόταν στην Ελλάδα ως δώρα ό,τι έκρινε τους ήταν απαραίτητο, όπως φάρμακα για τους ίδιους και για τα ζώα τους. Και σ’ εμάς τους εκπαιδευτικούς, κράταγε πάντα από ένα θαυματουργό σιρόπι Mallebrin, προκειμένου με γαργάρες να προστατεύσουμε τη φωνή μας.
Αγάπησε με πάθος και τα κρητικά βουνά. Ήταν πολλές οι πεζοπορίες της σ’ αυτά και στα φαράγγια τους, με τον Λεωνίδα Χατζηδάκη, με τον Βαγγέλη Κιαγιαδάκη, μ’ εμάς και με Γερμανούς φίλους της. Ανέβηκε πολλές φορές στον Ψηλορείτη, από τις Κουρούτες, τον Φουρφουρά, τη Βισταγή και τη Νίδα και οδήγησε εκεί πολλούς φίλους της. Αγάπησε και τις Μαδάρες και ιδιαίτερα την περιοχή της Ανώπολης-Αράδενας-Άη Γιάννη, στην οποία και μπόρεσα να της προσφέρω την ευχαρίστηση ενός γεύματος στη φύση, πριν από τρία χρόνια, όταν υπηρετούσα ως Σχολικός Σύμβουλος στα Χανιά. Μίλησε στα παιδιά του εκεί σχολείου, και με το κύρος που της έδινε στα μάτια τους η εθνικότητά της, προσπάθησε να τους μεταδώσει την αγάπη της για την φύση του τόπου τους και την ανάγκη σεβασμού της.
Παρόλη τη φτώχια της δεν έπαυε να δίνει το παράδειγμα του εθελοντισμού. Ήταν από τα πρώτα μέλη του Φιλοζωικού Συλλόγου Ρεθύμνου, στα παζάρια του οποίου κατείχε πάντα έναν πάγκο, προσπαθώντας να συντελέσει στην αύξηση των εσόδων του και στην παρεπόμενη αυξημένη περίθαλψη των αθρόων στο Ρέθυμνο αδέσποτων ζώων. Κι ακόμα ήταν η πρώτη εθελοντής αιμοδότης που γνώρισα στη ζωή μου, πριν από τρεισήμισι δεκαετίες, την εποχή που στο τότε νοσοκομείο μας οι νοσοκόμες δεν μπορούσε να καταλάβουν για ποιο λόγο προσέφερε το αίμα της, εφόσον δεν είχε κανένα συγγενή να του το χαρίσει για να εγχειριστεί. Και προς τιμήν τους, το νοσηλευτικό και ιατρικό σώμα, τόσο του Ρεθύμνου όσο και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου, της παρείχαν τους τελευταίους μήνες εξαιρετικές υπηρεσίες και περιποίηση, ελάχιστη παρηγοριά μέσα στους εξαιρετικούς πόνους που υπέστη πριν παραδώσει το πνεύμα.
Μάθαμε πολλά απ’ αυτήν, η οικογένειά μου και όλοι οι φίλοι της στο Ρέθυμνο, στο Ατσιπόπουλο, στον Εμπρόσνερο, στο Ροδάκινο, στη Λαγκά, στην Ίμπρο αλλά και στη Γερμανία. Όπως έγραψε η Eva «…ήταν ένα υπέροχο, ενδιαφέρον, δημιουργικό, ασυνήθιστο και αρκετά περίπλοκο άτομο». Κι όπως έγραψε η Ντίνα «ήξερε κάθε χωριό και κάθε γωνιά της Κρήτης, περπάτησε τα φαράγγια της, κολύμπησε στα νερά της και γεύτηκε όλες της τις εμπειρίες με φίλους που την αγάπησαν σαν να ήταν ντόπια». Μάθαμε επίσης απ’ αυτήν ότι η φτώχεια έχει εσωτερική υπερηφάνεια, ότι δεν κραυγάζει και ότι μπορεί να συνδυαστεί με πλούτο ψυχής, παιδείας και πολιτισμού. Μάθαμε ότι μια απλή ρίζα και μια ταλαιπωρημένη από τα καιρικά φαινόμενα πέτρα μπορεί να αποτελεί ένα φυσικό έργο τέχνης. Μάθαμε, τέλος, ότι η καλύτερη πατρίδα δεν είναι αυτή στην οποία γεννιέσαι αλλά αυτή που αγαπάς κι εκείνη στο ανταποδίδει.
Γι’ αυτό και μεθαύριο Πέμπτη 19 Απριλίου στις 4.00 το απόγευμα το χώμα που θα τη δεχτεί και θα τη σκεπάσει θα είναι το ρεθεμνιώτικο στο νεκροταφείο των Τριών Μοναστηριών, με μια κηδεία πολιτική και απλή, όπως την επιθυμούσε. Θα είμαστε όλοι εκεί να διηγηθούμε αυτά που μας δίδαξε, και μαζί θα είναι νοερά κι όλοι οι άλλοι φίλοι της, η Ingrid, η Ena και ο Johan, η βαφτιστήρα της Barbara με τις κόρες της, η αγαπημένη της Eva, ο Νίκος και η Ντίνα κι όσοι άλλοι δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακινηθούν ή που βρίσκονται κάπου στο επέκεινα. Ένα μόνο είναι σίγουρο, ότι για όλους και για όλες το έ-ψιλον του αλφαβηταριού της καρδιάς μας ανήκει δικαιωματικά στην Έρικα.