Ήταν ένα από εκείνα τα κρύα βροχερά πρωινά του Φλεβάρη, όπου έπρεπε να τρέξω για τη δουλειά, προσπαθώντας ασθμαίνοντας να προλάβω το πρωινό λεωφορείο αλλά και να κρατήσω σταθερή την ομπρέλα μου, που αναποδογύριζε πεισματικά ο βοριάς… λες και ήθελε να μου χαλάσει τη διάθεση.
Έτσι «παλεύοντας», με τον άνεμο και την ομπρέλα, σχεδόν «έπεσα» επάνω σε έναν κύριο, μεσήλικα, που φόραγε εκείνο το έγχρωμο φωσφοριζέ αδιάβροχο της υπηρεσίας του Δήμου καθαριότητας.
Ευτυχώς, δεν υπήρξαν τραυματισμοί ούτε από τη μεριά της σκούπας αλλά ούτε και από εκείνη της ομπρέλας…
Εκείνο που μου προξένησε αμέσως εντύπωση, ήταν το λαμπερό πρόσωπο του κυρίου εκείνου. Είχε μια έντονα γαλάζια φωτεινή ματιά και ένα χαμόγελο τέτοιο, που ακτινοβολούσε καλοσύνη …αλλά κυρίως έδειχνε να αδιαφορεί εντελώς για τον άγριο καιρό, που σαφώς εμπόδιζε τη δουλειά του και καθιστούσε δυσκολότερη την όλη του προσπάθεια στη φροντίδα της ασφάλτου και των πεζοδρομίων.
Εντελώς αυθόρμητα ανταλλάξαμε μια συγγνώμη και μια καλημέρα… έτσι όπως κάνουν δυο άγνωστοι άνθρωποι που βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν και να συμμερίζονται παρόμοιες αντίξοες συνθήκες.
Από εκείνη την ημέρα, με ένα μαγικό τρόπο, συναντιόμαστε καθημερινά λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο κάτω, στην ίδια συνηθισμένη διαδρομή του συγκεκριμένου δρόμου, όπου εκείνος φρόντιζε και εγώ διατηρούσα το διαμέρισμά μου. Αναρωτήθηκα, αν τριγύριζε τόσο καιρό εκεί αλλά εγώ δεν τον είχα προσέξει, παρασυρόμενη από τους ράθυμους πρωινούς ρυθμούς της καθημερινότητας.
Οι καλημέρες μας έδιναν κι έπαιρναν. Ήταν τόσο αυθόρμητες και τόσο «εσωτερικές», που ζέσταιναν τα κρύα πρωινά μου. Δημιουργούσαν μια αίσθηση ότι υπάρχουν ακόμα κάποιοι που υπολογίζουν σε μια καλή κουβέντα και σέβονται ο ένας τον άλλο, απλά και μόνο επειδή είμαστε όλοι… άνθρωποι.
Η αξιοπρέπεια του κυρίου αυτού και η φωτεινότητα του προσώπου του ήταν τόσο έντονη, ώστε εγώ προσωπικά, μονάχα σαν ένα μικρό-μεγάλο ήρωα μπορούσα να τον αξιολογήσω.
Το μήνυμα που εισέπραττα ήταν τέτοιο, ώστε κάθε φορά που απομακρυνόμουν από τη βιαστική μας προσπέραση και καλημέρα, αισθανόμουν ότι περπάταγα κάποια εκατοστά πιο πάνω από τη γη …και αυτό δεν προήλθε τόσο από περίσσια ευαισθησία. Πώς να προσπεράσω αλήθεια έτσι αδιάφορα έναν άνθρωπο που ενώ η ζωή, οι συνθήκες ή η τύχη, του τα έφερε έτσι, ώστε να απασχολείται σε μια δουλειά όχι και τόσο εύκολη και μάλιστα τόσο καταφρονεμένη από πολλούς, εκείνος να δείχνει τόσο μα τόσο ικανοποιημένος και ευτυχής και να «ακτινοβολεί» σχεδόν το ίδιο… όπως το κίτρινο φωσφοριζέ αδιάβροχο που φόραγε;
Εισέπραττα μια μεγάλη δόση από πολιτισμό και υπερηφάνεια -με την καλή έννοια- και καθόλου μα καθόλου μιζέρια και κατήφεια, δυο χαρακτηριστικά… τόσο μα τόσο διαδεδομένα στις ημέρες μας.
