Ακούσαμε και διαβάσαμε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως. Που ήταν ισορροπημένες, μεταξύ των εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ και της ανάγκης για μετριοπάθεια, στη γραμμή της μη άμεσης διάρρηξης της σχέσης μας με την Ευρώπη. Αφού, σε πολλά σημεία έμοιαζαν περισσότερο με έκθεση προεκλογικών ιδεών παρά με τη διατύπωση μιας στέρεης και συγκροτημένης πολιτικής γραμμής, στα πλαίσια ενός κυβερνητικού προγράμματος. Η ψήφος εμπιστοσύνης που δόθηκε αργά χθες το βράδυ, δείχνει ότι το κυβερνητικό «μέτωπο», παραμένει αρραγές. Δείχνει επίσης ότι ίσως υπάρχει μια γενικότερη αποδοχή μεμονωμένων εξαγγελιών της Κυβέρνησης, από ένα μέρος της αντιπολίτευσης.
Αλλά δυστυχώς και το εξωτερικό μέτωπο όλης της Ευρώπης παραμένει επίσης συμπαγές, πίσω από τη «Γερμανοκεντρική» συνταγή για την αντιμετώπιση του Ελληνικού ζητήματος. Παρά τις λεκτικές εν πολλοίς και χωρίς αντίκρισμα διαφοροποιήσεις ορισμένων Ευρωπαίων ηγετών, που παρατηρήθηκαν κατά την εβδομάδα των ευρωπαϊκών περιοδειών των κυρίων Βαρουφάκη και Τσίπρα. Και παρά τα ήξεις αφήξεις του κ Ομπάμα.
Με βάση τα ανωτέρω, σημαντικό ρόλο στο μέλλον μας θα παίξει το σημερινό Eurogroup, η αυριανή σύνοδος κορυφής και το επόμενο Eurogroup της 16 Φεβρουαρίου. Αν δεν έχει επέλθει η πλήρης ρήξη, μέχρι τότε. Στο σημερινό Eurogroup, η Κυβέρνηση φαίνεται ότι προσέρχεται με τις εν πολλοίς γνωστές πια προτάσεις για μια συμφωνία-γέφυρα που θα δίνει στη χώρα κάποια ανάσα, αλλά και την απαιτούμενη χρηματοδότηση, μέχρι τον επόμενο Ιούνιο. Υποσχόμενη ότι θα κάνει όσα παρέλειψε η προηγούμενη Κυβέρνηση στην πάταξη της διαφθοράς, στη φορολόγηση των πλουσίων, στην πάταξη των καρτέλ και στην αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου. Αλλά και στην υλοποίηση ενός σχεδίου μεταρρυθμίσεων που θα αποτελεί μείγμα των παλιών μνημονιακών απαιτήσεων και της νέας προσέγγισης στα ζητήματα αυτά, της Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ώστε, χωρίς να ανατραπεί ο προϋπολογισμός, να αντιμετωπιστεί επιτέλους και η ανθρωπιστική κρίση που πλήττει τη χώρα. Ενώ, σύσσωμοι οι Ευρωπαίοι θα απαιτήσουν από την Ελληνική Κυβέρνηση να ζητήσει ξανά παράταση, άρα και εφαρμογή, του υπάρχοντος μνημονίου.
Και εκτιμούμε ότι η αυριανή ημέρα, κατά την οποία θα γίνει η σύνοδος κορυφής, αλλά και μια πιθανή τετ-α-τετ συνάντηση Τσίπρα-Μέρκελ, θα σημάνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το τέλος του πρώτου γύρου των διαπραγματεύσεων. Που θα βρει την Κυβέρνηση, αλλά και όλη την Ελλάδα, με αμφίβολη τη χρηματοδότηση του Τραπεζικού της συστήματος και χωρίς φανερούς συμμάχους. Στριμωγμένη στο «οικονομικό» καναβάτσο του ρινγκ, σύμφωνα με τους προφανείς σχεδιασμούς του Βερολίνου. Ενώ, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Άγγλοι θα παρακολουθούν αποστασιοποιημένοι και αμέτοχοι, προετοιμαζόμενοι για ένα πιθανό Grexit που θα γίνεται πια όλο και πιο εμφανές και πιθανό.
Για να αρχίσει έτσι, το «δεκαπενθήμερο του Διαβόλου», που θα κρίνει την πορεία της χώρας για τα πολλά επόμενα χρόνια. Το δεκαπενθήμερο αυτό, εκτιμούμε ότι η μεν Κυβέρνηση θα προσπαθήσει να κινητοποιήσει ακόμη περισσότερο το λαό και να τον χρησιμοποιήσει ως ασπίδα στις Ευρωπαϊκές πιέσεις, ενώ οι Ευρωπαίοι θα μας περιμένουν στη γωνία, κλείνοντας όλο και πιο πολύ τη χρηματοδοτική στρόφιγγα του ELA.
Από το σημείο αυτό και πέρα, οι προβλέψεις είναι δύσκολες, αφού, «πας προφήτης μετά Χριστόν, γάιδαρος», αλλά το απαισιόδοξο σενάριο φαίνεται όλο και πιο πιθανό. Διακινδυνεύοντας λοιπόν τον όποιο χαρακτηρισμό μας, εκτιμούμε ότι η Κυβέρνηση θα επιλέξει την τελευταία λύση που της απομένει, αφού τα πράγματα θα οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στο σημείο χωρίς επιστροφή. Και προβλέπουμε ότι θα στραφεί ξανά στο λαό και στην ετυμηγορία του, είτε με την πρόκληση δημοψηφίσματος, είτε με την προκήρυξη νέων εκλογών. Φορτώνοντας σε αυτόν την ουσιαστική ευθύνη για οποιανδήποτε απόφαση. Η οποία πάντως όφειλε, ένα μήνα μετά τις κάλπες, να ληφθεί από την υπεύθυνη Κυβέρνηση με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στήριξη της αντιπολίτευσης. Απόφαση που δε μπορεί να είναι άλλη από τη συνέχιση της Ευρωπαϊκής μας πορείας, όπως υπαγορεύεται από την ψυχρή λογική και από τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας.
Και ελπίζουμε, ότι ο «παρασυρμένος λαός», αν φτάσουμε στο σημείο χωρίς επιστροφή που περιγράψαμε, δεν θα αποφασίσει για μια ακόμη φορά στηριγμένος στο θυμικό, αλλά θα δει τα γεγονότα και το συμφέρον του μέσα από το πρίσμα της Λογικής. Ώστε να αποφύγει μια νέα «Μικρασιατική καταστροφή», που ίσως έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από αυτές που υπέστη η χώρα τη δεκαετία του 1920 και πληρώνει κατά κάποιον τρόπο, ακόμη και σήμερα. Η οποία θα καταστρέψει την Κυβέρνηση και ολόκληρο το Πολιτικό σύστημα, αλλά και θα καταστήσει τη χώρα μας παρία της Ευρώπης και εύκολο θύμα της γεωπολιτικής ανισορροπίας που εκδηλώνεται σε ολόκληρη την περιοχή μας.