Είχα συνηθίσει τόσο σ’ αυτή την πρωινή μας συνάντηση, που έπιανα τον εαυτό μου κάθε πρωί να ψάχνει στις άκρες του οικείου εκείνου δρόμου για να διακρίνει, πίσω από πιο αυτοκίνητο ή εμπόδιο θα ξετρυπώσει εκείνο το …φωσφοριζέ κίτρινο αδιάβροχο με την κουκούλα, για να με καλημερίσει με εκείνη τη ζεστή, από καρδιάς, καλημέρα του.
Και όταν μια εβδομάδα του Μάρτη έτυχε να μη διασταυρωθούν οι πορείες μας… έπιασα τον εαυτό μου να κάνει υποθέσεις, μήπως και του έτυχε κάτι του ανθρώπου εκείνου ή της οικογένειάς του. Τον φαντάστηκα μέσα σε μια οικογένεια γεμάτη πιτσιρίκια που ζουζουνίζουν γύρω από τα ταλαιπωρημένα πόδια του, και να κρέμονται επάνω στα σκονισμένα μπατζάκια του παντελονιού του, κάθε φορά που αποκαμωμένος εκείνος επέστρεφε στη μικρή αλλά τόσο φωτεινή κατοικία και να του ζητούν τις λιχουδιές, που ίσως τους αγόρασε ή δεν τους αγόρασε από ανέχεια…
Ναι. Διανύουμε δύσκολους καιρούς για πάρα πολύ κόσμο. Γι’ αυτό και οι φωτεινές καλημέρες ή ακόμα-ακόμα και οι πιο απλές αισιόδοξες χειρονομίες, εκφράσεις η κινήσεις, αποκτούν άλλο νόημα. Γίνονται απλά, πολύτιμες.
Αυτό ήταν και το μήνυμα που θέλησα να μοιραστώ. Να μην υποτιμάμε διόλου, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας μας, με όσους ανθρώπους και αν συναναστρεφόμαστε, με γνωστούς ή αγνώστους, την αξία που έχει ένα απλό χαμόγελο… μια καλή κουβέντα… μια ευγενική χειρονομία ανθρωπιάς και πολιτισμού (ιδιαίτερα στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας που δοκιμάζονται τα νεύρα μας), ένα ή πολλά θετικά χάδια. Είναι και αυτά μια προσφορά στον άνθρωπο, που όσο μικρή και αν φαίνεται, όμως μπορεί να επηρεάσει τόσο μα τόσο πολύ τη συνέχεια της ημέρας του. Προσφέρει μια ανάσα τέτοια, που μαζί με λίγες ακόμα …τέτοιου είδους ανάσες, μπορεί και να γλυτώσει κάποιον από το να αφεθεί και να παρασυρθεί χαμένος μέσα σ’ εκείνο το σκοτεινό και θολό ορίζοντα της κατάθλιψης και της μιζέριας.
Την έχουμε όλοι, τόσο ανάγκη την αισιοδοξία και τη φωτεινότητα στις μέρες μας.
Κάπως έτσι λοιπόν… όμορφα και απλά, χωρίς να το αναλύω και πολύ, ξεπετάγονται αβίαστα μέσα μου κάθε πρωί, αντικρίζοντας τον φωτεινό εκείνο άνθρωπο με το κίτρινο αδιάβροχο… οι στίχοι του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου: «Όποιος γλυτώνει από ένα δάκρυ έναν άνθρωπο, υψώνει ένα μέτρο το μπόι της ανθρωπότητας…».